Η γυναίκα μπήκε στη βάρκα
χωρίς προορισμό.
Η θάλασσα ήταν θολή,
μα δεν την τρόμαξε.
Το βουνό πίσω της
στεκόταν ακίνητο,
σαν μνήμη που δεν σβήνει.
Την έλεγαν Τιθορέα.
Όχι γιατί γεννήθηκε εκεί,
αλλά γιατί κουβαλούσε το όνομα
σαν ρίζα μέσα της.
Η βάρκα τριζοβολούσε,
το ξύλο μιλούσε σε γλώσσα παλιά.
Η γυναίκα άκουγε.
Σαν να μπορούσε το νερό
να της μάθει την ίδια της τη ζωή.
Η θάλασσα δεν υπόσχεται ποτέ.
Μόνο παίρνει.
Κι η γυναίκα το ήξερε.
Όμως έμεινε εκεί,
καθισμένη,
να αφήνει τον αέρα να σβήνει τις σκέψεις της.
Η Τιθορέα δεν ήταν τόπος.
Ήταν το όνομα της γυναίκας.
Ήταν το βουνό πίσω της.
Ήταν το κύμα που έσβηνε μπροστά της.
Τρία πράγματα μαζί,
χωρίς διαχωρισμό.
Και στο τέλος,
μόνο η ηχώ του ονόματος
έμεινε στον αέρα,
να επιπλέει ελαφρά,
σαν τελευταία λέξη:
Τιθορέα.
~~ Κική Κωνσταντίνου
_______
Καλημέρα, εκφραστικοί μου.
Εύχομαι να είστε καλά!
Σας φιλώ.

Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
ΕΚΦΡΑΣΟΥ ΚΑΙ ΕΣΥ