Το εκτυφλωτικό φως του ήλιου ζέστανε κι άλλο τον ιδρωμένη επιδερμίδα του. Με δυσκολία μπόρεσε να αντικρίσει τον δρόμο. Κι αυτά τα αναθεματισμένα γυαλιά ηλίου που είχαν καταχωνιαστεί και δε μπορούσε να τα βρει το πρωί;
Με μια απότομη κίνηση του δεξιού του χεριού απελευθέρωσε το τιμόνι και ψαχούλευε για ένα μπουκαλάκι νερό στο διπλανό κάθισμα. Προσπέρασε δυο μπουκάλια άδεια και το τρίτο το έφερε κοντά στο στόμα του. Αναστέναξε όλο απογοήτευση όταν διαπίστωσε πως σταγόνα δεν κυλούσε στο λαιμό του. Με μανία το τσαλάκωσε στην παλάμη του δεξιού του χεριού και το πέταξε με δύναμη στο δίπλα κάθισμα για να το τιμωρήσει.
Κι αυτή η ζέστη… Ανυπόφορη!
Μεσημεριάτικα, καυτός ο ήλιος, να οδηγεί σε ένα μέρος που αντί να βλέπει πράσινο, να συναντά καφέ και βράχους, να διψάει και αντί για νερό να πίνει ιδρώτα. Το μόνο που έμελε να συμβεί τώρα ήταν μια βλάβη στο αμάξι και ένα κινητό δίχως σήμα. Είχε δει και μια ταινία θρίλερ το βράδυ…. Δεν ήθελε να σκέφτεται.
Οδηγούσε για ώρα όταν συνάντησε ένα μικρό, γραφικό χωριουδάκι.
Μα τι βλάκας! Ούτε το όνομά του δε πρόσεξε. Μόλις θυμήθηκε ότι είχε προσπεράσει μια ταμπέλα που δεν έκανε καν το κόπο να κοιτάξει.
Ο δρόμος ήταν ευρύχωρος. Χωμάτινος αλλά μεγάλος. Τα σπιτάκια δέσποζαν δεξιά και αριστερά σαν καλοί, ομοιόμορφα, στημένοι στρατιώτες. Όμορφα σπίτια, καλοδιατηρημένα, καθαρά, με προσεγμένες αυλές και κήπους.
Τον εντυπωσίασε αυτός ο μικρός οικισμός. Σαν ένας μικρός, ουτοπικός παράδεισος, χαμένος πίσω από βράχια. Έντονη η βλάστηση στα σπίτια για έναν τόσο άγονο δρόμο….
Έπιασε τον εαυτό του να στεναχωριέται φθάνοντας στην έξοδο του χωριού. Μόνο τότε αντιλήφθηκε ότι κάτι του έλειπε. Άνθρωποι; Δε θυμάται να είδε ανθρώπους.
Συνοφρυώθηκε μα μουδιασμένος σκέφτηκε πως είναι μεσημέρι, οι νοικοκυραίοι θα κοιμούνται ή θα ήταν στις δουλειές τους.
Δουλειές; Τι δουλειές; Σάμπως είδε μαγαζιά; Σάμπως είδε καλλιεργήσιμη γη; Αλήθεια, πως πότιζαν τόσα λουλούδια σε έναν τόσο σκληροτράχηλο τόπο;
«Θα βγάζουν μεταλλεύματα από τη γη», σκέφτηκε. Σε όλους τους τόπους υπάρχει πλούτος. Αρκεί να τον ανακαλύψεις.
Η έξοδος τον οδήγησε σε ένα μικρό σταυροδρόμι. Δεξιά κι αριστερά, δρόμος, στη μέση ένα μεγάλο πεύκο και πινακίδα καμιά. Με μια βρισιά στο κράτος επέλεξε την δεξιά διαδρομή για να ανακαλύψει αδιέξοδο. Όπισθεν και πάλι στη βάση του! Επιλογή λοιπόν της άλλης διαδρομής. Της αριστερής. Κι η καρδιά του φτερούγισε. Το πρόσωπό του πάγωσε. Τι ήταν άραγε αυτό; Σύμπτωμα θυρεοειδή; Μήπως να το κοιτούσε κατά την επιστροφή του στην πόλη που διέμενε τα τελευταία χρόνια;
Σε λίγα μέτρα, που το χώμα έμοιαζε φίλος και εχθρός του, είδε μια φιγούρα από μακριά να γίνεται όλο και πιο έντονη καθώς τη πλησίαζε. Όσο πλησίαζε κοντά της, τόσο εκείνη διογκωνόταν.
Μόλις βρέθηκε σε απόσταση αναπνοής αντίκρισε ένα μικρό, παραδοσιακό καφενέ, βγαλμένο από ασπρόμαυρη ταινία του παλαιού, βουβού κινηματογράφου.
Χαμογέλασε στην εικόνα του και επιτέλους ένιωσε τη δίψα του να καταλαγιάζει, να λυτρώνεται. Με σπασμωδικές κινήσεις έκλεισε το διακόπτη του αυτοκινήτου και κατέβηκε από αυτό.
Το μικρό καφενεδάκι είχε μόνο δυο τραπέζια που στόλιζαν το εξωτερικό του χώρο. Μέσα δε μπορούσε να διακρίνει τι βρισκόταν διότι η πόρτα ήταν κλειστή αλλά το ξύλινο παράθυρο που ήταν ανοιχτό, μαρτυρούσε ανθρώπινη ύπαρξη στο χώρο. Η λευκή κουρτίνα όμως εμπόδιζε την όρασή του.
Για κάποιον απροσδιόριστο λόγο, εστίασε στα δυο ξύλινα, στρογγυλά τραπεζάκια με τις δυο ξύλινες καρέκλες. Ένα εκ δεξιών και ένα εκ αριστερών της πόρτας.
Επάνω στα τραπεζάκια υπήρχε και από ένα μικρό, γυάλινο, στρογγυλό τασάκι. Αυτόματα σκέφτηκε τα τσιγάρα του στο αυτοκίνητο. Προβληματίστηκε βλέποντας πως από κάτω τους υπήρχαν κάποια μικρά, διπλωμένα χαρτάκια. Συγκεκριμένα, ένα διπλωμένο χαρτάκι κάτω από κάθε τασάκι.
Σκέφτηκε να μη δώσει σημασία και να χτυπήσει την πόρτα μα η περιέργεια ήταν τόσο έντονη που δε μπορούσε παρά να γίνει έρμαιό της.
Δίχως να το καλοσκεφτεί στάθηκε πάνω από το δεξιό τραπεζάκι. Το τασάκι ανασηκώθηκε και μια μικρή, λευκή, τσαλακωμένη επιφάνεια έκανε την εμφάνισή της. Σε λίγα λεπτά αυτή η επιφάνεια βρισκόταν στις παλάμες του. Με επιδέξιες κινήσεις την άνοιξε. Ήταν μια σελίδα τετραδίου. Μια μεγάλη μουτζούρα τη στόλιζε. Προσπάθησε να δει τι κρυβόταν πίσω από τη μουτζούρα αλλά δε τα κατάφερε.
Ένα ιδιαίτερο κάλεσμα, όχι αυτό της περιέργειας ή της εξερεύνησης, κάτι άλλο όμως πιο δυνατό, πιο αισθαντικό τον οδήγησε στο αριστερό τραπέζι. Με γρήγορες κινήσεις μιμήθηκε την προηγούμενη στάση του.
Τον παραξένεψε που αυτό το χαρτάκι δεν ήταν τσαλακωμένο αλλά αυτό που τον παραξένεψε ακόμη περισσότερο ήταν το περιεχόμενό του.
Με μεγάλα, γουρλωμένα μάτια έστρεψε το βλέμμα προς τα πίσω, προς το χωριό που είχε διαβεί, είδε τα σπίτια να στέκουν σαν μαρμάρινο άγαλμα και να τον κοιτάνε. Τρόμαξε όταν διαπίστωσε πως ακόμη και τα λουλούδια του «χαμογελούσαν». Οι κόρες των ματιών του επέστρεψαν ξανά στη σελίδα τετραδίου που κρατούσε στο χέρι του.
«Μόλις διαβήκατε την οδό της Αγάπης», φανερώθηκαν κάποια έντονα, καλλιγραφικά, κόκκινα γράμματα και η καρδιά του φτερούγισε όπως πριν.
Ένα έντονο τρίξιμο φυλάκισε το βλέμμα του. Η πόρτα του καφενέ είχε μόλις ανοίξει…. Το άρωμα του μεθυστικού καφέ τον τράβηξε μηχανικά κοντά του. Μπήκε μέσα και η πόρτα έκλεισε….
Ένα δυνατό αεράκι φύσηξε και η λευκή κουρτίνα στο παράθυρο ξεπρόβαλε στο κενό χώρο. Διάσπαρτα άνθη είχαν κεντηθεί επάνω της... Ένας ήχος κρυστάλλων ακούστηκε να κουδουνίζει στον αγέρα και η κουρτίνα "χόρεψε".
Ένα μικρό ταμπελάκι επιγραφής στην πόρτα του καφενέ που ορκιζόμουν πριν πως δεν υπήρχε, έγραφε:
«Εκλεκτός και ο επόμενος που θα καταφέρει να τη διαβεί… και θα ξεδιψάσει!»
Ο αέρας το κούνησε ελαφρώς κι αυτό υπάκουσε. Απλά, Λιτά, Άξια!
~~ Η Οδός της Αγάπης - Κική Κωνσταντίνου
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
ΕΚΦΡΑΣΟΥ ΚΑΙ ΕΣΥ