Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Μάρτιος, 2021

Γκρίζα Σοφία

  Αγέρωχη στο άδειο δωμάτιο στέκομαι χιλιάδες ατέρμονες σκέψεις με καταβάλλουν κοιτώ τα ρυτιδιασμένα χέρια μου που μου μαρτυρούν πως πια δεν υπερβάλλω. Κουρασμένη πάντοτε ένιωθα πως μεγάλωσα πολύ θεωρούσα μα τώρα που τα χρόνια πέρασαν κοιτώ γύρω μου και ψάχνω ότι αγαπούσα. Το είδωλό μου κοιτάζω στο καθρέπτη μια γκρίζα σοφία αντικατοπτρίζει ξαφνικά έντονη αγαλλίαση το χώρο και τη ψυχή γεμίζει. Συνειδητοποιώ πως είμαι όμορφη μου αρέσει αυτό που βλέπω κάποτε το φοβόμουνα μα τώρα αγαπώ να επιβλέπω. Κατευθύνομαι σε άλλο πια δωμάτιο τα έπιπλα μηχανικά αγγίζω χιλιάδες σκέψεις διάσπαρτες το χώρο τριγυρίζουν. Χαμογελώ νοσταλγικά πλησιάζω το παράθυρο με θέρμη η σκέψη τρέχει βιαστικά στο παρελθόν και μένει. Έψαχνα να σε βρω! Απεγνωσμένα σε έψαχνα, μα όλο μου έφευγες. Ακόμη κι όταν ερχόσουν ήταν για λίγο μόνο. Γαλήνη! Έψαχνα σε λόγγους, σε κοιλάδες, σε βουνά. σε κάμπους, σε πεδιάδες, σε λιβάδια μα μήτε εκεί σε έβρισκα, Γαλήνη! Έψαχνα σε θάλασσες, σε ωκεανούς, σε λίμνες, σε ποτάμια μακρινά Μα μή

Γαλήνη

    Ψάχνω να σε βρω γαλήνη, μα όλο μ’ αποφεύγεις. Γαλήνη! Ψάχνω σε λόγγους, σε κοιλάδες, σε βουνά. Ψάχνω σε κάμπους, σε πεδιάδες, σε λιβάδια. Μα μήτε εκεί σε βρίσκω, Γαλήνη! Ψάχνω σε θάλασσες, σε ωκεανούς. Ψάχνω σε λίμνες, σε ποτάμια μακρινά. Μα μήτε εκεί σε βρίσκω, Γαλήνη! Ψάχνω σε σπίτια, σε πολυκατοικίες. σε ερείπια, σε τούβλα γκρεμιστά, σε ξεχασμένους τόπους. Μα μήτε εκεί σε βρίσκω, Γαλήνη! Αλαφιασμένη διανύω δρόμους, στενά, οδούς, μα πάντα σε αδιέξοδο καταλήγω, Γαλήνη! Ψάχνω να σε βρω γαλήνη, μα όλο μ’ αποφεύγεις. Γαλήνη! Κουράστηκα να σε αναζητώ, κουράστηκα να παίζω και να χάνω στο κρυφτό σου μια γωνιά θέλω να αποκοιμηθώ κι ας ήταν να ξυπνήσω στο προσκέφαλό σου. Γαλήνη! Η κούραση κυριεύει το κορμί, ο φόβος πως δε θα ’ρθεις αγκαλιάζει την ψυχή μου. Τα μάτια κλείνουν να σε ονειρευτούν, να λυτρωθεί η ψυχή μου. Κι όταν ξυπνήσω ας είσαι εκεί, να με πάρεις να βαδίσουμε μαζί. Γαλήνη! Στη μεθυστική του ύπνου παραζάλη, τα βλέφαρα ανοίγω και σαν βροχή χρυσόσκονη στο χώρο μου εισβάλλει. Μια

Aδικοχαμένη Κοινωνία

    Είναι λεπίδες κοφτερές τα θέλω και τα αναγκαστικά όχι των άλλων. Μια συνουσία κάτω από δρακόντεια μέτρα μπορεί να ανατρέψει τα μέτρα και τα σταθμά τους. Πανοπλία τα πρέπει και κράνη τα όχι και τα μή. Για ασπίδες ας μη μιλάμε. Καλοστεκούμενα πλαστικά γυαλιά που αν σπάσουν μπήγονται στο σώμα και πονάνε. Μια μάχη είναι τα πάντα, μια αβεβαιότητα σε ένα αιματοβαμμένο αύριο που πολλοί εβάφτισαν χρυσό! Μη γελιέσαι! Το ότι δίνεις ένα όνομα – μία χάρη - μία αρετή σε κάτι δε σημαίνει πως του ανήκει πάραυτα εντέλει. Δανεικά είναι όλα σε αυτή τη ζωή! Ακόμη και τα αγορασμένα είναι δανεικά. Δεν αγοράζεις τα πάντα, αγοράζεις το επιφανειακό τους περιτύλιγμα. Την τιμή ενοικίου που όρισαν κάποιοι ανόητοι εξουσιαστές. Με ένα κίτρινο διαβατήριο θέλω να τρέξω στη λασπωμένη θάλασσα και να τη γεμίσω με χρώμα! Τι κρίμα… Όσους κουβάδες κι αν κουβαλήσω… κάθε φορά το γαλάζιο που ρίχνω μέσα της αίμα και λάσπη γίνεται θαρρώ. Βρωμάει! Μυρίζει σάρκες ανθρώπων. Πονεμένων ψυχών που κάποιοι ονομάτισαν λαθραίο!

Ελευθέρια Πορεία

  Θέλω να φωνάξω μα δε βγαίνει φωνή. Θέλω να κλάψω μα δεν κυλάει δάκρυ. Θέλω να μιλήσω μα δεν μπορώ να αρθρώσω λέξη. Θέλω να πω όσα δε τόλμησα ποτέ μου μα τα κλειδώνω στο μαύρο σεντούκι της ψυχής μου! Προσπαθώ να περπατήσω μα μένω κολλημένη, στάσιμη στον συνήθη Εαυτό μου. Προσπαθώ να κουνήσω τα δάχτυλα μα σαν αντικείμενα κέρινου ομοιώματος μένουν εκεί, άπραγα, να στολίζουν την επιφανειακή μου βιτρίνα. Νιώθω τη βαριά ανάσα μου μα δεν ακούω τον χτύπο της καρδιάς μου. Ακούω ήχους από γύρω μου μα δεν αισθάνομαι τον κόσμο που δραστηριοποιούμαι. Είναι σα να είμαι άνθρωπος αλλά και σα να μην είναι κιόλας! Σα να έχω σάρκα με οστά μα σα να μην έχω εγκέφαλο και νεύρα για να κινήσω το σώμα μου. Δεν είναι πως νιώθω ρομπότ! Είναι που οι άλλοι με ανάγκασαν να γίνω! Κι εγώ απλώς υπάκουσα! Κι όχι πως τους χρεώνω τα λάθη μου! Τους πιστώνω όμως την ώθησή μου σε αυτά! Είμαι άνθρωπος; Δεν είμαι; Είμαι μια φιγούρα; Μια μαριονέτα; Ένα ριγμένο κουτάλι στον ωκεανό; Είμαι ένα τίποτα; Είμαι τα πάντα, όλα; Είμ

Λάκης, ο παπαγαλάκης (όλο το παραμύθι)

  Λάκης, ο παπαγαλάκης   Ο κυρ Θανάσης ξεκλείδωσε βιαστικά το pet shop που διατηρούσε εδώ και χρόνια στην Eρμού και πλησίασε με γοργά βήματα ένα όμορφο διώροφο μπρονζέ κλουβί, μέσα στο οποίο κατοικούσε εδώ και ένα χρόνο ένα όμορφο πρασινωπό με κίτρινες μικρές πιτσιλιές παπαγαλάκι. «Καλημέρα αφεντικό, του είπε με αγορίστικη νεανική φωνή. «Τι κάνεις Λάκη;» το ρώτησε χαμογελώντας. «Βαριέμαι ως συνήθως» απάντησε κρύβοντας την έντονη δυσαρέσκεια που είχε στο πρόσωπο του κάτω από τη μεγαλοπρεπή φτερούγα του. «Νομίζω πως κάτι μπορώ να κάνω γι αυτό», αποκρίθηκε χαμογελώντας τρυφερά και η φτερούγα του Λάκη ελευθέρωσε μονομιάς το πρόσωπό του, τεντώνοντας συνάμα τα αυτιά του για να ακούσει τι είχε να του πει το αφεντικό. «Αύριο θα έρθουν νέα ζωάκια στο κατάστημα και φοβάμαι πως θα χρειαστεί να μοιραστείς το κλουβί σου με κάποιο άλλο παπαγαλάκι. Ε, αφού θα έχεις παρέα δε θα βαριέσαι πια τόσο πολύ.» «Ποτέ! Ποτέ δε θα μοιραστώ το κλουβί μου με κάποιον άλλο! Μου αρέσει να ζω μόνος