Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Δεκέμβριος, 2023

Μπέλα, η Χριστουνέλλα

    ΜΠΕΛΑ, Η ΧΡΙΣΤΟΥΝΕΛΛΑ Σκηνή γιορτινή που θυμίζει σπίτι. Μια γυναίκα γύρω στα σαράντα της έτη, εμφανίζεται με πιατέλες μελομακάρονα και κουραμπιέδες. Τραγουδάει σε γιορτινό ρυθμό, κάνει δουλειές ( ξεσκονίζει και τακτοποιεί), ανοίγει την τηλεόραση, γελάει μόνη της και έπειτα φεύγει ενώ ειδοποιεί πως ήρθε η ώρα να στολίσει το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Επανέρχεται και στην σκηνή υπάρχουν τρεις μπάλες γιορτινές (οι ήρωες μας: Η Μπέλα, ο Αδάμος και ο Ματίας) Η Μπέλα είναι ντυμένη ως κόκκινο στολίδι, ο Αδάμος ως μπλε στολίδι και ο Ματίας, πράσινος. Πιο δίπλα, ακόμη ένας ήρωας που κάνει το χριστουγεννιάτικο δέντρο. (προϋπήρχε ο ήρωας αυτός στην σκηνή) Με έναν τρόπο, έχουμε καλύψει τα στολίδια (τους ήρωες μας – ίσως με ενα σελοφάν) και η αποκάλυψη θα γίνει απο την οικοδέσποινα του σπιτιού. Γυναίκα : (αφού τραβάει το σελοφαν)   πω πω σκονιστήκατε χρυσούλια μου, σας είχα καταχωνιασμένα στο πατάρι, πόσο χαίρομαι που σας βρήκα μετά από τόσο καιρό. τα αγκαλιάζει

Εκείνο το Κορίτσι

    Εκείνο το κορίτσι… δεν γνώριζε τίποτα, δεν ήξερε τίποτα. Συνεχώς έψαχνε, πάντα έψαχνε. Κάτι αναζητούσε… Δεν ξέρω γιατί το έκανε αυτό. Κάνω υποθέσεις αλλά δεν είμαι σίγουρη.. Φοβόταν να πει ευθέως στον άλλον, τι είναι αυτό που έψαχνε, που τόσο λαχταρούσε. Δεν μου είπε ποτέ. Γιατί γίνεται όλο αυτό, δεν μου είπε ποτέ, δεν εξήγησε κάτι. Έτσι έφυγε. Σιωπηλά. Με κοιτούσε πάντα με δυο μάτια όπου μέσα τους, καθρεπτίζονταν ένα αλλιώτικο ερωτηματικό. Ένιωθα σαν μια δασκάλα που δεν είχε καμία απάντηση στις άγραφες ερωτήσεις, επειδή εκείνο το παιδί, τη φοβόταν. Πολλές φορές, καθώς την κοιτάζω, βλέπω μια χαμένη ψύχη που προσπαθεί ανεπιτυχώς να βρει τον δρόμο της, μα πάντα εδώ καταλήγει, να παίζει κρυφτό με την κάθε παράφορη ανομία. Είναι παράλογο να αγαπάς ανιδιοτελώς τους ανθρώπους και πόσο μάλλον αυτούς που κρύβουν μέσα τους παιδιά. Παιδιά, ως ένα σύμπαν παράλληλο. Θέλοντας να «μαλακώσω» τον εγωισμό μου – έναντι των μη απατηθέντων ερωτήσεων του κοριτσιού – λέω πως δεν φταίω εγώ. Πω

La Vita è Bella

    Πατέρα, θέλω απόψε να ζήσουμε ένα όνειρο. Να γυρίσουμε πίσω, σε δυσεύρετες αναμνήσεις. Δεν θέλω πολλά. Μια πραγματικότητα και ένα όνειρο. Ένα όνειρο που θα κρατήσει για πάντα. Πατέρα, η ζωή είναι ωραία μου δίδαξες και φρόντισες, μέσα από ταινίες, δίσκους και βιβλία να μου τη μάθεις. Σου κρατάω το χέρι. Πολλές φορές, ενίοτε και διστακτικά, σε μνημονεύω. Απόψε, μέσα από ένα πονεμένο τραγούδι, σε αναζήτησα. Μου λείπεις. "Η ζωή είναι ωραία" και πως να μην είναι με τόσο όμορφες αναμνήσεις. Τα συναισθήματα, τα συναισθήματα ποτέ δεν ξαποσταίνουν... Πατέρα, εκείνο το απόγευμα σε πήρα από το χέρι και πήγαμε να δούμε ταινία. Ακριβώς όπως παλιά. Σαν να μην πέρασε μια μέρα ή μάλλον, σαν να πέρασε εκείνη η μέρα στην αιωνιότητα. Θυμάμαι συχνά την μυρωδιά της αίθουσας, την αίσθηση του φίλμ, τα συναισθήματα κατά την προβολή της ταινίας και στο τέλος, την γνώριμη συζήτηση. Άλλοτε με καφέ και άλλοτε με κρασί. Μα πάντα, για συντροφιά ένα τσιγάρο. Κάπως έτσι πατέρα, χτίσαμε κι εμείς τη

Λεύτερες και παραπλανητικές στοές

    Η ηχηρή σιωπή αποκαλύφθηκε ένδοξα, πίσω από ένα απύθμενο θράσος. Η γυναίκα μετρούσε χιλιόμετρα. Διεξοδικά μονοπάτια, που όλα, στην μοναξιά κατέληγαν. Πίσω από ανίερα χαμόγελα, είδα απόγνωση​ και πίσω από λανθασμένες αντιλήψεις, είδα νόημα υπαρκτό. Μέμφασε το τίποτα, για να πει κάτι σπουδαίο μα λυπήθηκα όταν κατάλαβα, πως ο δρόμος του "έκλεισε" νωρίς. Πως να συμπάσχεις με έναν άνθρωπο που λέρωσε τα όνειρά του; Πως να συμπονέσεις έναν άνθρωπο, αμφιλεγόμενα αιρετικό; Πίσω από ξεχασμένους απόηχους αντίκρισα το Ποίημα, εκείνο το ποίημα, το απάνθρωπα σεβαστό. Είπες αντιπαθείς τα μελαγχολικά ποιήματα, μα ο στίχος μου μοιάζει σαν εμβατήριο ερωτικό. Συρρικνώθηκες. Στα μάτια, στη σκέψη, στο πιθανό. Συρρικνώθηκες. Οδεύω, με το μυαλό οδεύω. Συνεχίζω να οδεύω. Μέσα στις στοές αναζητώ θαλπωρή Κι ενθυμούμαι: "το θολό πρόσωπο με κοιτούσε με αποστροφή πίσω από το θολό τζάμι" Μα τώρα ξέρω. Ήταν καθρέπτης και ήσουν εσύ. Είναι διεξοδικές οι στοές, όταν είναι παραπλανητικές και λεύ

"Κι ύστερα ήρθε η νύχτα και τ' άστρα ήταν το τελευταίο σημάδι ότι αγαπηθήκαμε"

  Κρύβω μέσα μου ένα μελαγχολικό φθινόπωρο που ξέχασε να πει στους ανθρώπους πως Υπάρχει.       Ω ποίηση είσαι η αρχή του μεγάλου ονείρου μας    και το τέλος του μικρού μας ταξιδιού. "Αλλά καθώς βραδιάζει ένα φλάουτο κάπου ή ένα άστρο συνηγορεί για όλη την ανθρωπότητα" "Η σιωπή κάνει τον κόσμο πιο μεγάλο, η θλίψη πιο δίκαιο" "Κι αγάπησα με πάθος καθετί που δεν ήταν γραφτό να γνωρίσω. Κι έζησα όλη τη ζωή μου σ'ένα όνειρο" "Ολόκληρη η ζωή μου δεν ήταν παρά η ανάμνηση ενός ονείρου μέσα σ'ένα άλλο όνειρο. Κι η Άννα όταν γελούσε ήταν σα να σκόρπιζε γιασεμιά φωτιζόταν για λίγο η νύχτα" "Κι εσύ, αρχαία λυπημένη σελήνη, καμιά φορά θαρρούμε πως ακούμε τη φωνή σου σαν τη φωνή εκείνων που δε θα ξανακούσουμε ποτέ" "Όλοι φεύγουμε, χωρίς να μάθει τίποτα ο ένας για τον άλλον. Γιατί; Τι φταίει;" "Τόσα φθινόπωρα και δε γνωρίσαμε ακόμα την ψυχή μας και ω συντριβή του ονείρου μας: μας έκλεισες όλους τους δρόμους για να μας ανοί

Ο Χαρακτηρισμός του Ανήξερου

    Αν μπορούσα να με χαρακτηρίσω με μία μόνο λέξη, θα μου απέδιδα τον ορισμό «τρυφερό». Ξέρετε, πολλές φορές οι άνθρωποι, οι μοναχικοί, οι απαιτητικοί, οι νευρικοί ή οι δύσκολοι αν θέλετε, το μόνο που έχουν ανάγκη, είναι μια γλυκιά, μελωδική τρυφερότητα. Κάπως έτσι λοιπόν και με αυτή τη σκέψη, καταλήγω πως μου ταιριάζει αυτός ο χαρακτηρισμός, αφού επιδιώκω, ο εκάστοτε παρατηρητής να νιώσει την "γλύκα" μου, ως μια προσπάθεια που δημιουργήθηκε με αγάπη, για να αποδώσει θεωρητικά, έναν φόρο τιμής σε ένα συναίσθημα μονίμως παρεξηγημένο. Κι όταν μιλώ για αγάπη, αυτομάτως, χάνει την αξία της. Είναι άραγε οι ρεαλιστές, μόνιμα αδικημένοι; Είναι άραγε οι ποιητές, κυρίαρχοι του κόσμου; Ρεαλισμός και φαντασία. Σπάει άραγε, σε χίλια κομμάτια η σιωπή; Εγώ δεν ξέρω. Αν μπορούσα να με χαρακτηρίσω με μία μόνο λέξη, θα μου απέδιδα τον ορισμό "τρυφερό". -- Ο Χαρακτηρισμός του Ανήξερου - Κική Κωνσταντίνου

Το Φορτίο των Ανθρώπων

    Οι άνθρωποι κουβαλούν στις πλάτες τους: όμορφα όνειρα, αμέθυστες αγκαλιές, πεταλούδες που λάμπουν στο σκοτάδι. Αγόγγυστα τα δεχτήκαμε όλα. Μας είπαν: Ο ουρανός τη νύχτα δεν έχει φεγγάρι. Η γη πλέον δεν γεννά λουλούδια. Η ελπίδα δεν χαρίζει θαλπωρή Ο άνθρωπος δεν αναζητά τη σοφία στη νιότη Όμως... Κάποιοι λίγοι, ηθελημένα τρελοί• αφέθηκαν στην προσμονή της ουσίας. Μας δίδαξαν την υπομονή. Μας χάρισαν τα άστρα. Μας έδειξαν πως ζωγραφίζουμε στο φως, τις σκιές. Γιατί οι άνθρωποι μπορούν να κουβαλούν στις πλάτες τους: μνήμες με πόνο, ερωτηματικά με δάκρυα, εφιάλτες μες το σκοτάδι Και παρόλα αυτά: τα άγρια, τα ατίθασα, τα αδάμαστα άτη, οι άνθρωποι κουβαλούν στις πλάτες τους: όμορφα όνειρα, αμέθυστες αγκαλιές, πεταλούδες που λάμπουν στο σκοτάδι. ~~ Το Φορτίο των Ανθρώπων - Κική Κωνσταντίνου

Σαν μεγάλο λάθος γεννιόμουνα

    Σαν μεγάλο λάθος γεννιόμουνα σε ένα σώμα χωρίς μήτρα και μια φορά ονειρεύτηκα μωβ τον ουρανό έχοντας ροζ φεγγάρι κι έβαλα τη ζωγραφιά σε μια αθέατη γωνία κι είχε παντού σκόνη, υγρασία και μία μικρή παραμάνα και χάζευα με δέος την Ανατολή, βλέποντας τον ήλιο "πολεμιστή" να κυνηγάει την ελπίδα και τότε είπα στον άνθρωπο "μπορείς να με ακούσεις" και με ρώτησε που βρίσκεται και του 'δειξα τη "Χώρα". Θυμάμαι του είπα "ειν' όμορφα, έλα να κατοικήσεις" και με χαρακτήρισε αυθάδη κι αδαή ενώ εγώ επέμενα να δει τις πεταλούδες να τραγουδούν, τους καταρράκτες να χορεύουν, τα φυτά που σαν όνειρα στροβιλίζονται και τα ποτάμια που ερωτεύονται τις αντιθέσεις των Ανθρώπων. Και τότε μου είπε δεν είναι αυτός και του απάντησα "δεν έχει σημασία" και μου παραπονέθηκε και μου 'πε "δεν καταλαβαίνω" και του πα "δεν πειράζει" και με ρώτησε τι θέλω. Τότε με λύπη, τρόμο, δισταγμό διαπίστωσα πως δεν είχα τίποτα να πω, τίποτα