Στην αρχή κανείς δεν κατάλαβε. Η γυναίκα ανέβαινε τη νύχτα ξυπόλυτη, οι φτέρνες της κομμένες από το σκοτάδι, τα χέρια της μυρίζανε άνεμο. Την έβλεπα. Να απλώνει τα δάχτυλα, να τραβάει το φεγγάρι χαμηλά, σαν άρτο παγωμένο. Το έφερε στο στόμα της. Το έφαγε. Κομμάτι κομμάτι. Χωρίς βιασύνη. Όπως τρώνε οι πεινασμένοι τη μνήμη τους. * (Το φεγγάρι έσταζε στα χείλη της). Το κατάπινε. Σαν να ήθελε να ξεχάσει. Σαν να ήθελε να γεμίσει την τρύπα που αφήνει η απουσία. Μέσα της η νύχτα. Μέσα της το φως. Μέσα της το τίποτα. * Οι άνθρωποι κοιμόντουσαν. Μόνο οι γάτες την άκουγαν. Μόνο το χώμα. Μόνο οι πέτρες που θυμούνται τις σκιές. * Και το πρωί — το πρωί η γυναίκα κατέβηκε στο χωράφι. Έψαξε στις τσέπες της. Έβγαλε ψίχουλα από φεγγάρι. Τα έδωσε στα πουλιά. «Πάρτε», τους είπε. «Πάρτε να με ξεχάσετε». * Το βράδυ ο ουρανός ήταν άδειος. Η νύχτα — μια μαύρη σελίδα δίχως τίτλο. * (Κι εκείνη περίμενε το επόμενο φεγγάρι. Γιατί η πείνα δεν τελειώνει ποτέ). * Κάποτε είπε: «Δεν πεινούσα για φως. Πει...
ΌΤΑΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΣΤΙΓΜΕΣ ΠΟΥ ΑΙΣΘΑΝΕΣΑΙ ΠΩΣ ΤΟ ΜΥΑΛΟ ΣΟΥ ΘΑ ΕΚΡΑΓΕΙ ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΟΛΛΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΕΙΝΑΙ ΑΠΛΟ ΤΟ ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΑΝΕΙΣ.... ΑΠΛΩΣ ΕΚΦΡΑΣΟΥ....!!!