Προχωρούσα... και προχωρούσα…. και προχωρούσα….., χαμένη στον δρόμο, που οδηγούσε στο Εγώ μου. Ένα φθινοπωρινό φυλλαράκι, που είχε πέσει από κάποιο δέντρο, βρέθηκε στο διάβα μου και με έκανε να σταματήσω, να σκύψω, να το πιάσω, να το δω. Νοσταλγικά θυμάμαι του χαμογέλασα, το άφησα πάλι κάτω και συνέχισα να προχωρώ σε έναν άυλο δρόμο. Συνέχισα… Συνέχισα.. Για ώρα συνέχισα ανάμεσα σε ξύλινους, καφέ φράχτες, ώσπου έφτασα σε ένα αμπέλι με πολλά σταφύλια που μοσχοβολούσαν και σκέφτηκα να κάτσω να ξεκουραστώ. Έψαξα για νεράκι, αφού «τσακώθηκα» με δυο σφήγκες και αποφάσισα να κοιμηθώ για λίγο κάτω από ένα πεύκο που υπήρχε στο τέλος του συγκεκριμένου χωραφιού. Ξύπνησα μετά από ώρες. Πεινούσα. Πεινούσα πολύ. Έφαγα ένα τσαμπί πράσινο σταφύλι και ένιωσα πως χόρτασα για πάντα. Σκέφτηκα να πάρω λίγες ρώγες σταφυλιού σε περίπτωση που πεινάσω στον επόμενό μου δρόμο, μα σκέφτηκα πως θα περάσουν άλλοι τόσοι πεζοπόροι και θα ’ναι κρίμα κι άδικο να μην τους αφήσω
ΌΤΑΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΣΤΙΓΜΕΣ ΠΟΥ ΑΙΣΘΑΝΕΣΑΙ ΠΩΣ ΤΟ ΜΥΑΛΟ ΣΟΥ ΘΑ ΕΚΡΑΓΕΙ ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΟΛΛΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΕΙΝΑΙ ΑΠΛΟ ΤΟ ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΑΝΕΙΣ.... ΑΠΛΩΣ ΕΚΦΡΑΣΟΥ....!!!