Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Και Προχωρούσα...

 


Προχωρούσα...

και προχωρούσα….

και προχωρούσα….., χαμένη στον δρόμο, που οδηγούσε στο Εγώ μου.

 

Ένα φθινοπωρινό φυλλαράκι, που είχε πέσει από κάποιο δέντρο, βρέθηκε στο διάβα μου και με έκανε να σταματήσω, να σκύψω, να το πιάσω, να το δω.

Νοσταλγικά θυμάμαι του χαμογέλασα, το άφησα πάλι κάτω και συνέχισα να προχωρώ σε έναν άυλο δρόμο.

 

Συνέχισα…

Συνέχισα..

Για ώρα συνέχισα ανάμεσα σε ξύλινους, καφέ φράχτες, ώσπου έφτασα σε ένα αμπέλι με πολλά σταφύλια που μοσχοβολούσαν και σκέφτηκα να κάτσω να ξεκουραστώ.

Έψαξα για νεράκι, αφού «τσακώθηκα» με δυο σφήγκες και αποφάσισα να κοιμηθώ για λίγο κάτω από ένα πεύκο που υπήρχε στο τέλος του συγκεκριμένου χωραφιού.

 

Ξύπνησα μετά από ώρες. Πεινούσα. Πεινούσα πολύ.

Έφαγα ένα τσαμπί πράσινο σταφύλι και ένιωσα πως χόρτασα για πάντα.

 

Σκέφτηκα να πάρω λίγες ρώγες σταφυλιού σε περίπτωση που πεινάσω στον επόμενό μου δρόμο, μα σκέφτηκα πως θα περάσουν άλλοι τόσοι πεζοπόροι και θα ’ναι κρίμα κι άδικο να μην τους αφήσω ό,τι άφησαν άλλοι τόσοι για εμένα.

Έμαθα. Έμαθα να σέβομαι, να εκτιμώ, να τιμάω, να αφήνω για τους άλλους.

Να κληρονομώ, μα και να κληροδοτώ συνάμα…

 

Κι έφυγα.

Έφυγα από εκεί.

Ορμώμενη από χιλιάδες, εσωτερικές επεμβάσεις για να οδηγηθώ σε ένα αδιάβατο στενό που οδηγούσε στη Σαλαμίνα.

Τη μάχη, τη μάχη σκέφτηκα και θέλησα αργότερα να πάω στις Θερμοπύλες. Κι υστέρα στο Δίστομο, στο Μεσολόγγι, να φιλήσω τα χεριά όλων των πολεμιστών. Να τους αφήσω ένα κεράκι, ένα γαρίφαλο, μια ακόμη δυνατή προϊστορία.

 

Κι ύστερα από όλα αυτά βρέθηκα έξω από ένα μικρό σπίτι, φτωχικό.

Μου θύμιζε σπίτι αυλής ενός περίεργου, μικροσκοπικού παραδείσου.

 

Ξύλινη πόρτα είχε κι ένα χερούλι μικρό, που ήθελα τόσο πολύ να μπορέσω να χτυπήσω ελαφρώς, για να μου ανοίξουν οι άνθρωποι που το κατοικούσαν.

Είχε κι ένα ραγισμένο παράθυρο και μ’ άρεσε, μ’ άρεσε τόσο πολύ, μου θύμισε εικόνα παιδικού παραμυθιού και όταν είδα μια μικρή φωτιά να φεγγοβολά προερχόμενη από ένα ετοιμόρροπο τζάκι ήθελα να δακρύσω από μια εσωτερική χαρά που δεν είναι ανάγκη πια να αναστήσω.

 

Σκέφτηκα να χτυπήσω την πόρτα, μα αποφάσισα να φύγω.

 

Δυο…

Μόνο δυο βήματα ήταν αρκετά για να γυρίσω πίσω.

 

Με φώναξε. Εκείνη με φώναξε. Μια συμπαθητική, ηλικιωμένη, μικροσκοπική κυρία. Όμορφη, όμορφη πολύ με μια γκρίζα σοφία στα μαλλιά και στο πρόσωπο που με έκανε να θέλω να σκύψω και να προσκυνήσω.

 

Με πλησίασε γοργά και μου έπιασε τα χέρια. Μου έβαλε μέσα στις χούφτες μου μια λευκή χαρτοπετσέτα και μου την σκέπασε με τα όμορφα ζαρωμένα της δάχτυλα.

Με κοίταξε με τόση ζεστασιά, μου χαμογέλασε, μου έδωσε να φιλί στο μέτωπο και επέστρεψε στο σπίτι της.

 

Δεν την ήξερα, όχι, δεν την ήξερα.

Περίεργο; Γιατί νιώθω ότι την ξέρω τόσο;

 

Άνοιξα τα χέρια μου, φάνηκε η χαρτοπετσέτα, την ξεδίπλωσα απαλά κι είχε μέσα μια φέτα ψωμί κι ένα κομμάτι τυρί. Πόσο ασήμαντο για κάποιους, πόσο πολύτιμα σημαντικό για μένα;

 

Ένα λευκό περιστέρι πέρα μακριά έδειχνε ότι λιμοκτονούσε.

Το τάισα. Το τάισα ζυμωτό ψωμί και τυρί φέτα από τα αγαπημένα ζώα.

Χαμογέλασα καθώς το είδα πάλι να αναπνέει.

 

Προχωρούσα...

και προχωρούσα….

και προχωρούσα….., χαμένη στον δρόμο που οδηγούσε στον Ανώτερο Εαυτό μου.

 

Ξάφνου βρέθηκα σε μια νωχελική ερημιά, μα ένα αεράκι με ξελόγιασε και ήθελα όσο μπορούσα να εμβαθύνω. Να εμβαθύνω σε ένα σημείο ουτοπικό, που το κρατώ μόνο για μένα, μόνο για μένα, μόνο. Είναι διαφορετικό για όλους μας, μα υπάρχει. Έχει λευκό, έχει θαλασσί, έχει κάτι από την εκάστοτε πατρίδα μας, την ιστορία που ενδόμυχα κουβαλάμε.

 

Είδα ένα αηδόνι μέσα σε ένα κλουβί, κρεμασμένο στα πλατιά φύλλα ενός δέντρου, που δεν αναγνώρισα τι είδους είναι.

Έτρεξα, έτρεξα αμέσως και το ελευθέρωσα, μα εκείνο έμεινε ασάλευτο εκεί. Έπαψε να κελαηδάει.

Θέλει να μείνει, σκέφτηκα, ας του κλείσω ξανά την πόρτα.

Την έκλεισα, μα πάλι δεν κελάηδησε, δεν κούνησε λίγο τα όμορφα φτερά του.

 

Στενοχωρήθηκα, στενοχωρήθηκα πολύ.

Μα πώς μπορεί σε ένα λεπτό να αλλάξουν τόσο εύκολα όλα;

 

Απομακρύνθηκα και αναρίγησα όταν το άκουσα να κελαηδάει.

Εύηχα, δυνατά, περήφανα, με σθένος!  Τενόρο το ονόμασα και θυμήθηκα πως τελικά στην πόρτα του ηθελημένα ξέχασα να τραβήξω το σύρτη.

 

Επιλογή του.

Επιλογή του για όταν θα είναι έτοιμο, όταν θα έρθει η στιγμή.

Εκείνη η ρημάδα η στιγμή.

Αχ αυτή η άτιμη, η ρημάδα, η υπέρτατη στιγμή!

 

 

Προχωρούσα...

και προχωρούσα….

και προχωρούσα….., χαμένη στον δρόμο που οδηγούσε σε ένα κομμάτι της ψυχής, που ανήκε πλέον στο παρελθόν μου.

 

Είδα στιγμές, είδα πρόσωπα, καταστάσεις, γεγονότα.

Κάποια πράγματα τα αντιμετώπισα με νοσταλγία, άλλα με θυμό, άλλα με πλατιά χαμόγελα, άλλα με οργή και άλλα με ειρωνεία.

Ήμουν εγώ, ήταν αυτοί, ήταν οι άλλοι παραπέρα.

Κι ήταν και κάποια δειλά πρόσωπα, που σκέπαζαν το σώμα του κάτω από το αυλάκι με ψιλό, ψιλό χαλίκι.

 

Είδα πράσινο, είδα χρυσαφί, είδα μπλε αλμυρό της παραλίας.

Είδα σκύλους, γάτες, πρόβατα, μα χαμογέλασα σε ένα χρυσόψαρο, που είχα κάποτε ζωγραφίσει.

 

Άκουσα τραγούδια, άκουσα μουσική, άκουσα ήχους από κλαρίνο και μπουζούκι.

Άκουσα φωνές, αστραπές, αντίλαλους, μα ήθελα να ακούσω λίγο ακόμα τις φωνές των δυο δικών μου απαρτιζόμενων προσώπων.

 

Είδα τον εαυτό μου να μεγαλώνει και χάρηκα, γιατί η κάθε ζωή αξίζει.

 

Προχωρούσα...

και προχωρούσα….

και προχωρούσα…..,

χαμένη στον δρόμο που οδηγούσε σε ένα μονοπάτι της ζωής, που με οδήγησε στο παρόν μου.

 

Θυμήθηκα μαθήματα, αναπαρέστησα παθήματα, χόρεψα επάνω σε ένα πέτρινο παγκάκι, διάβασα λίγα κίτρινα φύλλα μιας παλιάς φυλλάδας, που κάποιος ξέχασε σε μια γωνιά, βρήκα ένα ρολόι και το φόρεσα. Το έβαλα αριστερά να χτυπάνε οι δείχτες του κοντά στην καρδιά μου.

 

Είδα κάποια γνώριμα μαλλιά, είδα ραγισμένα γυαλιά, είδα μια γάτα να την κυνηγά ο σκύλος και ένα ποντίκι να κυνηγά τον σκύλο και τη γάτα.

Γέλασα, γέλασα τόσο πολύ και ακόμη δηλαδή γελάω.

 

Περπατούσα ανάμεσα σε κάτι θάμνους και κάθε φορά που συναντούσα κάποιο νέο λουλούδι, εμένα εκεί να το παρατηρώ και να θέλω να το αγγίξω.

 

Δε με ένοιαζαν τα αγκάθια, δε με ένοιαζαν.

Μπορούσαν ανέκαθεν να με τρυπήσουν, μα μπορούσα και εγώ με τη σειρά μου να τα κόψω. Το κυριότερο όμως ήταν πως με την κατάλληλη «προπόνηση» ακόμη κι αυτά μπορούσα να τα αγγίξω.

 

Είδα ένα λευκό στυλό και θέλησα να το κρατήσω.

Είδα και ένα λευκό χαρτί, μα είχε αίματα επάνω, αίματα, που ήξερα πως στην ουσία μόνο εγώ μπορώ να αντικρίσω.

Τα σκούπισα, τα σκούπισα με τα δάχτυλα και λέρωσα το χαρτί περισσότερο ακόμα.

Ώσπου είδα μια λάμψη στο στυλό και θέλησα να γράψω.

 

Κάτι έγραψα, κάτι αληθινά δικό μου, δάκρυσα και το μουτζούρωσα αμέσως.

Τρέχοντας έφυγα, μα βρέθηκα σε ένα φωτεινό μπαλκόνι και είχε, είχε γράμματα πολλά και είχα μια χαρά ανεξήγητη, μα ήταν δική μου όλη. Πόσο ήθελα να τη μοιράσω. Ευθύς ξεκίνησα και δεν έχω σκοπό να τελειώσω…

 

Προχωρούσα...

και προχωρούσα….

και προχωρούσα….., φοβισμένη σε ένα κάστρο, που ίσως οδηγεί στο μέλλον μου, στον αβέβαιο κόσμο τούτο.

 

Το είδα σκοτεινό στην αρχή και φοβήθηκα, μα είχα την τόλμη να το πλησιάσω και από κοντά διαπίστωσα πως είναι τόσο όμορφο, τόσο προσεκτικά φτιαγμένο, έχει τόση παιδικότητα και αθωότητα, που θέλω για πάντα εδώ να κατοικήσω.

 

Έχει θέα θάλασσα, έχει φυτά πολλά, έχει αυλή, έχει κήπο, έχει δάσος.

Έχει γαλάζιο ουρανό, έχει τραγούδια από τα ζώα και εικόνες της φύσης που μοιάζουν με τοπία και μέρη άπιαστα, ιδανικά για μια συνθήκη απίστευτης ψυχολογικής ηρεμίας.

 

Άκουσα ξάφνου ήχους φωνών και κατάλαβα ότι ανήκουν σε ανθρώπους.

Έχω πολλά δωμάτια, σκέφτομαι, μπορώ να τους φιλοξενήσω.

 

Έχω θέληση, πίστη, όραμα, φλόγα μιας κέρινης οπτασίας.

Έχω ψυχή με φωνή αλύγιστη, έχω πίστη και αγάπη στους ανθρώπους, έχω καρδιά, που λυγά, μα μπορεί να ανασταίνεται στον πιο βαθύ και άδικο πόνο.

Έχω πολλά, όπως έχετε και εσείς και θέλω να τα μοιραστώ μαζί σας.

 

Έχω τα πάνω μου, τα κάτω μου, τις όμορφες, μα και τις άσχημες στιγμές μου.

Έχω ό,τι έχουνε οι άνθρωποι, δε διαφέρω, δεν ξεχωρίζω, διότι πάνω απ’ όλα έχω αυτογνωσία.

 

Πάντα υπεράσπιζα πως το να νομίζεις πως είσαι κάτι σε αυτήν τη ζωή είναι αυτογνωσία, το να νομίζεις πως είσαι το παν είναι αυταπάτη.

 

Είμαι άνθρωπος.

Σαν εσάς.

Και χαίρομαι για όσους μπορούν να ελπίζουν ακόμη.

 

Προχωρούσα...

και προχωρούσα….

και προχωρούσα…..,

 

Και

 

Προχωράω…

και προχωράω ….

και προχωράω…..,

 

Μαζί με τους συνανθρώπους μου στη κοινωνία που ζω, συνεχίζω να προχωράω.

Μάχομαι, ελπίζω, διαφωνώ, συζητώ, σέβομαι, μα προχωράω.

 

Προχωράω…

και προχωράω ….

και προχωράω…..,

 

Μόνη μου κάποιες φορές, μα και με διάφορους συνανθρώπους μου παράλληλα, συνεχίζω να προχωράω.

 

Και…

 

Προχωράω…

και προχωράω ….

και προχωράω…..,

 

Φτάνω σε μια ακρογιαλιά, έχει το δείλι που αγαπώ και λατρεύω πάντα.

Έχει ένα μεθυστικό ηλιοβασίλεμα και μια θάλασσα με ένα γλυκό και ήρεμο φάρο.

Εχει όστρακα, βότσαλα, ψιλό χαλίκι και μια γλυκιά θολούρα ανεξάρτητης μοναξιάς.

 

Προχωράω…

και προχωράω ….

και προχωράω…..,

αμέριμνη προχωράω στη λασπωμένη άμμο και οι πατούσες μου διαγράφουν μια σπαρταριστή, ακανόνιστη πορεία.

Οι μικρές μου πατούσες…

 

Είμαι ένα μικρό κοριτσάκι,

Φοράω ένα ανοιχτόχρωμο πορτοκαλοκαφέ φορεματάκι και παίζω με ένα ξύλο που κρατώ, γράφοντας το όνομα μου στην άμμο. Χαράζοντας μια αγνή, παιδική πορεία.

 

Είμαι παιδί φωνάζω και γελώ, όταν ξάφνου ο ήλιος δύει και δείχνει να χαμογελάει τρυφερά κι αυτός μαζί μου.

Σκύβει και μοιάζει να μου φορά ένα στέμμα στα μαλλιά.

Είμαι η μικρή βασίλισσα ενός παραμυθιού, που δε λέει να σταματήσει.

 

Ένας γλάρος έρχεται από πέρα μακριά και με «αιχμαλωτίζει».

Έρχεται. Πρέπει να προφτάσω να ετοιμαστώ, πρέπει κάπου να με αφήσει..

 

Σε έναν κόσμο νέο, ουτοπικό, που ονειρεύομαι, ελπίζω, μα πάνω απ’ όλα είμαι έτοιμη να αγγίξω, να ζήσω, να αφουγκραστώ.

 

Προς τη μεριά του γλάρου προχωρώ και έχω ήδη μεγαλώσει. Είμαι μια νεαρή κυρία και έχει πλάκα, όλο αυτό έχει τόσο πλάκα, που θέλω να γελάσω δυνατά και να σηκώσω δυνατό, στροβιλιστό αεράκι.

Φοράω φόρεμα λευκό, καπέλο και γυαλιά ηλίου.

Παίζω στη θάλασσα με το νερό και ο αφρός που σχηματίζει μου θυμίζει επουράνια λάμψη, μα και γλυκιά μελαγχολία.

 

Μα πριν λίγο ήμουνα παιδί και ο ήλιος έδυσε, τώρα μεγάλωσα και ο ήλιος ανατέλλει.

Πόσο μοιάζουμε τελικά. Πόσο ηθελημένα μπορείς να συμβολίσεις τον κόσμο όλο.

 

Έφτασε.

Ο γλάρος έφτασε.

Αφήστε με να ταξιδέψω

Και κάντε και εσείς το ίδιο μαζί μου.

 

Με το δικό σας γλάρο.

Και εγώ μπορώ να σας κοιτώ.

Και να χαμογελώ.

Μου αρκεί.

Στην ουσία πάντα μου αρκούσε.

 

Προχωράω…

και προχωράω ….

και προχωράω…..,

 

Παρέα με το δικό μου γλάρο προχωράω, δεν πετάω απλώς, ανακαλύπτω, ανασαίνω, προβληματίζομαι, ελπίζω, κατανοώ, ορθώνω ανάστημα, παλεύω, ΖΩ!

 

~~ Kαι Προχωρούσα - Κική Κωνσταντίνου

(Οι Φεγγίτες της Ζωής μου)

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΓΙΑ ΤΗΝ ΞΑΔΕΡΦΑΡΑ ΜΟΥ ΜΕ ΑΓΑΠΗ!

Εκφραστικοί μου φίλοι, καλημέρα! Τί μου κάνετε, είστε όλοι καλά; Εγω μια χαρά. Καταιγισμός γενεθλίων το τελευταίο διάστημα βρε παιδιά! Πολύ με χαροποιεί αυτό! Ευχές, ευχές, ευχές! Μ' αρέσουν οι ευχές! Σήμερα λοιπόν θέλω και εγώ να δώσω τις ευχές μου σε ένα αγαπημένο μου πρόσωπο, με ένα ιδιαίτερο θα έλεγα τρόπο! (Είμαι σίγουρη πως όταν η ξαδέρφη μου δει αυτή την ανάρτηση θα γουρλώσει το μάτι πίσω από τα γυαλιά, θα βγάλει τη γλώσσα έξω απο αμηχανία, θα βγάλει μια κραυγή απόγνωσης και θα κρυφτεί όπου βρει πρόχειρα εκεί τριγύρω χαχαχαχα) (Ιωάννα σα να είμαι εκεί και να σε βλέπω νοιώθω - πολύ το διασκεδάζω! :P) Σκορπίνα λοιπόν η ξαδερφάρα μου! Δυναμική προσωπικότητα, όσο κι αν δε το δείχνει με τη πρώτη ματιά!  Σήμερα λοιπόν, το κορίτσι μου έχει γενέθλια και εγώ δε θα μπορούσα να μη κάνω ανάρτηση μοναχά για πάρτη της! Τόσα έχει κάνει εκείνη για μένα, ας κάνω και εγώ κάτι μικρό αυτή τη φορά! ;) Χρόνια πολλά λοιπόν σε σένα που όταν ήμουνα μικρή με έβαζες να

ΔΙΑΦΟΡΑ ΝΕΑ ΤΗΣ ΜΠΛΟΚΟΓΕΙΤΟΝΙΑΣ ΜΑΣ

Κρατώ στα χέρια μου το Λογοτεχνικό Ημερολόγιο 2020 απο το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλλονιάς "Κέφαλος" , όπου συμμετέχω με τρία έργα μου. Ξεφυλλίζοντας το, ανάμεσα σε τόσους δημιουργούς και έργα, νιώθω υπερήφανη και ευγνώμων. Τα συγχαρητήρια μου, σε όλους! Eπίσης, ΕΔΩ, μπορειτε να διαβασετε μια υπέροχη συνέντευξη του δικού μας "Σκρουτζάκου"  Giannis Koutris !! Συγχαρητήρια αγαπημένε μου φίλε! Ακόμη, σας έχω δύο εξαιρετικές προτάσεις, δικών μας πάλι, αγαπημένων προσώπων! "Στα παπούτσια των άλλων¨" το νέο βιβλίο της Μαρίας Κανελλάκη, εκδ. 24γραμματα Ανατομικές ιστορίες παντός καιρού και εδάφους, σε ποικιλία δερμάτων και χρωμάτων, για όλες τις (χ)ώρες και για όλα τα πέλματα. Η νέα τάξη υποδημάτων θέλει έντονες αντιθέσεις και άτολμους βηματισμούς. Σ’ αυτό το καλαπόδι κατασκευάστηκαν και οι ιστορίες του βιβλίου. Ψηλοτάκουνες γόβες για «φλατ» ήρωες και παπούτσια γδαρμένα για ανθρώπους-λουστρίνια. Ολοκαίνουργια

ΚΑΛΟ ΜΗΝΑ ΜΕ ΚΑΠΟΙΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ.

Καλημέρα και καλό μήνα! Εύχομαι ολόψυχα αυτός ο μήνας και όχι μόνο αυτός φυσικά, να έχει χαρμόσυνες ειδήσεις για όλους μας. Και επειδη σήμερα είναι η αρχή ενός νέου η μήνα, η αρχή μιας νέας εβδομάδας και γιατί όχι η αρχή μιας καλύτερης ζωής, θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας καποια αποσπάσματα από ένα δοκίμιο που έγραψα μόλις αλλα για διάφορους λόγους δε θα το αναρτήσω ακόμη ολοκληρωμένο. " Η ψυχή των ανθρώπων φαντάζει στο νου μου ως ένα μικρό (εξωτερικά) θησαυροφυλάκιο. Η καρδιά είναι το κουτί του θησαυρού, το μυαλό είναι το λουκέτο του και τέλος τα συναισθήματα και οι αξίες των ανθρώπων είναι τί άλλο; Μα φυσικά το περιεχόμενο του θησαυρού! Ο ίδιος ο θησαυρός αν θέλετε." " Ο άνθρωπος γεννήθηκε για να προσφέρει και εμείς νομίζουμε πως υπάρχουμε για να λάβουμε. Ναι να λάβουμε, μόνο όταν μάθουμε να προσφέρουμε. Και προσφορά δεν είναι «δίνω» ότι υλικό αγαθό μου περισσεύει, είναι μαθαίνω να μάχομαι, να αναγνωρίζω, να θαυμάζω και να βοηθάω τον συνάνθρωπό μου. "