Σήμερα θα παίξουμε κρυφτό, εντάξει;
Θα γίνουμε παιδιά και θα τρέξουμε και πάλι στις αλάνες της γειτονιάς μας.
Θα γίνουμε το «περιεχόμενο» μιας ασπρόμαυρης φωτογραφίας κάδρου, που απεικονίζει μια στιγμή των παιδικών μας χρονών. Εκείνων των χρόνων, που οι επόμενες γενιές δε θα έχουν τη δυνατότητα να γνωρίσουν, γιατί η τεχνολογία δε θα τους το επιτρέψει. Κι είναι τόσο άδικο και κρίμα αυτό.
Όσοι ζούνε επαρχία, έχουνε ακόμη μία ευκαιρία.
Όσοι ζούνε σε μεγαλουπόλεις έχουνε ακόμη μια ευκαιρία, μόνο αν οι μεγάλοι πραγματικά θελήσουν. Όχι να γίνουνε παιδιά, να δείξουνε στα παιδιά. Να δείξουνε το κάδρο της αποκλειστικής διαδρομής τους και να θυμηθούνε το πόσο χαρούμενοι υπήρξαν κάθε φορά που έγδερναν ή μάτωναν τα γόνατα στο λασπωμένο χώμα μιας μισογκρεμισμένης αλάνας.
Αχ αυτές οι αλάνες!
Σα γούρνες με νερό που λάσπιζαν τα όμορφα παιδικά παπούτσια. Κι οι μανάδες φώναζαν, μα τα λυτά κορδόνια ήτανε καφέ και θύμιζαν παιδικό παιχνίδι στο έδαφος που μας ανήκει.
Παιδικό παιχνίδι.
Τι όμορφη στιγμή.
Είπαμε.
Σήμερα θα παίξουμε κρυφτό.
Θα γίνουμε παιδιά και θα ριχτούμε με τα μούτρα στο μέτρημα των κόπων της ζωής και του καθημερινού αγώνα επιβίωσής μας.
Θα γίνουμε παιδιά είπα;
Όχι πάντα θα είμαστε παιδιά! Όσο υπάρχουνε γονείς στον κόσμο, θα υπάρχουν οι νέοι, η εφηβεία, η ωριμότητα, η ανθρωπιά;;!!
Θα αφήσω ένα παιδί ελεύθερο να τρέξει σε μια πράσινη αλάνα κρατώντας σφιχτά ένα μεγάλο, γαλάζιο, στρογγυλό μπαλόνι.
Θα το κοιτάζω να ταξιδεύει ανέμελο και θα περιμένω με χαρά τα επόμενα ενήλικα παιδιά να έρθουν τρέχοντας με το δικό τους πολύχρωμο ή και μονόχρωμο (τι σημασία έχει άλλωστε;) προσωπικό μπαλόνι.
Φοράω τις παιδικές μου φόρμες.
Ξέφτισαν στον χρόνο που περνούσε ως ταξιδευτής ποικίλης, κάποιες φορές, ειρωνείας, μα είπα πως, κι ας μη μου κάνουνε, παλιάτσος θα γενώ και θα φορέσω τις φθαρμένες, ασπρόμαυρες, ριγέ μου κάλτσες.
Θα δέσω τα πράσινα κορδόνια μου ελαφρά, για να έχουν τη δυνατότητα να λυθούνε! Θέλω να θυμηθώ πώς είναι να μου πατάει ο μικρός το πλαϊνό κορδόνι και εγώ άξαφνα να παραπατώ και να σκέφτομαι ένα ωραίο πείραγμα, δήθεν για να αντιδράσω.
Θα ρίξω μια φευγαλέα ματιά στον καθρέπτη του διαδρόμου και θα χαρώ που το πρόσωπό μου είναι όπως μου το έπλασε η Μάνα - Φύση! Και θα μ’ αρέσει γιατί είμαι εγώ και είναι όλα όσα θα γίνω! Έγινα! Ξέχασα! Υπήρξα! Θα ανακαλέσω πάλι!
Θα βρεθώ στην κουζίνα βιαστικά, θα αρπάξω με μανία ένα μπισκότο. Θα φιλήσω τον μπαμπά, θα τσακωθώ με τη μαμά, θα χαϊδέψω το κεφάλι του μικρού αδερφούλη, θα πιω το γάλα βιαστικά, γελώντας με την έκφραση της Γυναίκας που Δώρο Ζωής μου έδωσε και θα χαθώ στους διαδρόμους που ονομάζω διαφυγή σε έναν άλλο κόσμο.
Έχω κατεβεί ήδη στην αυλή και χαίρομαι που δεν ακούω ακόμη τη φωνή σου, μα είναι κάτι που ήξερα πως έτσι κι αλλιώς θα γίνει.
Φωνάζεις! Σταματώ! Επιστέφω!
Έχεις ήδη βγει στο μπαλκόνι και παραπονιέσαι με έναν τρόπο, που με κάνει να θέλω να γελάσω για το μπουφάν που δήθεν ξέχασα στον όμορφό μας καναπέ.
Μα δεν το ξέχασα θέλω να απαντήσω. Το άφησα γιατί είναι περιττό. Πνίγω τη σκέψη μου και ανοίγω τα χέρια για να πιάσω το ύφασμα που μόλις μου πέταξες κάτω, για να μην κρυώνω.
Το παίρνω κι ας ξέρω πως στο επόμενο στενό θα το έχω ήδη βγάλει.
Μοιάζεις καθησυχασμένη κι ας ξέρεις πως το πιο πιθανό είναι να βρεθεί πεταμένο σε μια γωνία, μέχρι να το φορέσω, όταν θα έχω σκοπό να επιστρέψω σπίτι.
Ας είναι! Το φοράω και έχω ήδη εξαφανιστεί για έναν κόσμο γεμάτο από αληθινή ουτοπία! Και δε θα είμαι μόνη σε αυτόν. Θα είσαι και εσύ μαζί μου!
Αλήθεια, θυμάσαι;
Τον θυμάσαι αυτόν τον κόσμο;
Σου έχει μείνει κάτι από την παιδική, αγνή ηλικία;
Όσο κι αν κράτησε, σου έχει μείνει κάτι;
Θες μαζί μου να προσπαθήσεις να το ανακαλύψεις;
Ανατρέχεις τον χρόνο στις χαμένες στιγμές;
Ανατρέχεις τον χρόνο σε όλους εκείνους τους εκούσιους κινδύνους;
Κι υπήρξαν όντως;
Και τους αντιμετώπισες;
Προσπέρασες απλά ή ξέχασες πως τότε δε φοβόσουν να ριχτείς σε κάθε νέα μάχη που προϊδέαζε ένα νέο, περίεργο ή ιδιαίτερο παιχνίδι;
Έχω βρεθεί σε ένα μικρό, κακοσχηματισμένο δρομάκι που είμαι ευγνώμων που το έχω τόσο κοντά στο σπίτι μου και βλέπω πόρτες σπιτιών διάπλατες να ανοίγουνε και να εμφανίζονται άνθρωποι μικροί, που ξέρω πως ήρθαν σε έναν κόσμο, που άλλοι έχτισαν για εμάς, μα ξέχασαν πως οι βάσεις δεν είναι ένα μπετόν ή ένα στήριγμα απλά, είναι όμως μια ελιά και ένα θυμάρι.
Μαζευτήκαμε πολλά μικρά – μεγάλα παιδιά και η χαρά μας είναι τόση.
Θέλω να υψώσω στον ουρανό ένα χαμόγελο, μα δεν ξέρω αν ήρθε η ώρα να το «ξαποστείλω»!
Στα στενά μιας μισογκρεμισμένης γειτονιάς βρεθήκαμε και ο δρόμος μυρίζει λάσπης το άσπονδο τσιμέντο. Μου αρέσει αυτή η μυρωδιά, γιατί θυμίζει σίδερο επάνω σε ένα μάρμαρο ενός καφέ αλόγου, που είναι στρατιώτης μιας μάχης που κάποιος έδωσε για να μπορώ να πατώ το χώμα, που χρόνια αργότερα θα αποκαλέσω απλώς στιγμή μιας επαρχίας.
Στη μέση εγώ. Τριγύρω κόσμος. Φίλοι, συνεπιβάτες μιας στιγμής, συνάδελφοι σε ένα παιχνίδι καριέρας δίχως τέλος.
Γύρω αθώοι, δήθεν, περαστικοί να κοιτούν τη μάζα των παιδιών σα να ’ναι η φωλιά του λύκου, μα το κλαρί που φέρνω για τα πρόβατα είναι ικανό να με αναπροσδιορίσει.
Είμαι παιδί και κρατώ ακόμη το μπαλόνι.
Είσαι παιδί και στέκεσαι απέναντί μου.
Έχεις και εσύ μπαλόνι στο χέρι σου, μια φούσκα, που κάποτε θα σκάσει στη ζωή σου.
Μια πλανόδια οπτασία, που δείχνει όνειρο φυλακισμένων ονείρων, που ψάχνει να βρει διαφυγή, μα ο ουρανός είναι απλώς μια φωλιά χελιδονιού, που έγινε «σκεπή» για όσους έμειναν έξω από εκείνο το νέο, ουτοπικό τους κόσμο.
Στρέφω το βλέμμα στον ουρανό.
Ακόμη κι αν τον βλέπεις γκρίζο, μπορώ να τον ταυτίσω με το γαλάζιο της σημαίας μου.
Ακόμη κι αν τον ήλιο τον κρύψανε τα σύννεφα, μπορώ να τον ζωγραφίσω με μαρκαδόρο ή τέμπερα, προσθέτοντάς του μάτια για να δει και στόμα για να μιλήσει ή να χαμογελάσει.
Ακόμη κι αν τους γλάρους τους έδιωξε το πιο πολεμοχαρές αεροπλάνο, μπορώ να φέρω την Άνοιξη με εκατομμύρια λευκές πεταλούδες. Και μπορώ με ένα μόνο μου νεύμα.
Κι αν το κάδρο της γειτονιάς μου το στολίζει ασπρόμαυρο χρώμα, μπορώ να κάνω μία «Πάφ», να ανοίξω διάπλατα τα χέρια μου και να αφήσω ελεύθερο το γαλάζιο μου μπαλόνι και καθώς το βλέπω να ανυψώνεται στον ουρανό να ξέρω πως αφήνει πίσω του κι από μία νέα φωτοβολίδα. Μια φωτοβολίδα από μόνη ονόμασα οβίδα νάρκης πολέμου, που προέκυψε με χρώμα μέσα από τη βία! Μια φωτοβολίδα, «χρωμοβολίδα» δηλαδή, όχι όμως με φως αλλά με χρώμα αστραφτερό, χρυσό, της μέρας.
Και κάπως έτσι το κάδρο μιας περασμένης ή επερχόμενης ζωής ζωγραφίζεται με νέα χρώματα μέσα.
Και σχηματίζεται σιγά σιγά.
Ταπεινά! Αθόρυβα! Πρόχειρα!
Μα παίρνει νέα μορφή μέσα από το ιδιόρρυθμα αναμεμειγμένο, δικό μου «χρώμα!»
Και ξάφνου «Πάφ», όμοια μπαλόνια σπάσανε, ανυψώθηκαν σε έναν ξέφρενο αέρα και χόρεψαν ταγκό σε πολιορκημένο, αγάπης, εναέριο χώμα.
Κι αν κάποιοι χρησιμοποιούν λίμνες με φαναράκια, για να χαιρετήσουν κάποιες ψυχές αθώες…. σήμερα τις καλωσορίζουμε μαζί, δημιουργώντας νέους, ουράνιους χάρτες.
Εικόνες που εισέβαλαν σε έναν ουρανό, που ακόμη και ο τυφλοπόντικας θέλει να βγει από το λαγούμι του, για να τον καλωσορίσει.
Και τώρα, που ο δρόμος της αλάνας «επισκευάστηκε», ας παίξουμε κρυφτό από όλες τις επώδυνες, ανώνυμες, νοήμονες, ευθύνες.
Σήμερα θα «φυλάξω» εγώ. Θα παραμονεύσω σε έναν πελώριο, μη ουτοπικό αυτή τη φορά, παιχνίδι. Αργότερα θα βρεθείς στη θέση μου εσύ, εγώ θα τρέξω να κρυφτώ να μη σε καλωσορίσω, μα θα παίξω. Θα παίξω για άλλη μια φορά γιατί αν η ζωή ήτανε παιχνίδι θα ηταν σίγουρα κάτι αθώο παιδικό και το κρυφτό ποιος δεν το έχει ζήσει;
Σε όλες του τις εκδοχές, επωμίζοντάς του όλες τις καίριες, εσωτερικές ευθύνες.
Παίρνω τη θέση μου σε μια γωνιά. Τα υπόλοιπα παιδιά διάσπαρτα τριγύρω. Τα ακούω να σιγομιλούν και προσποιούμαι, δήθεν, ότι δεν ακούω. Ήδη φαντάζομαι τις κρυψώνες τους. Ήδη ξέρω ποιες θέσεις θα προτιμήσουν. Πολλές από αυτές θα είναι και δικές μου.
Και ξεκινώ:
Μετράω με ρυθμό και μια φωνή παιδική μου λέει μέχρι τα εκατό.
5….
10….
15….
Μια παύση να χαμογελάσω!
20….
25….
30….
Μια παύση για να καταπιώ..!
35….
40….
45….
Μια παύση να ακουμπήσω το χέρι στον τοίχο…!
50….
55….
60….
Μια παύση για να θυμηθώ σε ποιόν δικό μου «δρόμο» ανήκω...!
65….
70….
75….
Μια παύση για να ανασάνω επειδή κουράστηκα ή έχω κουραστεί από ώρα…!
80….
85….
90….
95….
Μια παύση επειδή ο χρόνος πίσω μου σβήνει…!
Και
100….
Μόλις συνειδητοποίησα ότι το παιχνίδι της αναζήτησης έχει αρχίσει εδώ και ώρα!
Ανοίγω τα μάτια μου γοργά και ψάχνω τριγύρω να βρω τους συμπαίχτες μου, έχοντας την ανάγκη να τους κερδίσω.
Θέλω να τρέξω να τους βρω, να ανακαλύψω και να τους βγάλω από τις προσωπικές τους κρυψώνες, μα ξέρω πως ο αντίπαλος θα εχει πάντα στην «τσέπη» το δικαίωμα για το εισιτήριο της φτου ξελευθερίας, που τη συγκεκριμένη στιγμή δε θέλω να ακούσω γιατί, ναι, ομολογώ θέλω να κερδίσω το παιχνίδι, για να βρεθώ σύντομα στη θέση του άλλου παίχτη.
Τι σημασία έχει πόσους παίχτες θα καταφέρω να βρω, αφού όλοι συμπαίχτες είμαστε στο ίδιο το παιχνίδι; Τι σημασία έχει από ποια σκοπιά φυλάς της ελευθερίας το ξεκάθαρο θησαυρό, όταν στη μάχη αυτή θα ριχτώ με την εκάστοτε θέση μου και εγώ, στην πορεία της στιγμής, που χίλιες φορές βαφτίζαμε ερήμην.
Πόσους θα ανακαλύψω, πόσοι με ανακαλύψανε, πόσους θα ελευθερώσω, πόσοι θα με ελευθερώσουνε, τι σημασία έχει; Αφού μαζί θα είμαστε, μαζί θα συζητάμε, μαζί θα τσακωνόμαστε και μαζί θα επιστρέφουμε καταϊδρωμένοι και καταλερωμένοι το βράδυ σπίτι;
Ο καθένας μόνος μπορεί να δεχτεί μια ποινή ή μία τιμωρία, που θα του επιβληθεί στο σπίτι, μα πάλι αύριο μεθαύριο όλοι μαζί θα είμαστε, να μοιραστούμε τη στιγμή, που λίγοι μπορούν να καταλάβουν δίχως να χρειαστεί να κοιτάξουνε στο βάθος. Στο βάθος μιας σκιάς, που βαφτίζει τον κόσμο με παιχνίδι, μα ξεχνάει πως ακολουθεί με τον τρόπο της τα άυλα σώματα πολλών ανθρώπων.
Σήμερα παίξαμε κρυφτό!
Κρύφτηκα στο εσωτερικό μου!
Ελευθέρωσα μια σκέψη, μια στιγμή!
Μου αρκεί που αναπολώ ακόμα!
Δεν ευγνωμονώ απλώς, είμαι μέλος της εκάστοτε προσωπικής μας ευλογίας.
Μοιράζομαι, δέχομαι, κατανοώ!
Κρύβομαι, μα έχω το δικαίωμα να ελευθερώσω, να ελευθερωθώ, να κρύψω ή να φανερωθώ και να ζητήσω άλλον έναν γύρο ακόμα.
Κι ας είναι ο τελευταίος.
Κι ας μεγαλώσω. Δε φοβάμαι πια!
Δεν ντρέπομαι να νιώσω παιδί, ντρέπομαι που οι άλλοι ξέχασαν πως είναι.
~~ Το Κρυφτό - Κική Κωνσταντίνου
(Οι Φεγγίτες της Ζωής μου)
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
ΕΚΦΡΑΣΟΥ ΚΑΙ ΕΣΥ