«Παππού, ποια είναι η κυρία;» Η ερώτηση τον ξάφνιασε. Γύρισε και είδε το μικρό, μισοκοιμισμένο, να του δείχνει ένα πορτρέτο, που κοσμούσε τον απέναντι τοίχο, του δωματίου. Ένα ηλιοβασίλεμα. Μια γυναίκα με λευκά ρούχα, λευκό καπέλο, λευκά γάντια, λευκή ομπρέλα, μια μικρή βαλίτσα στα πόδια της, να το χαζεύει. Δεν φαινόταν το πρόσωπο της γυναίκας, σε κέρδιζαν όμως, τα κεχριμπαρένια σκουλαρίκια της, εκείνα φαινόταν καλά. Λες και είχε δοθεί έμφαση, εκεί, για κάποιο λόγο. Και μια γαλάζια, γαλήνια θάλασσα. Και μια πρύμνη. Και το πιο ψηλό κατάστρωμα Και το πλοίο, να ταξιδεύει. Ο παππούς χαμογέλασε. «Είναι η Αγάπη» Πρόφερε ένα ένα τα γράμματα σταδιακά και γλύκανε ο κόσμος όλος. «Και που είναι τώρα;» Ρώτησε αυθόρμητα ο μικρός. «Ταξιδεύει και γλυκαίνει τους ανθρώπους» Πρόφερε με ευλάβεια ο παππούς και κλείνοντας το φωτάκι, άδειασε τον χώρο. Ο μικρός κοιμήθηκε. Ο παππούς επέστρεψε, κοίταξε τον μικρό και ένιωσε ευλογημένος. Στράφηκε στην ηρω