Ο «ζητιάνος» κοίταξε το ρολόι του καμπαναριού της εκκλησίας και διαπίστωσε ότι η ώρα ήταν επτά το απόγευμα. Είχε ήδη αρχίσει να σουρουπώνει και η κίνηση είχε λιγοστέψει αρκετά. Ξαφνιάστηκε όταν αντίκρισε μια ποδοσφαιρική μπάλα να συγκρούεται με τα πόδια του. Έπιασε τη μπάλα και ανασήκωσε το βλέμμα του. Ένα παιδάκι, γύρω στα δεκατέσσερα έτη, στεκόταν λαχανιασμένο και ιδρωμένο μπροστά του.
«Συγνώμη αν σας χτύπησε η μπάλα. Μου ξέφυγε από τα χέρια καθώς επέστρεφα σπίτι μου.»
«Δε πειράζει αγόρι μου. Ορίστε, παρ’ τη και πήγαινε γρήγορα σπίτι να αλλάξεις γιατί θα κρυώσεις. Είσαι και ιδρωμένος απ’ ότι βλέπω…»
«Ναι έπαιζα μπάλα με τους φίλους μου,» απάντησε ο μικρός.
« Γιατί με κοιτάζεις αγόρι μου;» Ρώτησε γλυκά ο σκυθρωπός κύριος.
«Τραγιάσκα μαύρη σα τη δική σας φορούσε και ο δικός μου παππούς… πριν πεθάνει.» Απάντησε μελαγχολικά ο μικρός.
«Λυπάμαι αγόρι μου… θα σου λείπει πολύ ε;»
« Ναι πολύ αλλά κάθε φορά που κλείνομαι στο δωμάτιο μου και κλαίω, έρχεται η μαμά με αγκαλιάζει και μου λέει ότι ο παππούς με βλέπει από κει ψηλά και δε θέλει να κλαίω γιατί στεναχωριέται.»
«Έχει δίκιο η μαμά σου! Πρέπει να γελάς για να είναι ευτυχισμένος και ο παππούς σου!»
«Μοιάζετε λίγο! Έτσι γλυκά μιλούσε και εκείνος.»
«Πώς τον έλεγαν το παππού σου;» Ρώτησε το μικρό χαμογελώντας.
«Χαραλάμπη….»
«Εσένα μικρέ;»
«Μανώλη με λένε. Πήρα το όνομα του άλλου παππού. Εσάς;»
«Ντίνο με λένε,» αποφάνθηκε χαμογελώντας τρυφερά.
«Ντίνο λέω το σκύλο μου,» είπε ο μικρός ξεσπώντας σε ξεκαρδιστικά γέλια στα οποία παρέσυρε μαζί και το μεσήλικα κύριο.
«Δε κρυώνετε με τα τρύπια γάντια και τα τρύπια ρούχα;» Ρώτησε ο μικρός.
«Λίγο κρυώνω αλλά αντέχω ακόμα,» απάντησε χαμογελαστά ο μεσήλικας κύριος.
«Πού μένετε; Δε σας έχω ξαναδεί εδώ κοντά και ξέρετε εγώ τη ξέρω καλά αυτή τη γειτονιά»
«Μένω λίγα τετράγωνα παρακάτω»
«Κοντά στο φούρνο του κυρ Μιχάλη;»
«Ναι…»
«Φτιάχνει ωραία κουλούρια αυτός»
«Δε ξέρω… δε τα έχω δοκιμάσει.» Τόνισε κουνώντας δύσπιστα τους ώμους.
«Ορίστε,» είπε ο μικρός βγάζοντας από το ποδοσφαιρικό του σάκο μια τσάντα με 4 κουλούρια από το φούρνο του κυρ Μιχάλη.
« Τι είναι αυτά;»
« Είναι κουλούρια από το φούρνο του κυρ Μιχάλη. Εγώ τρώω κάθε μέρα σχεδόν, αυτά πάρτε τα εσείς να δοκιμάσετε και να μου πείτε τη γνώμη σας αύριο που θα ξαναπεράσω από εδώ.»
« Σ’ ευχαριστώ πολύ, είπε ο χαμογελαστός και λαμπερός πια κύριος!
«Αύριο το απόγευμα θα σας φέρω και κασκόλ και γάντια του παππού μου για να σας κρατάνε ζεστό!»
«Όχι αγόρι μου δε χρειάζεται…. Εμένα πια με κρατάει ζεστό ο «καυτός» σου λόγος….»
Το παιδί έδειχνε να μη καταλαβαίνει αλλά αδιαφόρησε. Τον καληνύχτισε θερμά και έκανε να φύγει όταν ο «ζητιάνος» κατά πολύ κόσμο, του είπε πως θέλει να του δώσει κάτι πολύτιμο γι’ αυτόν πριν φύγει για το σπίτι του.
Έβγαλε από τη χιλιομπαλωμένη γκρι τσέπη του παντελονιού του ένα μικρό βυσσινί κουτάκι από αυτά που συνήθως κρύβουν κοσμήματα. Το κοίταξε ευλαβικά και το προσέφερε στο μικρό παιδί.
«Αυτό είναι για σένα! Να το προσέχεις με όλη σου τη δύναμη και αν κάποτε χρειαστεί να το δωρίσεις και εσύ κάπου, να ψάξεις να βρεις κάποιον, που θα το αξίζει πραγματικά.
« Τι είναι αυτό;» Ρώτησε όλο απορία ο μικρός.
«Άνοιξε το Μανώλη και θα δεις.» Τον προέτρεψε με τη κίνηση των δαχτύλων του.
Ο μικρός Μανώλης άνοιξε βιαστικά το κουτί και άνοιξε ορθάνοιχτα το στόμα του όταν διαπίστωσε πως μέσα σε αυτό βρισκόταν ένα μικρό πράσινο πετράδι σε σχήμα κλειδιού.
« Τι είναι αυτό; Αυτό λάμπει και μοιάζει να είναι πανάκριβο.» Είπε εκστασιασμένος ο μικρός από τη λάμψη του πετραδένιου κλειδιού. «Πράγματι είναι πανάκριβο αλλά όχι λόγω της λάμψης του αλλά λόγω της ιδιότητάς του.»
«Δηλαδή;»
«Αυτό το «πολύτιμο» κλειδί υπάρχει για να ξεκλειδώνει τις καρδιές των ανθρώπων που είναι γεμάτες με καλά αγαθά, όπως είναι η δική σου αγόρι μου.»
«Δε καταλαβαίνω…,» απάντησε με δυσφορία ο μικρός.
«Κάποια στιγμή θα καταλάβεις, αποφάνθηκε ο Ντίνος, χαϊδεύοντας απαλά το μάγουλο του μικρού και σηκώθηκε από το παγκάκι για να φύγει μιας και που τώρα η «αποστολή» του είχε εκτελεσθεί με απόλυτη επιτυχία.»
«Μα δε μπορώ να το κρατήσω,» τόνισε ο μικρός.
«Κι όμως μπορείς! Είπε γλυκά ο γλυκός και λαμπερός πλέον κύριος και έφυγε από το προαύλιο της εκκλησίας καθησυχασμένος πως το κλειδί βρισκόταν στο σωστό ιδιοκτήτη μιας που εκτός από τα βλέμματα μπορούσε να διαβάζει και τις καρδιές των ανθρώπων!»
Ο μικρός Μανώλης έβαλε σα φυλαχτό το κουτάκι με το κλειδί στη τσέπη του και έμεινε εκεί να χαζεύει ευλαβικά το Ντίνο να απομακρύνεται από κοντά του. Μόλις τον έχασε από το οπτικό του πεδίο, πήρε τη μπάλα του και έφυγε για το σπίτι, έχοντας ανάμεικτα καλά συναισθήματα.
Ήταν μικρός για να καταλάβει… αλλά μεγαλώνοντας θα καταλάβει και θα πράξει το ίδιο…!
~~ Η Αγάπη Δηλώνει Απών - Κική Κωνσταντίνου
Εκδόσεις Λεξίτυπον
Από την παρουσίαση του βιβλίου με αγαπημένους συντελεστές στον πολυχώρο Βαβέλ στο Μαρούσι.
Photo credits: Μαρία Παρασκευοπούλου Συλλέγω Στιγμές blog by Μαρία Παρασκευοπούλου
Για ακόμη μία φορά κοντά μας η πολυτάλαντη φίλη Μαρία Παρασκευοπούλου
Δεν ξέρω για πιο χάρισμα να πρωτομιλήσω της Μαρίας μας, σας παραπέμπω στα λινκ της ώστε να την γνωρίσετε καλύτερα και να διακρίνετε μόνοι σας τα όσα καταπιάνεται!
Μαρία μου σε ευχαριστώ και κάθε επιτυχία σου εύχομαι ολόψυχα! Ξέρεις πόσο πιστεύω σε εσένα! Είναι συλλεκτική και ανεπανάληπτη!
https://www.syllegw-stigmes.gr/ https://www.mariaparask29-photography.gr/
Πόσο όμορφα νοήματα! πόσο τρυφερή και ζωντανή γραφή σου! Δεν έχω ξεχάσει μήτε στιγμή από την παρουσίαση. Φιλιά.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜπράβο Κική μου όλο και καλύτερα!
ΑπάντησηΔιαγραφή