"
Σε λίγα μέτρα, που το χώμα έμοιαζε φίλος και εχθρός του, είδε μια
φιγούρα από μακριά να γίνεται όλο και πιο έντονη καθώς την πλησίαζε. Όσο
πλησίαζε κοντά της, τόσο εκείνη διογκωνόταν.
Μόλις βρέθηκε σε απόσταση αναπνοής αντίκρισε ένα μικρό, παραδοσιακό καφενέ, βγαλμένο από ασπρόμαυρη ταινία του παλαιού, βουβού κινηματογράφου.
Χαμογέλασε στην εικόνα του και επιτέλους ένιωσε τη δίψα του να καταλαγιάζει, να λυτρώνεται. Με σπασμωδικές κινήσεις έκλεισε το διακόπτη του αυτοκινήτου και κατέβηκε από αυτό.
Το μικρό καφενεδάκι είχε μόνο δυο τραπέζια που στόλιζαν το εξωτερικό του χώρο. Μέσα δεν μπορούσε να διακρίνει τι βρισκόταν διότι η πόρτα ήταν κλειστή αλλά το ξύλινο παράθυρο που ήταν ανοιχτό, μαρτυρούσε ανθρώπινη ύπαρξη στο χώρο. Η λευκή κουρτίνα όμως εμπόδιζε την όρασή του.
Για κάποιον απροσδιόριστο λόγο, εστίασε στα δυο ξύλινα, στρογγυλά τραπεζάκια με τις δυο ξύλινες καρέκλες. Ένα εκ δεξιών και ένα εκ αριστερών της πόρτας.
Επάνω στα τραπεζάκια υπήρχε και από ένα μικρό, γυάλινο, στρογγυλό τασάκι. Αυτόματα σκέφτηκε τα τσιγάρα του στο αυτοκίνητο. Προβληματίστηκε βλέποντας πως από κάτω τους υπήρχαν κάποια μικρά, διπλωμένα χαρτάκια. Συγκεκριμένα, ένα διπλωμένο χαρτάκι κάτω από κάθε τασάκι.
Σκέφτηκε να μη δώσει σημασία και να χτυπήσει την πόρτα μα η περιέργεια ήταν τόσο έντονη που δεν μπορούσε παρά να γίνει έρμαιό της.
Δίχως να το καλοσκεφτεί στάθηκε πάνω από το δεξιό τραπεζάκι. Το τασάκι ανασηκώθηκε και μια μικρή, λευκή, τσαλακωμένη επιφάνεια έκανε την εμφάνισή της. Σε λίγα λεπτά αυτή η επιφάνεια βρισκόταν στις παλάμες του. Με επιδέξιες κινήσεις την άνοιξε. Ήταν μια σελίδα τετραδίου. Μια μεγάλη μουτζούρα τη στόλιζε. Προσπάθησε να δει τι κρυβόταν πίσω από τη μουτζούρα αλλά δεν τα κατάφερε.
Ένα ιδιαίτερο κάλεσμα, όχι αυτό της περιέργειας ή της εξερεύνησης, κάτι άλλο όμως πιο δυνατό, πιο αισθαντικό τον οδήγησε στο αριστερό τραπέζι. Με γρήγορες κινήσεις μιμήθηκε την προηγούμενη στάση του.
Τον παραξένευε που αυτό το χαρτάκι δεν ήταν τσαλακωμένο αλλά αυτό πού τον παραξένευσε ακόμη περισσότερο ήταν το περιεχόμενό του.
Με μεγάλα, γουρλωμένα μάτια έστρεψε το βλέμμα προς τα πίσω, προς το χωριό που είχε διαβεί, είδε τα σπίτια να στέκουν σαν μαρμάρινο άγαλμα και να τον κοιτάνε. Τρόμαξε όταν διαπίστωσε πως ακόμη και τα λουλούδια του χαμογελούσαν. Οι κόρες των ματιών του επέστρεψαν ξανά στη σελίδα τετραδίου που κρατούσε στο χέρι του.
Μόλις βρέθηκε σε απόσταση αναπνοής αντίκρισε ένα μικρό, παραδοσιακό καφενέ, βγαλμένο από ασπρόμαυρη ταινία του παλαιού, βουβού κινηματογράφου.
Χαμογέλασε στην εικόνα του και επιτέλους ένιωσε τη δίψα του να καταλαγιάζει, να λυτρώνεται. Με σπασμωδικές κινήσεις έκλεισε το διακόπτη του αυτοκινήτου και κατέβηκε από αυτό.
Το μικρό καφενεδάκι είχε μόνο δυο τραπέζια που στόλιζαν το εξωτερικό του χώρο. Μέσα δεν μπορούσε να διακρίνει τι βρισκόταν διότι η πόρτα ήταν κλειστή αλλά το ξύλινο παράθυρο που ήταν ανοιχτό, μαρτυρούσε ανθρώπινη ύπαρξη στο χώρο. Η λευκή κουρτίνα όμως εμπόδιζε την όρασή του.
Για κάποιον απροσδιόριστο λόγο, εστίασε στα δυο ξύλινα, στρογγυλά τραπεζάκια με τις δυο ξύλινες καρέκλες. Ένα εκ δεξιών και ένα εκ αριστερών της πόρτας.
Επάνω στα τραπεζάκια υπήρχε και από ένα μικρό, γυάλινο, στρογγυλό τασάκι. Αυτόματα σκέφτηκε τα τσιγάρα του στο αυτοκίνητο. Προβληματίστηκε βλέποντας πως από κάτω τους υπήρχαν κάποια μικρά, διπλωμένα χαρτάκια. Συγκεκριμένα, ένα διπλωμένο χαρτάκι κάτω από κάθε τασάκι.
Σκέφτηκε να μη δώσει σημασία και να χτυπήσει την πόρτα μα η περιέργεια ήταν τόσο έντονη που δεν μπορούσε παρά να γίνει έρμαιό της.
Δίχως να το καλοσκεφτεί στάθηκε πάνω από το δεξιό τραπεζάκι. Το τασάκι ανασηκώθηκε και μια μικρή, λευκή, τσαλακωμένη επιφάνεια έκανε την εμφάνισή της. Σε λίγα λεπτά αυτή η επιφάνεια βρισκόταν στις παλάμες του. Με επιδέξιες κινήσεις την άνοιξε. Ήταν μια σελίδα τετραδίου. Μια μεγάλη μουτζούρα τη στόλιζε. Προσπάθησε να δει τι κρυβόταν πίσω από τη μουτζούρα αλλά δεν τα κατάφερε.
Ένα ιδιαίτερο κάλεσμα, όχι αυτό της περιέργειας ή της εξερεύνησης, κάτι άλλο όμως πιο δυνατό, πιο αισθαντικό τον οδήγησε στο αριστερό τραπέζι. Με γρήγορες κινήσεις μιμήθηκε την προηγούμενη στάση του.
Τον παραξένευε που αυτό το χαρτάκι δεν ήταν τσαλακωμένο αλλά αυτό πού τον παραξένευσε ακόμη περισσότερο ήταν το περιεχόμενό του.
Με μεγάλα, γουρλωμένα μάτια έστρεψε το βλέμμα προς τα πίσω, προς το χωριό που είχε διαβεί, είδε τα σπίτια να στέκουν σαν μαρμάρινο άγαλμα και να τον κοιτάνε. Τρόμαξε όταν διαπίστωσε πως ακόμη και τα λουλούδια του χαμογελούσαν. Οι κόρες των ματιών του επέστρεψαν ξανά στη σελίδα τετραδίου που κρατούσε στο χέρι του.
«Μόλις διαβήκατε την οδό της Αγάπης», φανερώθηκαν κάποια έντονα, καλλιγραφικά, κόκκινα γράμματα και η καρδιά του φτερούγισε όπως πριν.
Ένα έντονο τρίξιμο φυλάκισε το βλέμμα του. Η πόρτα του καφενέ είχε μόλις ανοίξει… Το άρωμα του μεθυστικού καφέ τον τράβηξε μηχανικά κοντά του. Μπήκε μέσα και η πόρτα έκλεισε…
Ένα δυνατό αεράκι φύσηξε και η λευκή κουρτίνα στο παράθυρο ξεπρόβαλε στον κενό χώρο. Διάσπαρτα άνθη είχαν κεντηθεί επάνω της… Ένας ήχος κρυστάλλων ακούστηκε να κουδουνίζει στον αγέρα και η κουρτίνα χόρεψε.
Ένα μικρό ταμπελάκι επιγραφής στην πόρτα του καφενέ που ορκιζόμουν πριν ό,τι δεν υπήρχε, έγραφε: «Εκλεκτός και ο επόμενος που θα καταφέρει να τη διαβεί… και θα ξεδιψάσει!»
Ο αέρας το κούνησε ελαφρώς κι αυτό υπάκουσε. Απλά, Λιτά, Άξια! "
~~ Η Αγάπη Δηλώνει Παρών - Κική Κωνσταντίνου
Εκδόσεις Λεξίτυπον
Πρώτο μέρος της τριλογίας αγάπης.
Από την παρουσίαση του νέου μέρους της τριλογίας "Η Αγάπη Δηλώνει Απών" που πραγματοποιήθηκε στον υπέροχο χώρο της Βαβέλ στο Μαρούσι με υπέροχους φίλους και συνεργάτες!
Σας ευχαριστώ πολύ!
Photo credits: Μαρία Παρασκευοπούλου
Συλλέγω Στιγμές blog by Μαρία Παρασκευοπούλου
https://
https://
Υπέροχο!
ΑπάντησηΔιαγραφήΦιλιά!
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
ΑπάντησηΔιαγραφή