Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από 2023

Μπέλα, η Χριστουνέλλα

    ΜΠΕΛΑ, Η ΧΡΙΣΤΟΥΝΕΛΛΑ Σκηνή γιορτινή που θυμίζει σπίτι. Μια γυναίκα γύρω στα σαράντα της έτη, εμφανίζεται με πιατέλες μελομακάρονα και κουραμπιέδες. Τραγουδάει σε γιορτινό ρυθμό, κάνει δουλειές ( ξεσκονίζει και τακτοποιεί), ανοίγει την τηλεόραση, γελάει μόνη της και έπειτα φεύγει ενώ ειδοποιεί πως ήρθε η ώρα να στολίσει το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Επανέρχεται και στην σκηνή υπάρχουν τρεις μπάλες γιορτινές (οι ήρωες μας: Η Μπέλα, ο Αδάμος και ο Ματίας) Η Μπέλα είναι ντυμένη ως κόκκινο στολίδι, ο Αδάμος ως μπλε στολίδι και ο Ματίας, πράσινος. Πιο δίπλα, ακόμη ένας ήρωας που κάνει το χριστουγεννιάτικο δέντρο. (προϋπήρχε ο ήρωας αυτός στην σκηνή) Με έναν τρόπο, έχουμε καλύψει τα στολίδια (τους ήρωες μας – ίσως με ενα σελοφάν) και η αποκάλυψη θα γίνει απο την οικοδέσποινα του σπιτιού. Γυναίκα : (αφού τραβάει το σελοφαν)   πω πω σκονιστήκατε χρυσούλια μου, σας είχα καταχωνιασμένα στο πατάρι, πόσο χαίρομαι που σας βρήκα μετά από τόσο καιρό. τα αγκαλιάζει

Εκείνο το Κορίτσι

    Εκείνο το κορίτσι… δεν γνώριζε τίποτα, δεν ήξερε τίποτα. Συνεχώς έψαχνε, πάντα έψαχνε. Κάτι αναζητούσε… Δεν ξέρω γιατί το έκανε αυτό. Κάνω υποθέσεις αλλά δεν είμαι σίγουρη.. Φοβόταν να πει ευθέως στον άλλον, τι είναι αυτό που έψαχνε, που τόσο λαχταρούσε. Δεν μου είπε ποτέ. Γιατί γίνεται όλο αυτό, δεν μου είπε ποτέ, δεν εξήγησε κάτι. Έτσι έφυγε. Σιωπηλά. Με κοιτούσε πάντα με δυο μάτια όπου μέσα τους, καθρεπτίζονταν ένα αλλιώτικο ερωτηματικό. Ένιωθα σαν μια δασκάλα που δεν είχε καμία απάντηση στις άγραφες ερωτήσεις, επειδή εκείνο το παιδί, τη φοβόταν. Πολλές φορές, καθώς την κοιτάζω, βλέπω μια χαμένη ψύχη που προσπαθεί ανεπιτυχώς να βρει τον δρόμο της, μα πάντα εδώ καταλήγει, να παίζει κρυφτό με την κάθε παράφορη ανομία. Είναι παράλογο να αγαπάς ανιδιοτελώς τους ανθρώπους και πόσο μάλλον αυτούς που κρύβουν μέσα τους παιδιά. Παιδιά, ως ένα σύμπαν παράλληλο. Θέλοντας να «μαλακώσω» τον εγωισμό μου – έναντι των μη απατηθέντων ερωτήσεων του κοριτσιού – λέω πως δεν φταίω εγώ. Πω

La Vita è Bella

    Πατέρα, θέλω απόψε να ζήσουμε ένα όνειρο. Να γυρίσουμε πίσω, σε δυσεύρετες αναμνήσεις. Δεν θέλω πολλά. Μια πραγματικότητα και ένα όνειρο. Ένα όνειρο που θα κρατήσει για πάντα. Πατέρα, η ζωή είναι ωραία μου δίδαξες και φρόντισες, μέσα από ταινίες, δίσκους και βιβλία να μου τη μάθεις. Σου κρατάω το χέρι. Πολλές φορές, ενίοτε και διστακτικά, σε μνημονεύω. Απόψε, μέσα από ένα πονεμένο τραγούδι, σε αναζήτησα. Μου λείπεις. "Η ζωή είναι ωραία" και πως να μην είναι με τόσο όμορφες αναμνήσεις. Τα συναισθήματα, τα συναισθήματα ποτέ δεν ξαποσταίνουν... Πατέρα, εκείνο το απόγευμα σε πήρα από το χέρι και πήγαμε να δούμε ταινία. Ακριβώς όπως παλιά. Σαν να μην πέρασε μια μέρα ή μάλλον, σαν να πέρασε εκείνη η μέρα στην αιωνιότητα. Θυμάμαι συχνά την μυρωδιά της αίθουσας, την αίσθηση του φίλμ, τα συναισθήματα κατά την προβολή της ταινίας και στο τέλος, την γνώριμη συζήτηση. Άλλοτε με καφέ και άλλοτε με κρασί. Μα πάντα, για συντροφιά ένα τσιγάρο. Κάπως έτσι πατέρα, χτίσαμε κι εμείς τη

Λεύτερες και παραπλανητικές στοές

    Η ηχηρή σιωπή αποκαλύφθηκε ένδοξα, πίσω από ένα απύθμενο θράσος. Η γυναίκα μετρούσε χιλιόμετρα. Διεξοδικά μονοπάτια, που όλα, στην μοναξιά κατέληγαν. Πίσω από ανίερα χαμόγελα, είδα απόγνωση​ και πίσω από λανθασμένες αντιλήψεις, είδα νόημα υπαρκτό. Μέμφασε το τίποτα, για να πει κάτι σπουδαίο μα λυπήθηκα όταν κατάλαβα, πως ο δρόμος του "έκλεισε" νωρίς. Πως να συμπάσχεις με έναν άνθρωπο που λέρωσε τα όνειρά του; Πως να συμπονέσεις έναν άνθρωπο, αμφιλεγόμενα αιρετικό; Πίσω από ξεχασμένους απόηχους αντίκρισα το Ποίημα, εκείνο το ποίημα, το απάνθρωπα σεβαστό. Είπες αντιπαθείς τα μελαγχολικά ποιήματα, μα ο στίχος μου μοιάζει σαν εμβατήριο ερωτικό. Συρρικνώθηκες. Στα μάτια, στη σκέψη, στο πιθανό. Συρρικνώθηκες. Οδεύω, με το μυαλό οδεύω. Συνεχίζω να οδεύω. Μέσα στις στοές αναζητώ θαλπωρή Κι ενθυμούμαι: "το θολό πρόσωπο με κοιτούσε με αποστροφή πίσω από το θολό τζάμι" Μα τώρα ξέρω. Ήταν καθρέπτης και ήσουν εσύ. Είναι διεξοδικές οι στοές, όταν είναι παραπλανητικές και λεύ

"Κι ύστερα ήρθε η νύχτα και τ' άστρα ήταν το τελευταίο σημάδι ότι αγαπηθήκαμε"

  Κρύβω μέσα μου ένα μελαγχολικό φθινόπωρο που ξέχασε να πει στους ανθρώπους πως Υπάρχει.       Ω ποίηση είσαι η αρχή του μεγάλου ονείρου μας    και το τέλος του μικρού μας ταξιδιού. "Αλλά καθώς βραδιάζει ένα φλάουτο κάπου ή ένα άστρο συνηγορεί για όλη την ανθρωπότητα" "Η σιωπή κάνει τον κόσμο πιο μεγάλο, η θλίψη πιο δίκαιο" "Κι αγάπησα με πάθος καθετί που δεν ήταν γραφτό να γνωρίσω. Κι έζησα όλη τη ζωή μου σ'ένα όνειρο" "Ολόκληρη η ζωή μου δεν ήταν παρά η ανάμνηση ενός ονείρου μέσα σ'ένα άλλο όνειρο. Κι η Άννα όταν γελούσε ήταν σα να σκόρπιζε γιασεμιά φωτιζόταν για λίγο η νύχτα" "Κι εσύ, αρχαία λυπημένη σελήνη, καμιά φορά θαρρούμε πως ακούμε τη φωνή σου σαν τη φωνή εκείνων που δε θα ξανακούσουμε ποτέ" "Όλοι φεύγουμε, χωρίς να μάθει τίποτα ο ένας για τον άλλον. Γιατί; Τι φταίει;" "Τόσα φθινόπωρα και δε γνωρίσαμε ακόμα την ψυχή μας και ω συντριβή του ονείρου μας: μας έκλεισες όλους τους δρόμους για να μας ανοί

Ο Χαρακτηρισμός του Ανήξερου

    Αν μπορούσα να με χαρακτηρίσω με μία μόνο λέξη, θα μου απέδιδα τον ορισμό «τρυφερό». Ξέρετε, πολλές φορές οι άνθρωποι, οι μοναχικοί, οι απαιτητικοί, οι νευρικοί ή οι δύσκολοι αν θέλετε, το μόνο που έχουν ανάγκη, είναι μια γλυκιά, μελωδική τρυφερότητα. Κάπως έτσι λοιπόν και με αυτή τη σκέψη, καταλήγω πως μου ταιριάζει αυτός ο χαρακτηρισμός, αφού επιδιώκω, ο εκάστοτε παρατηρητής να νιώσει την "γλύκα" μου, ως μια προσπάθεια που δημιουργήθηκε με αγάπη, για να αποδώσει θεωρητικά, έναν φόρο τιμής σε ένα συναίσθημα μονίμως παρεξηγημένο. Κι όταν μιλώ για αγάπη, αυτομάτως, χάνει την αξία της. Είναι άραγε οι ρεαλιστές, μόνιμα αδικημένοι; Είναι άραγε οι ποιητές, κυρίαρχοι του κόσμου; Ρεαλισμός και φαντασία. Σπάει άραγε, σε χίλια κομμάτια η σιωπή; Εγώ δεν ξέρω. Αν μπορούσα να με χαρακτηρίσω με μία μόνο λέξη, θα μου απέδιδα τον ορισμό "τρυφερό". -- Ο Χαρακτηρισμός του Ανήξερου - Κική Κωνσταντίνου

Το Φορτίο των Ανθρώπων

    Οι άνθρωποι κουβαλούν στις πλάτες τους: όμορφα όνειρα, αμέθυστες αγκαλιές, πεταλούδες που λάμπουν στο σκοτάδι. Αγόγγυστα τα δεχτήκαμε όλα. Μας είπαν: Ο ουρανός τη νύχτα δεν έχει φεγγάρι. Η γη πλέον δεν γεννά λουλούδια. Η ελπίδα δεν χαρίζει θαλπωρή Ο άνθρωπος δεν αναζητά τη σοφία στη νιότη Όμως... Κάποιοι λίγοι, ηθελημένα τρελοί• αφέθηκαν στην προσμονή της ουσίας. Μας δίδαξαν την υπομονή. Μας χάρισαν τα άστρα. Μας έδειξαν πως ζωγραφίζουμε στο φως, τις σκιές. Γιατί οι άνθρωποι μπορούν να κουβαλούν στις πλάτες τους: μνήμες με πόνο, ερωτηματικά με δάκρυα, εφιάλτες μες το σκοτάδι Και παρόλα αυτά: τα άγρια, τα ατίθασα, τα αδάμαστα άτη, οι άνθρωποι κουβαλούν στις πλάτες τους: όμορφα όνειρα, αμέθυστες αγκαλιές, πεταλούδες που λάμπουν στο σκοτάδι. ~~ Το Φορτίο των Ανθρώπων - Κική Κωνσταντίνου

Σαν μεγάλο λάθος γεννιόμουνα

    Σαν μεγάλο λάθος γεννιόμουνα σε ένα σώμα χωρίς μήτρα και μια φορά ονειρεύτηκα μωβ τον ουρανό έχοντας ροζ φεγγάρι κι έβαλα τη ζωγραφιά σε μια αθέατη γωνία κι είχε παντού σκόνη, υγρασία και μία μικρή παραμάνα και χάζευα με δέος την Ανατολή, βλέποντας τον ήλιο "πολεμιστή" να κυνηγάει την ελπίδα και τότε είπα στον άνθρωπο "μπορείς να με ακούσεις" και με ρώτησε που βρίσκεται και του 'δειξα τη "Χώρα". Θυμάμαι του είπα "ειν' όμορφα, έλα να κατοικήσεις" και με χαρακτήρισε αυθάδη κι αδαή ενώ εγώ επέμενα να δει τις πεταλούδες να τραγουδούν, τους καταρράκτες να χορεύουν, τα φυτά που σαν όνειρα στροβιλίζονται και τα ποτάμια που ερωτεύονται τις αντιθέσεις των Ανθρώπων. Και τότε μου είπε δεν είναι αυτός και του απάντησα "δεν έχει σημασία" και μου παραπονέθηκε και μου 'πε "δεν καταλαβαίνω" και του πα "δεν πειράζει" και με ρώτησε τι θέλω. Τότε με λύπη, τρόμο, δισταγμό διαπίστωσα πως δεν είχα τίποτα να πω, τίποτα

Νεώριο της Ποιητικής Χαραυγής

    Κι έλουζε το ασημένιο φεγγάρι, τα σώματα των δύο νέων. Η αλμύρα, πότιζε το γυμνό κορμί και τα φύκια, γίνονταν στολίδια, στις πλεξούδες της έφηβης κοπέλας. Ακόμη και τα αφανή σύννεφα, ζήλεψαν την γλύκα και την οδύνη του έρωτα. Η θάλασσα, το δωμάτιο τους και η ξαπλώστρα, ένα καλοκαίρι γεμάτο Δύση και Ανατολή. Η αμμουδιά, ο μόνος σύμμαχος της ακόρεστης μανίας. Εκεί, γεννήθηκε ο ξεχασμένος έρωτας. Εκεί, έμεινε η σκέψη, σαν δέσμιο φυλακτό. Μέσα στα χρόνια, το όνειρο παρέμεινε όνειρο μα η στιγμή, παντοτινή αλήθεια. Το σημείο, έγινε ξέφωτο στο μυαλό και η ιστορία, ένα δωμάτιο γεμάτο σκονισμένες αναμνήσεις. Επιζητούν την βροχή, μα το καλοκαιρινό βράδυ​ - ετούτη τη φορά - αποκλείει την πιθανότητα να έρθει η "αντάρα". Κι αν μέλωσε η καρδιά, παγωμένη, εκοιμήθη. Χτίζει ένα δικό της σπίτι, δίχως εισβολείς και παρεκκλήσια. Η κάθαρσις, δεν έρχεται. Είναι το Αγιόκλημα που θυμίζει την αστροφεγγιά και η κόρη, πλέκει ιστορίες για να μείνει στον κόσμο εκείνο, τον ερωτικό. Μα η ζωή μας φέρνε

Δίχως όνομα, δίχως σημασία. Κανείς

  Με τρομάζει η θλίψη που μοιάζει με λουλούδι. Με τρομάζει το πέταλο, που αντί να μαραίνεται, ανθίζει. Λες και όλα, ανάποδα γίνονται. Λες και η τροχιά μας οδηγεί, σε ένα αλησμόνητο πεδίο. Μέσα σε εκείνη τη στοά, υπάρχει μια ανυπεράσπιστη χαραμάδα. Εκεί, μια πλαγιά μας οδηγεί, σε έναν κόσμο αθέατο. Μέσα στην βαλίτσα μου, έχω μόνο υπομονή. Υπομονή, για ένα ακόμη αδιέξοδο. Εκείνο το βράδυ, κενό. Εκείνη την ημέρα, φλόγα. Αγέλαστη φλόγα, καυστική. Έσω, κατοικούν αμέριμνα τα χαμοπούλια. Στις μνήμες και στα όνειρα, πίστωση δεν έκανα. Ποτέ μου δε λύγισα, δεν γύρισα πίσω. Ακόμη και στα δύσκολα, στην πλήρη απελευθέρωση, υπέμεινα την κάθε παράλογη σκέψη των «μικρών» ανθρώπων. Μου έγιναν βάρος. Αφόρητο βάρος. Έγιναν πέτρες. Ελαφριές πέτρες. Πέτρες γεμάτες από μπετό και ατσάλι. Σε εκείνη την Παραμυθούπολη, την Άυλη Πολεμοχώρα, εντόπισα τον Οίκτο. Ήταν δέσμιος, σαν ένα ορειχάλκινο υφαντό. Κανένα μενταγιόν δεν ήταν σύμβολο αιχμαλωσίας. Ούτε δώρο Θεού, θαρρώ. Το παιδί στο σεντόνι δεν μαρτύρησε υποτα

Νύφη του Αοράτου

    Δεν φτάνει η νύχτα, μικρό μου. Τα πουλιά κρύφτηκαν, το φεγγάρι μάτωσε, τα νυχτολούλουδα σώπασαν και εγώ.... Εγώ, πως να σου πω ότι σ' αγαπάω; Πως να παραδεχτώ ότι η γύμνια των χειλιών σου, φωλιάζει στο σκοτάδι; Πως να σου πω ότι τα νυχτοπούλια κούρνιασαν στο δέντρο του έρωτα, γεμάτα από αγάπη; Πως να φέρω την μαγεία σε έναν κόσμο ερημωμένο; Ο έρωτας νικάει την λησμονιά; Πνίγεται η σιωπή από τα παθιασμένα φιλιά των νέων; Είναι άραγε το θλιμμένο πρόσωπό τους, η εξιλέωση; Σε κρατώ, μα σαν ατμός γίνεσαι σύννεφο. Σε πενθώ, μα σαν χάδι γεννιέσαι και έπειτα γίνεσαι βάσανο. Είναι άραγε η τιμωρία ένα ακόμη παιχνίδι του έρωτα; Νύφη του αοράτου, απόψε φανερώσουν. Τα δάχτυλά μου, γνώρισαν το κενό. ~~ Νύφη του Αοράτου - Κική Κωνσταντίνου

Η Άρπα

    Κι οι άνθρωποι, είναι λίγοι πάντα θα είναι λίγοι, στο λέει αυτό μια κοπέλα, που νόμιζε πως ήτανε (πολύ). Οι άνθρωποι, είναι μια διαστρεβλωμένη διχόνοια, είναι μία επιτομή. Οι τρόποι, ένα μικρό κομματιασμένο φεγγάρι που διψά για ζωή. Σε ένα Δοχείο, θα αιχμαλωτίσω λίγες σταγόνες βροχής, θα δημιουργήσω καινούργιο ελιξίριο και θα το κρύψω σε ένα αλώβητο σημείο υπεροχής. Εκεί, θα ποτίσω τη Γη με φόντο γαλάζιο​ και τα φυτά, θα γίνουν ξέπνοα πουλιά - που σε έναν αλησμόνητο Κρόνο - θα κατοικήσουν. Μια φορά κι έναν καιρό υπήρξε ένα φεγγάρι. Ένα μελαγχολικό και δύστροπο Φεγγάρι. Εθεάθη, σε μια τροχιά μονίμως Ανατολική. Μια φορά - πριν αιώνες θαρρώ - μου είπαν κάποιοι, πως μια λυγερή, χάραζε με την άρπα της, τραγούδια του Λιβυκού Πελάγους στην αγκαλιά του, μα δεν τους πίστεψα. Αποκλείεται αυτό το φεγγάρι να δανείζει την άρπα του. Τρίαινα είναι και μάλιστα μαχητική. Ώσπου μια μέρα, εγώ εγώ, νυκτόβιος σύμμαχος και οδηγός, άκουσα την άρπα. Τα χτένια. Την τρίαινα, τη θελκτική. Σαν να χαρά

Αυθαίρετη Αγάπη

    Εγώ σ' αγαπάω αυθαίρετα, τι δεν καταλαβαίνεις; Οι άνθρωποι, αυστηροί κριτές κάθε αγνού συναισθήματος. Οι άνθρωποι (συνεργοί κ σύμμαχοι) σε κάθε "λάθος" μέλλον, σε κάθε άσχημη ανάμνηση, σε κάθε τέλος που δοκιμάζεται "αθεράπευτα" από την κάθε ατέρμονη στιγμή. Μέσα στα μάτια σου λιάζονται οι φόβοι μου. - Αντέχω Πίνω από το στόμα σου την ελπίδα που χάσαμε. - Αντέχω Στην αγκαλιά σου αφήνω τη ζωή μου - Αντέχω Μόνο μη μου πεις πως οι ήρωες που δημιούργησες στο χαρτί για εμάς, μας αρνήθηκαν. - Δεν το αντέχω. Μη τσαλακώνεις τα χαρτιά του μέλλοντος. Μη πετάς στα σκουπίδια το ελιξίριο της αγάπης. Μη κρύβεις τα όνειρά μου πίσω από τις χαμένες αυταπάτες σου. Δεν είμαι εγώ ο εχθρός σου Δεν είμαι εγώ το ταίρι σου Δεν είμαι εγώ το εξιλαστήριο θύμα σου Μη ρωτάς ποιος είμαι Ποια είμαι Τι είμαι Που πάω, τι θέλω, τι ζητάω, δεν έχει σημασία. Γράψε τους ρόλους μας και άσε με , με τη μαγεία να σε αιχμαλωτίσω. Μη φοβάσαι, εγώ σ' αγαπάω και σαν αυθαίρετη αγάπη σου ανήκω αιώ

Ο Μικρός Στρατιώτης

    Έλα, μικρέ στρατιώτη, έλα. Εδώ κατοικούν τα παιδιά. Εδώ υπάρχει Ειρήνη. Εδώ κόσμος είναι ένα φυλαχτό από χρυσάφι. Έλα, μικρέ στρατιώτη, έλα. Εδώ μοιράζουν φαγητό οι γυναίκες. Εδώ θα σου πλύνουν τα ματωμένα ρούχα, οι γηραιότερες. Εδώ θα σου πλέξουν στεφάνι από λεμονανθούς, τα κορίτσια. Έλα, μικρέ στρατιώτη, έλα. Εδώ κερνάνε κρασί οι άντρες. Οι γηραιότεροι θα σου μάθουν να βρίσκεις τον προσανατολισμό σου, μέσα από τα αστέρια. Τα αγόρια θα σου μιλήσουν για τον αθώο ερωτά τους, για την όμορφη κόρη της Ανατολής. Θα σου ζητήσουν συμβουλές, για να κατακτήσουν την καρδιά της. Έλα, μικρέ στρατιώτη, έλα. Εδώ μοσχοβολάν τα λουλούδια. Τα ζώα μας αγαπούν, μας προσφέρουν. Τα φυτά χορεύουν γύρω μας. Ως άλλοι γνήσιοι νησιώτες, μας μαθαίνουν πεντοζάλη. ....... ....... Φύγε, μικρέ στρατιώτη, φύγε. Μυρίζει πόλεμο η αναπνοή σου. Βγάζει κακία η λαλιά σου Μυρίζει θάνατο, μπαρούτι, η παλάμη σου. Νιώθω πως είναι σκληρή η καρδιά σου. Φύγε, μικρέ στρατιώτη, φύγε. Δεν έμεινε τίποτα εδώ. Μυρίζει θάνατος κα

Το Πάρτι

      «Μα τι τη θέλω τόσο μεγάλη τσάντα», αναρωτήθηκα ψάχνοντας τα κλειδιά του σπιτιού μου, τουλάχιστον επί δέκα λεπτά έξω από την πόρτα.             Λίγο η υπερωρία στο γραφείο, λίγο η αυξημένη κίνηση στο δρόμο, λίγο η ανυπόφορη ζέστη και λίγο του ότι σήμερα έκλεινα τα τριάντα μου χρόνια, με έκαναν να αισθάνομαι νευρική και θυμωμένη.             «Επιτέλους». Αναφώνησα σα μικρό παιδί που του προσφέρουν το αγαπημένο του γλειφιτζούρι καθώς ξεκλείδωνα βιαστικά τη πόρτα του σπιτιού μου.             Μπαίνοντας μέσα, έτρεξα κατευθείαν στο γραφείο μου, πέταξα με μανία τις γόβες μου κάτω από τη ξύλινη βιβλιοθήκη και σαν εξαρτημένο άτομο, έτρεξα να παραλάβω τη «δόση» μου. Ναι, τη «δόση» μου! Στην αγαπημένη μου εξάρτηση, το διαδίκτυο.             Συνδέθηκα μονομιάς και με τα πέντε προφίλ που διατηρούσα σε ιστοσελίδες κοινωνικής δικτύωσης και άρχισα να διαβάζω με λαχτάρα τα e - mails και τα σχόλια ευχών που είχα δεχτεί από τους αγαπημένους, ηλεκτρονικούς μου φίλους. Και πιστέψτε με, ήτ