Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Νεώριο της Ποιητικής Χαραυγής

 

 

Κι έλουζε το ασημένιο φεγγάρι, τα σώματα των δύο νέων.
Η αλμύρα, πότιζε το γυμνό κορμί και τα φύκια, γίνονταν στολίδια, στις πλεξούδες της έφηβης κοπέλας.
Ακόμη και τα αφανή σύννεφα, ζήλεψαν την γλύκα και την οδύνη του έρωτα.

Η θάλασσα, το δωμάτιο τους και η ξαπλώστρα, ένα καλοκαίρι γεμάτο Δύση και Ανατολή.
Η αμμουδιά, ο μόνος σύμμαχος της ακόρεστης μανίας.
Εκεί, γεννήθηκε ο ξεχασμένος έρωτας.
Εκεί, έμεινε η σκέψη, σαν δέσμιο φυλακτό.

Μέσα στα χρόνια, το όνειρο παρέμεινε όνειρο μα η στιγμή, παντοτινή αλήθεια.
Το σημείο, έγινε ξέφωτο στο μυαλό και η ιστορία, ένα δωμάτιο γεμάτο σκονισμένες αναμνήσεις.

Επιζητούν την βροχή, μα το καλοκαιρινό βράδυ​ - ετούτη τη φορά - αποκλείει την πιθανότητα να έρθει η "αντάρα".

Κι αν μέλωσε η καρδιά, παγωμένη, εκοιμήθη. Χτίζει ένα δικό της σπίτι, δίχως εισβολείς και παρεκκλήσια.
Η κάθαρσις, δεν έρχεται.
Είναι το Αγιόκλημα που θυμίζει την αστροφεγγιά και η κόρη, πλέκει ιστορίες για να μείνει στον κόσμο εκείνο, τον ερωτικό.

Μα η ζωή μας φέρνει στο σήμερα δεν υπάρχει θάλασσα, ούτε φύκια, ούτε φεγγάρι, υπάρχει μόνο ένα φως. Μπλε φως, να θυμίζει Ελλάδα, να συμβολίζει το νησί, το δικό τους νησί. Ένα νησί, γεμάτο έρωτα και υποθέσεις.

Δεν υποσχέθηκαν τίποτα.
Δεν βρέθηκαν ξανά.
Έμειναν μετέωροι γεμάτοι μνήμες.
Η Κόρη, πάντα με προσμονή και​ ο Ναύτης, με μια ακατέργαστη επιθυμία.

Τους πρόσφερα μια λευκή λίμνη - κι ούτε ξέρω το γιατί - κι ένα κόκκινο Ρόδο, με μια σκιά να βάλλεται, και ένα φύλλο να θυμίζει, το αταλάντευτο σκίρτημα του Έρωτα.

Μαζί τους πλανάται ένα ακατέργαστο όνειρο και μια αλκαλική σκέψη, μυστικής ζωής.
Συνένοχοι και θύματα. Αθώοι και ειλικρινής.
Αυτοί ήταν. Έτσι έπλασαν. Νεώριο της Ποιητικής Χαραυγής.

~~ Νεώριο της Ποιητικής Χαραυγής - Κική Κωνσταντίνου


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΓΙΑ ΤΗΝ ΞΑΔΕΡΦΑΡΑ ΜΟΥ ΜΕ ΑΓΑΠΗ!

Εκφραστικοί μου φίλοι, καλημέρα! Τί μου κάνετε, είστε όλοι καλά; Εγω μια χαρά. Καταιγισμός γενεθλίων το τελευταίο διάστημα βρε παιδιά! Πολύ με χαροποιεί αυτό! Ευχές, ευχές, ευχές! Μ' αρέσουν οι ευχές! Σήμερα λοιπόν θέλω και εγώ να δώσω τις ευχές μου σε ένα αγαπημένο μου πρόσωπο, με ένα ιδιαίτερο θα έλεγα τρόπο! (Είμαι σίγουρη πως όταν η ξαδέρφη μου δει αυτή την ανάρτηση θα γουρλώσει το μάτι πίσω από τα γυαλιά, θα βγάλει τη γλώσσα έξω απο αμηχανία, θα βγάλει μια κραυγή απόγνωσης και θα κρυφτεί όπου βρει πρόχειρα εκεί τριγύρω χαχαχαχα) (Ιωάννα σα να είμαι εκεί και να σε βλέπω νοιώθω - πολύ το διασκεδάζω! :P) Σκορπίνα λοιπόν η ξαδερφάρα μου! Δυναμική προσωπικότητα, όσο κι αν δε το δείχνει με τη πρώτη ματιά!  Σήμερα λοιπόν, το κορίτσι μου έχει γενέθλια και εγώ δε θα μπορούσα να μη κάνω ανάρτηση μοναχά για πάρτη της! Τόσα έχει κάνει εκείνη για μένα, ας κάνω και εγώ κάτι μικρό αυτή τη φορά! ;) Χρόνια πολλά λοιπόν σε σένα που όταν ήμουνα μικρή με έβαζες να ...

Κάδος Εξομολόγησης

Στη γωνία μιας παλιάς γειτονιάς της Χαλκίδας, ανάμεσα σε δυο ξεθωριασμένα φανάρια και κάτω από μια γέρικη νεραντζιά, ζούσε ένας κάδος σκουπιδιών. Όχι από αυτούς τους καινούριους, τους πράσινους με τα ροδάκια που τρίζουν. Όχι! Αυτός ήταν παλιός, μεταλλικός, με βαθουλώματα και σημάδια από βροχές, κλωτσιές και καλοκαιρινές φωτιές. Τον έλεγαν Στέφανο. Ο Στέφανος δεν ήταν απλά ένας κάδος. Ήταν παρατηρητής. Ήξερε ποιος πετάει σκουπίδια στις δέκα το πρωί και ποιος στις τρεις τα ξημερώματα. Ήξερε ποια παιδιά κάνουν κοπάνα και κρύβουν τις τσάντες τους πίσω του, ποιος πετάει χαρτιά γεμάτα τύψεις αλλά και ποιος με ευχαρίστηση, ποιος πετάει το φαγητό του χωρίς να ενδιαφέρεται για όσους πεινούν αλλά και ποιοι φροντίζουν σε ειδική σακούλα, να κρεμάνε στο πλάι του φαγητά για τους άπορους.  Ένα βράδυ, καθώς η πόλη έβγαζε τις ρυτίδες της στο φως των δρόμων, ένας νεαρός στάθηκε μπροστά του. Κρατούσε ένα μικρό πακέτο χρώματος καφέ, το οποίο δεν έμοιαζε με σκουπίδι, αλλά ούτε και με σακούλα. Ο νεαρός ...

Οι κουρτίνες της γιαγιάς Χρυσάνθης

  Πηγή Η γιαγιά Χρυσάνθη ξύπνησε πολύ πρωί. Ο ήλιος  είχε αρχίσει να φωτίζει δειλά το σαλόνι της. Οι σκιές πάνω στα έπιπλα έλιωναν αργά και το φως χάιδευε τις λευκές κουρτίνες της, εκείνες με το κέντημα που είχε φτιάξει η ίδια, χρόνια πριν. Δεν ήταν απλές κουρτίνες. Τις είχε φτιάξει η ίδια, ώρες ατέλειωτες στα χέρια της, βελονιά τη βελονιά, τότε που είχε υπομονή και τα χέρια της δεν έτρεμαν. Τότε που οι μέρες ΄ήταν διαφορετικές. Τότε που όλα γίνονταν πιο αργά, πιο απλά, πιο ήρεμα. Χωρίς πίεση, χωρίς ρολόγια και προθεσμίες. Οι κουρτίνες της κρέμονταν σαν ανάλαφρα σύννεφα μπροστά στα παράθυρα. Ήταν σχεδόν διάφανες. Άφηναν το φως να μπει αλλά κρατούσαν για τον εαυτό τους τη σιωπή και τη λαχτάρα της. Εκεί στεκόταν κάθε τόσο, τραβούσε λίγο τη μία και μετά λίγο την άλλη, με τα λεπτά της δάχτυλα, εκείνα που πια κουράζονται γρήγορα, και κοίταζε έξω. Ο δρόμος ήταν ήσυχος. Που και που περνούσε ένα αυτοκίνητο και έσπαγε για λίγο την ησυχία. Τίποτα ακόμα. Αλλά ήξερε ότι θα έρθουν. Της ...