Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Μάιος, 2023

Το Πάρτι

      «Μα τι τη θέλω τόσο μεγάλη τσάντα», αναρωτήθηκα ψάχνοντας τα κλειδιά του σπιτιού μου, τουλάχιστον επί δέκα λεπτά έξω από την πόρτα.             Λίγο η υπερωρία στο γραφείο, λίγο η αυξημένη κίνηση στο δρόμο, λίγο η ανυπόφορη ζέστη και λίγο του ότι σήμερα έκλεινα τα τριάντα μου χρόνια, με έκαναν να αισθάνομαι νευρική και θυμωμένη.             «Επιτέλους». Αναφώνησα σα μικρό παιδί που του προσφέρουν το αγαπημένο του γλειφιτζούρι καθώς ξεκλείδωνα βιαστικά τη πόρτα του σπιτιού μου.             Μπαίνοντας μέσα, έτρεξα κατευθείαν στο γραφείο μου, πέταξα με μανία τις γόβες μου κάτω από τη ξύλινη βιβλιοθήκη και σαν εξαρτημένο άτομο, έτρεξα να παραλάβω τη «δόση» μου. Ναι, τη «δόση» μου! Στην αγαπημένη μου εξάρτηση, το διαδίκτυο.             Συνδέθηκα μονομιάς και με τα πέντε προφίλ που διατηρούσα σε ιστοσελίδες κοινωνικής δικτύωσης και άρχισα να διαβάζω με λαχτάρα τα e - mails και τα σχόλια ευχών που είχα δεχτεί από τους αγαπημένους, ηλεκτρονικούς μου φίλους. Και πιστέψτε με, ήτ

Μωβ

    Είσαι ξεχωριστό, ένα άψογο δημιούργημα που γεννήθηκες μέσα από χιλιάδες όστρακα, μόνο και μόνο για να βαφεί ένα και μοναδικό φόρεμα. Σε αποκάλεσαν "η ψευδαίσθηση των μεγαλείων" και ποτέ δεν κατάλαβα το γιατί, αφού για εμένα ήσουν και είσαι, ο μοναδικός βασιλιάς τους. Σε συσχέτισαν με τον πλούτο, τα αρχοντικά δικαιώματα, τον κλήρο και την υπερβολή, μα εγώ σε συνάντησα σε πένθος, πλάι στους ανθρώπους, να τους κρατάς το χέρι και να αποδυναμώνεσαι. Σε θεώρησαν συμβιβαστικό χρώμα γιατί προήλθες από το παθιασμένο έρωτα του κόκκινου με μπλε, μα εγώ σε θεωρώ• το μόνο, πλήρως αναδυόμενο και άκρως εντυπωσιακό. Αποπνέεις ανωτερότητα, δύναμη, μυστήριο, αξιοπρέπεια, ποιότητα, σοβαρότητα και ανθρώπινη συμπόνια. Ενθαρρύνεις τις ονειροπολήσεις και εμψυχώνεις τις ψυχικές δυνάμεις των ανθρώπων. Σε αγαπώ, όχι για τα ελάχιστα που προανέφερα αλλά γιατί ντύνεις το φυτό της οικογένειας των Χειλανθών που θυμίζει εκείνον, εκείνον, κι εκείνον, κι εκείνον, που τόσο απρόσμενα χάθηκε. Κι

Το Φεγγάρι Κατοικεί στην Παλάμη μου

    Ας μου πάρει κάποιος το φεγγάρι από μπροστά, κουράστηκα, βαρέθηκα να το υπηρετώ, όλο μου ζητά, ποιήματα να του γράψω. Και προσπαθώ. Να πω δεν προσπαθώ, ψέματα θα είναι. Συνέχεια, συνέχεια, προστάζει και εγώ συγγράφω και του αφιερώνω. Μεμονωμένα το ακολουθώ σε ένα αδιαίρετο σύμπαν. Προσπαθώ να το πλησιάσω συνειδησιακά μα πάντα πέφτω σε ένα ατελείωτο κενό που δεν μπορώ να καταλάβω γιατί δημιουργείται. Εκείνο το δημιουργεί. Εκείνο, το ξέρω, μα ο κύριος λόγος• υποθάλπει ένα εξόριστο αστέρι. Από κάποια μαρτυρικά υπονοούμενα κατάλαβα, γιατί η νύχτα διαρκεί για πάντα σε μια γη που στροβιλίζει και στροβιλίζεται. Σαν λερωμένες νυφάδες χιονιού που στην άλλοτε γη, ξεπέσαν. Ας μου κλέψει κάποιος το φεγγάρι, μέσα από τα χέρια, είναι που αυτή η φεγγαρόσκονη, αυτή η αστραφτερή γυαλάδα, κοντεύει να εγκατασταθεί στα μάτια μου και πίστεψέ με, αυτό δεν το θέλω. Πάρε το φεγγάρι από την καθημερινή μου συνήθεια και άφησέ το, για πάντα στην καρδιά μου. Νομίζω... πως χωρίς αυτήν τη μικρή χαραυγή, δε

Άπληστη Σιωπή

  Είναι άπληστη η σιωπή σου, Άπληστη! Εμάς δεν μας γέννησε μάνα. Δεν βυζάξαμε γάλα. Δεν μεγαλώσαμε με ανέσεις. Δεν μας γαλήνεψε καμία αγκαλιά. Το "σ' αγαπώ" δεν ειπώθηκε με λέξεις. Το χάδι δεν υπήρξε στη ζωή μας. Δεν μας αφιέρωσαν ύμνους, τραγούδια, δεν μας δίδαξαν τι θα πει χορός. Εμείς τραφήκαμε με λέξεις, οι παφλασμοί των κυμάτων μας δίδαξαν τη σημασία των θορύβων, των υπαινιγμών. Εμείς στερηθήκαμε τη ζωή, προσφέροντας το αίμα μας, σε όσους φλέρταραν - επικίνδυνα - με τον θάνατο. Εμείς είμαστε τα παιδιά των πεινασμένων, των αντίξοων ερευνητών, των ανθρώπων που μούλιασαν τα δάκρυά τους στο σάλιο τους, που κατάπιαν το αίμα τους με υπομονή, που δέχθηκαν να δώσουν τη σάρκα τους σε βάναυσες υποθέσεις, σε έρευνες, που με μαθηματική ακρίβεια οδηγούσαν στο τίποτα, εκείνο το τίποτα που ήταν η κούνια μας, το κρεβάτι μας, η αγκαλιά μας. Είναι Άπληστη η σιωπή σου, Άπληστη! Στο λέμε εμείς που σφαδάζει το ''γιατί" στα δόντια μας, που η κραυγή έγινε ένα πεινασμέν

Αστείες Αισθήσεις

  Μη μιλάς! Δεν έχουν δύναμη οι λέξεις. Όχι τουλάχιστον, τη δύναμη που χρειάζεται, για να δεις την αλήθεια. Να την κοιτάξεις κατάματα. Να ελπίσεις πως όλα είναι όνειρο. Όνειρο ρευστό και απρόβλεπτο. Μην αγγίζεις! Παντού ηλεκτροφόρα σύρματα. Στην καρδιά, στο μυαλό, στην εικόνα μου. Προσπαθώντας να σώσω εσένα, πληγώνω τον εαυτό μου, θανάσιμα. Μα μου αρέσει, κάθε του εκδορά, κάθε του αμυχή, κάθε του πληγή, κάθε μου κομμάτι που ζητάει φροντίδα και αγάπη από εσένα, τον ακατάλληλο άνθρωπο. Μην κοιτάς! Δεν θέλω να βλέπεις επάνω μου τα σημάδια της αγάπης σου γιατί δεν ξέρεις να αγαπάς, ξέρεις μόνο να διώκεις. Ως εφιάλτης ή ως παραλογισμός. Μην γεύεσαι! Από τα στήθη μου δεν κυλάει για εσένα καμία στάλα ζωής, κανένα δάκρυ ελπίδας, καμία ψιχάλα συγχώρεσης. Μέσα μου υπάρχει πυρίτιδα. Αυτή σου χρωστάω. Στα χείλη μου βεγγαλικά φθαρμένων χρόνων. Μην ακούς! Δεν θέλω να ακούς το τραγούδι των γλάρων για τους ανεκπλήρωτους έρωτες. Δεν έχει σημασία. Δε θέλω να ακούς το νανούρισμα των γυναικών πο

Η Αιχμαλωσία του Φωτός

    Δεν μας άφησε η μοναξιά να παιδευτούμε. Δεν έγινε ο ήλιος ένα κάδρο που παρίστανε τους δύσμοιρους εργάτες. Δεν ήρθε η δίδυμη αδελφή να μας κρατήσει το χέρι, σε τούτον τον αλησμόνητο κόσμο. Τα μαύρα μάτια της κοπέλας, είχαν ακόμη λίγη ζεστασιά. Είχαν έναν Χειμώνα και ένα Παράδεισο - φυλαγμένα σε μια μυστική νότα του Βαρδάρη - που για καμία βαρκάδα, δεν θυσίασε τον άνεμο της συμφοράς. Η σιωπή είχε μεταμορφωθεί σε κλαδιά που ήθελαν να αγκαλιάσουν το ορφανοτροφείο. Εκείνο το ορφανοτροφείο - που ήταν γεμάτο - με γκρίζες σκιές. Σε εκείνους τους τοίχους, οι λευκοί κρόταφοι, γίνονταν παράθυρο και οι πόρτες δέσμιες, ενός φύλακα που δεν είχε χέρια. Δεν είχε πρόσωπο. Δεν είχε ψύχη. Είχε μόνο, δυο μάτια κενά. Τις πιο σιωπηλές ενοχικές νύχτες, έβλεπα σε αυτά τα μάτια, έναν κίτρινο βράχο. Ένας αετός μεσουρανούσε στην πολύ των τρελών και ο κυνηγός των πεφωτισμένων οντοτήτων, γινόταν ήρωας της Πόλης, που δεν μας άνηκε ποτέ. Δεν κατακτήσαμε την μάχη, την γευτήκαμε μόνο, δωρίζοντας τα σ

Είναι δυο χέρια

  Είναι δυο χέρια. Το ένα με μαχαίρι, το άλλο με τριαντάφυλλο. Αυτό με το μαχαίρι λέει στο άλλο: «Θα κάνω τα πάντα να μείνεις αδειανό». «Μα γιατί;», ρωτά το χέρι σε μια κίνηση, προσπαθώντας να σώσει το λουλούδι του. «Τι σου 'χω κάνει; Πρώτη φορά βλεπόμαστε. Ούτε σε ξέρω ούτε με ξέρεις. Δεν ανήκουμε στον ίδιο άνθρωπο». «Γι’ αυτό ακριβώς θα φροντίσω να μείνεις αδειανό. Αν ανήκαμε στο ίδιο άτομο μπορεί να σε λυπόμουν ή έστω να σ’ αγαπούσα», λέει το χέρι που κρατά το μαχαίρι. «Ή και να με ζήλευες», λέει το χέρι με το τριαντάφυλλο. «Να με ζήλευες τόσο, που με χαρά μεγάλη αλλά και κόπο, θα έπαιρνες το περιεχόμενο που κρατάω. Γιατί να στερηθείς μια τέτοια απόλαυση; Έλα να προσποιηθούμε πως ανήκουμε στον ίδιο άνθρωπο». «Κι αν στο τέλος σε αγαπήσω», επιμένει το οπλισμένο χέρι. «Αν καταφέρω να σε αγαπήσω, τι θα κάνει ετούτο το μαχαίρι;» «Ω, μη φοβάσαι», λέει το χέρι της Αρετής.«Αδειάζει κι η αγάπη. Και τότε γίνεται ακόμη πιο μεγάλη, η θυσία της σιωπής». ~~ Είναι δυο χέρια - Κική Κων

Μεθυστικά πονά εκείνος που αγάπησε..

  Η αγάπη πληγώνει, σε πονά. Μεθυστικά πονά εκείνος που αγάπησε. Οι πληγές παράσημο: σε εκείνον που έμεινε, σε εκείνον που άντεξε, σε εκείνον που τόλμησε το παράλογο. Να αγαπάς τον άλλον πιότερο από τον εαυτό σου. Να υπομένεις... Να υπομένεις... Να μάχεσαι... Να ελπίζεις!