Νιώθω σαν κλόουν σε μια πολύχρωμη χώρα, χαρούμενο, αλλά με μάτια γεμάτα θλίψη, αλλά από τώρα θυμωμένο, που τους ανθρώπους αφήνει, περιφρονεί και τα όνειρά του καταβάλει. Τα παιδιά επιστρέφουν την αγάπη. Τραγουδούν και χορεύουν στη χαρά. Κλαίνε ως λύτρωση και όχι απ’ ανάγκη. Η μουσική των φτωχών, δεν ηχεί πια. Είναι η ιδιοτροπία των ισχυρών να απομονώνουν τους κλόουν, να περιμένουν από εκείνους πάντα να γελούν. Να κάνουν γκριμάτσες, αστείες κινήσεις, να λιώνουν σαν κερί μέσα στη λάβα του αύριο. Άλλοτε γελωτοποιός, άλλοτε βασιλιάς, άλλοτε άνθρωπος. Μέσα στη φαντασία χορεύουν οι πεταλούδες. Οι δράκοι μας καθοδηγούν, γίναμε νυχτοβάτες. Τη μέρα δεν κυκλοφορούν οι αγέλες. Τη νύχτα δεν μυρίζουν παιώνια, τα ορφανά. Ένας βασιλικός έμεινε, να θυμίζει πως πριν τη στάχτη, υπήρχε ζωή. Νιώθω σαν κλόουν σε μια πολύχρωμη χώρα, χαρούμενο, αλλά με μάτια γεμάτα θλίψη, αλλά από τώρα θυμωμένο, που τους ανθρώπους αφήνει, περιφρονεί
Έτσι τη νύχτα ανταμώνεις απ' τη μέρα τα όσα αποκρύπτεις απ' τον εαυτό σου και όπως είθισται, είναι η αλήθεια. Έκανα μια προσπάθεια ζωγραφίσω. Μάταιη η τόλμη μου. Άγονη η ψυχή, το ταλέντο στείρο. Λένε, πως η σιωπή είναι η καλύτερη συντρόφισσα, μα τα λόγια, τα απαγορευμένα, μοιάζουνε με έναν άνθρωπο που θέλησε να εκπληρώσει έναν στόχο μα στην αφετηρία, χάθηκε από την τσέπη του ένα φτερό αγγέλου που τόσο είχε ποθήσει. Τι δύσκολο πράγμα να έχεις όνειρα και να μη μιλάς για αυτά. Να παλεύεις μα να μη μάχεσαι. Να κερδίζεις και να 'σαι ηττημένος. Τίποτα δεν μας ανήκει. Μόνο το σήμερα περνάει και χάνεται γιατί τα άστρα κατέκτησαν τον κόσμο. Ό,τι μας δίνεται χωρίς απαίτηση δεν πάει χαμένο. Μόνο τότε το μέλλον μας ανήκει. Χωρίς δισταγμό, χωρίς λογική, χωρίς ανάγκη μόνο με όνειρα και συνείδηση γιατί ο σεβασμός εμπίπτει σε μια ανάμνηση θολή. Στόχος το χθες, γιατί οι μέρες περνούν ενώ τα όνειρα σέρνονται. Κι ύστερα θα σου μιλήσω για τον ήλιο όμως πιότερο αγαπώ τη σιωπή γ