Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Μέσα στον καθρέφτη: Φεγγαρογραφία μιας γυναίκας

  Την είδα ξανά απόψε, εκεί, να στέκεται γυμνή από χρόνο μπροστά στον καθρέφτη. Ένας καθρέφτης παλιός, όχι απ’ αυτούς που καθρεφτίζουν, μα εκείνους που θυμούνται. Είχε μαλλιά ασημένια, μα το βλέμμα της παιδί. Το δέρμα, χάρτης από φεγγάρια περασμένα, όχι εκείνα του ουρανού — τα άλλα, τα μέσα. Τα άφωνα. "Ποια είμαι;" ρώτησε μα ο ήχος της δεν ήταν ήχος· ήταν σιωπή που πήζει, μια παλιά σονάτα που έμεινε σε παρτιτούρα δίχως πλήκτρα. Και τότε την είδα: στον καθρέφτη δεν ήτανε μόνη. Ήταν κι ένα φεγγάρι. Μικρό στην αρχή. Ένα ψιχάλι φως στον ώμο της. Μα όσο εκείνη κοίταζε, φούσκωνε, γινόταν πρόσωπο. Γινόταν στόμα. Γινόταν μνήμη. Το φεγγάρι της μιλούσε. Με φωνή παλιάς γιαγιάς, μ’ ένα τρέμουλο τρυφερό και αυστηρό: «Εσύ είσαι ο χρόνος που περνά. Εσύ είσαι το χτες που ντύθηκε αύριο. Εσύ, γυναίκα, είσαι ιστορία». Και τότε γύρισε — όχι από τον καθρέφτη, μα από μέσα της. Και χόρεψε. Όχι με τα πόδια — με τους ώμους, με τα μάτια, με το φως στα μάγουλα που άγγιξε το φεγγάρι. Ήταν μια γυναίκα πο...
Πρόσφατες αναρτήσεις

Το Φως που Κρατούσα Μέσα Μου

  Μια σταγόνα φως κυλούσε στα πλευρά μου. Δεν ήταν ήλιος — ήταν ανάσα από χιόνι. Με ζέσταινε με ψίχουλα, με τάιζε με υποσχέσεις. Μου χάιδευε τα βλέφαρα κι ύστερα, έκλαιγε μέσα μου. Ήταν φως που μιλούσε με τη γλώσσα της ελπίδας, μα κάθε του φράση ήταν μαχαίρι μεταξωτό. Με έμαθε να περπατώ σε σκιές που μοιάζαν δικές μου. Να ψάχνω την αλήθεια σε καθρέφτες γεμάτους ομίχλη. Και να γελώ. Να γελώ σαν να ήξερα πως τούτο το φως δεν με αγάπησε ποτέ. Μα το κράτησα. Το φως. Το κράτησα σφιχτά, όχι γιατί με λύτρωνε μα γιατί με καθρέφτιζε. Κι εκεί, μέσα στη λάμψη του, είδα τη Σκιά μου να μου λέει: «Εδώ είμαι. Εσύ μ’ έφτιαξες απ’ το φως σου». Κική Κωνσταντίνου

Για την Ειρήνη

  Είσαι το φως που φωτίζει τη σκιά, η σιγή που γεννιέται όταν σωπαίνουν τα όπλα, το βλέμμα του παιδιού που δεν έμαθε να φοβάται, η λέξη που ο Πόλεμος προσπαθεί να ξεχάσει. Είσαι η ανάσα ανάμεσα στους λυγμούς, το χέρι που απλώνεται ακόμα και σε γροθιά, η φωνή που ψιθυρίζει «αρκετά» όταν οι κραυγές των μαχών γίνονται κανονικότητα. Ο Πόλεμος σε πολεμάει — με φωτιά, με αίμα, με ιδέες που μυρίζουν στάχτη. Σε σέρνει στο χώμα, σε θάβει κάτω από συντρίμμια, φωνάζει πως είσαι αδυναμία, μα δεν ξέρει πως εσύ, Ειρήνη, είσαι το θάρρος που δεν κρατάει όπλο. Με τα μάτια σου στεγνώνεις τα δάκρυα, με τα χέρια σου φυτεύεις δέντρα σε κρατήρες βομβών. Εκεί που ο Πόλεμος ζωγραφίζει τάφους, εσύ χτίζεις σπίτια. Εκεί που αφήνει ορφάνια, εσύ γεννάς κοινότητες. Είσαι η απάντηση που δεν χρειάζεται εξηγήσεις, το αντίβαρο σε κάθε σπαραγμό. Είσαι το λευκό μαντίλι που ανεμίζει ανάμεσα σε δυο στρατούς που κουράστηκαν να σκοτώνουν. Η σιωπή σου είναι δυνατότερη από τις κραυγές του. Η επιμονή σου, μια επανάσταση χωρ...

Βαριά νερά

  Βαριά νερά, μέσα τους, πυρομαχικά. Ο πόλεμος δεν ζητάει άδεια. Ο χρόνος κλέβει κομμάτια. Το σώμα βυθίζεται χωρίς ήχο. Σκηνές πάνω στο νερό, ένας κόσμος που πλέει χωρίς λόγο. Τενεκέδες, σκουριασμένοι, γεμάτοι λάσπη. Η λάσπη μεταμορφώνει, αλλά δεν θεραπεύει. Αθερίνες. Επιπλέουν, όμως δεν ξέρουν πια να κολυμπήσουν. Κάθε στροφή στο νερό, ένας θρήνος χωρίς φωνή. Απόψε, το αφιέρωμα στο πετρέλαιο. Πετρέλαιο, που φεύγει χωρίς να αφήνει ίχνη. Η λεία του, αυριανή υπόσχεση, που θα ταξιδέψει, μακριά. Τα ίχνη του, σβήνουν. Μπαρούτι. Τελείωσε. Το φυτίλι σβήνει, στάχτη παντού. Η νάρκη στον αέρα. Δίχτυ. Η βάρκα γεμάτη, χωρίς προορισμό. Επιπλέω. Χωρίς βάρος, χωρίς μέλλον. Κική Κωνσταντίνου

αποσύνθεση

η σάρκα μου θυμάται καλύτερα από μένα όσα δεν τόλμησα να πω άνθισαν σε πληγές βαθιά, εκεί που οι φωνές χάνουν τα ονόματά τους κάθε νύχτα με επιστρέφει στο σώμα που δεν ζήτησα στο βάρος που δεν ξέχασα μια φωτογραφία καίγεται αργά στην άκρη του μυαλού μου   Κική Κωνσταντίνου  

λήθη

ήταν κάποτε μια λέξη θαμμένη στο χιόνι κανείς δεν την πρόφερε κι όμως όλους μάτωσε το φως μπήκε στο δωμάτιο αλλά δεν με βρήκε εγώ μικρή άφωνη ξαπλωμένη κάτω απ’ το κρεβάτι του χρόνου ένα κορίτσι με τα μάτια γυμνά και το τέλος του κόσμου στριμωγμένο στην παλάμη της Κική Κωνσταντίνου

με το βλέμμα γλιστράνε τα όνειρα

    με το βλέμμα γλιστράνε τα όνειρα σαν τσιγάρα αναμμένα στις άκρες των ματιών της δραπετεύουν — ούτε καληνύχτα. κάθε φεγγάρι: ένα παιδί που δεν πρόλαβε να ουρλιάξει μια φωνή σβησμένη στο βάθος του ύπνου της. κι εκείνη φοράει τη σιωπή σαν σκιά στα βλέφαρα. κανείς δεν την ακούει να φεύγει. Κική Κωνσταντίνου

Αντίο ή Σιωπή;

  Το νιώθεις, άραγε, πως φεύγω — ή μήπως είμαι ήδη σιωπή που ξεγλιστρά από τα δάχτυλά σου; Επικοινωνήσαν, κάποτε, οι ψυχές μας; Ή ήταν πάντα δύο νησιά, που περιμένουν άνεμο που ποτέ δεν έρχεται; Ίσως — η σιωπή μας ήταν η πιο δυνατή γλώσσα, κι εμείς, δυο ξένοι που μιλούν την ίδια μοναξιά. Κική Κωνσταντίνου