Την είδα ξανά απόψε, εκεί, να στέκεται γυμνή από χρόνο μπροστά στον καθρέφτη. Ένας καθρέφτης παλιός, όχι απ’ αυτούς που καθρεφτίζουν, μα εκείνους που θυμούνται. Είχε μαλλιά ασημένια, μα το βλέμμα της παιδί. Το δέρμα, χάρτης από φεγγάρια περασμένα, όχι εκείνα του ουρανού — τα άλλα, τα μέσα. Τα άφωνα. "Ποια είμαι;" ρώτησε μα ο ήχος της δεν ήταν ήχος· ήταν σιωπή που πήζει, μια παλιά σονάτα που έμεινε σε παρτιτούρα δίχως πλήκτρα. Και τότε την είδα: στον καθρέφτη δεν ήτανε μόνη. Ήταν κι ένα φεγγάρι. Μικρό στην αρχή. Ένα ψιχάλι φως στον ώμο της. Μα όσο εκείνη κοίταζε, φούσκωνε, γινόταν πρόσωπο. Γινόταν στόμα. Γινόταν μνήμη. Το φεγγάρι της μιλούσε. Με φωνή παλιάς γιαγιάς, μ’ ένα τρέμουλο τρυφερό και αυστηρό: «Εσύ είσαι ο χρόνος που περνά. Εσύ είσαι το χτες που ντύθηκε αύριο. Εσύ, γυναίκα, είσαι ιστορία». Και τότε γύρισε — όχι από τον καθρέφτη, μα από μέσα της. Και χόρεψε. Όχι με τα πόδια — με τους ώμους, με τα μάτια, με το φως στα μάγουλα που άγγιξε το φεγγάρι. Ήταν μια γυναίκα πο...
Μια σταγόνα φως κυλούσε στα πλευρά μου. Δεν ήταν ήλιος — ήταν ανάσα από χιόνι. Με ζέσταινε με ψίχουλα, με τάιζε με υποσχέσεις. Μου χάιδευε τα βλέφαρα κι ύστερα, έκλαιγε μέσα μου. Ήταν φως που μιλούσε με τη γλώσσα της ελπίδας, μα κάθε του φράση ήταν μαχαίρι μεταξωτό. Με έμαθε να περπατώ σε σκιές που μοιάζαν δικές μου. Να ψάχνω την αλήθεια σε καθρέφτες γεμάτους ομίχλη. Και να γελώ. Να γελώ σαν να ήξερα πως τούτο το φως δεν με αγάπησε ποτέ. Μα το κράτησα. Το φως. Το κράτησα σφιχτά, όχι γιατί με λύτρωνε μα γιατί με καθρέφτιζε. Κι εκεί, μέσα στη λάμψη του, είδα τη Σκιά μου να μου λέει: «Εδώ είμαι. Εσύ μ’ έφτιαξες απ’ το φως σου». Κική Κωνσταντίνου