Έτσι ξεκίνησε κι αυτό το κείμενο — αθόρυβα, σαν σκιά που γλιστρά κάτω από την πόρτα όταν όλοι και όλα κοιμούνται. Δεν είχε πρόθεση να γίνει φωνή, ούτε απαίτησε βλέμματα. Ήταν ένας ψίθυρος που έσταξε στην καρδιά όπως πέφτει μια στάλα βροχής σε ξηραμένη γη: όχι για να την πλημμυρίσει, αλλά για να της θυμίσει πως ακόμη μπορεί να νιώσει.
Δεν ήξερα αν έπρεπε να το μοιραστώ. Υπάρχει μια λεπτή γραμμή ανάμεσα στην εξομολόγηση και τη γύμνια. Κι όμως, όταν η ψυχή γράφει, η σιωπή δεν είναι πλέον σιωπή∙ είναι κλείδωμα, ασφυξία, μια προδοσία αθόρυβη που σαπίζει εκ των έσω.
Υπάρχουν λόγια που δεν χωρούν στην καθημερινότητα, που δεν μπορούν να ειπωθούν πάνω από το φως της κουζίνας ή ανάμεσα σε τρεις ειδοποιήσεις του τηλεφώνου. Λόγια που φορούν σκιές, περπατούν ξυπόλυτα μέσα στη νύχτα και ζουν μονάχα στα όρια του ονείρου και της ανάμνησης. Είναι τα λόγια που δεν φωνάζονται — γιατί ό,τι είναι αληθινό, δεν έχει ανάγκη από ένταση, μα από αλήθεια. Από τρέμουλο. Από εσωτερικό σεισμό.
Πόσα τέτοια λόγια κρατάμε μέσα μας; Πόσοι φόβοι, έρωτες, απώλειες, ευχές, κραυγές καταπνίγηκαν επειδή δεν βρήκαν τον κατάλληλο χρόνο, τον κατάλληλο άνθρωπο, το κατάλληλο θάρρος; Πόσα δεν ειπώθηκαν — κι ακριβώς γι’ αυτό, σημάδεψαν πιο βαθιά;
Η σιωπή δεν είναι πάντα χρυσός. Καμιά φορά είναι σίδερο κρύο, δεμένο στα χέρια μιας καρδιάς που θέλει απλώς να αφεθεί. Να μιλήσει. Να γράψει. Όχι για να διδάξει∙ όχι για να συγκινήσει∙ μα για να υπάρξει. Γιατί αν δεν ειπωθεί αυτό που σε καίει, σε καταπίνει.
Και τότε το χαρτί γίνεται καταφύγιο. Όχι καταγραφή∙ ανάσα. Γράφεις όχι για να σε διαβάσουν, αλλά γιατί το άγραφο πονά. Γράφεις με το ρίγος της αλήθειας, με το μισόφωτο της ψυχής σου. Κάθε λέξη κι ένας παλμός. Κάθε στίχος και μια πνοή που δεν άντεξε τη σιωπή.
Το σκοτάδι δεν φοβάται τις λέξεις — τις καταπίνει. Μα εσύ δεν γράφεις για να νικήσεις το σκοτάδι. Γράφεις για να θυμάσαι ότι κάποτε το αντίκρισες και δεν σώπασες. Ότι το έκανες λέξη. Και την άφησες να σε ψιθυρίσει πίσω.
Και τότε συνειδητοποιείς κάτι παράξενο — ότι ο ψίθυρος δεν είναι αδυναμία. Είναι είδος δύναμης. Είναι η φωνή που δεν έχει ανάγκη να πείσει, να επιβληθεί, να υψωθεί. Είναι η φωνή που έχει ήδη πονέσει, έχει ήδη ζήσει, έχει ήδη περάσει μέσα από φωτιές και δεν χρειάζεται πια να αποδείξει τίποτα. Ψιθυρίζει, γιατί δεν έχει τίποτα να φωνάξει. Μόνο να μεταδώσει. Να παραδώσει.
Όταν γράφεις με την ψυχή, δεν είσαι συγγραφέας∙ είσαι μάρτυρας. Στέκεσαι μπροστά από το εσωτερικό σου φως και το βλέπεις να τρεμοπαίζει. Δεν το παρερμηνεύεις. Δεν το αγγίζεις. Απλώς το παρατηρείς. Και καταγράφεις τη φλόγα του όπως είναι: εύθραυστη, ανεξήγητη, δική σου.
Μερικές λέξεις είναι σαν προσευχές. Δεν απευθύνονται σε άνθρωπο. Δεν ζητούν απάντηση. Μοναχά στέλνονται ψηλά — ή βαθιά — ελπίζοντας πως κάπου, κάποιος, κάτι, θα τις πιάσει. Θα τις νιώσει. Και τότε, για μια στιγμή, δεν θα είσαι μόνος.
Γιατί η μοναξιά δεν είναι να μην έχεις ανθρώπους. Είναι να μην έχεις ακροατές της αλήθειας σου.
Κι όμως, το πιο παράδοξο είναι πως οι μεγαλύτερες αλήθειες μας δεν αντέχουν την ένταση της καθημερινότητας. Αν τις φωνάξεις, σπάνε. Αν τις κρατήσεις μέσα σου, σαπίζουν. Μα όταν τις ψιθυρίσεις — δειλά, αληθινά, χωρίς στολίδια — τότε ανθίζουν. Και γίνονται γέφυρες. Προς εσένα. Προς τον άλλον. Προς τον κόσμο.
Η ψυχή δεν έχει φωνή. Έχει γραφή. Και η γραφή δεν είναι πάντοτε λογοτεχνία. Είναι μαρτυρία. Είναι η τελευταία πράξη αντίστασης ενός ανθρώπου που αρνείται να ξεχάσει το μέσα του.
Γι’ αυτό, όταν διστάζεις να μιλήσεις, μην τρομάζεις. Γράψε. Μη φοβάσαι το χαρτί — φοβήσου το βάρος του ανείπωτου. Γιατί οι λέξεις που δεν ειπώθηκαν, βρίσκουν άλλους τρόπους να ζήσουν: γίνονται σιωπές, κόμποι στο λαιμό, απουσίες σε βλέμματα.
Και τότε, ναι — η σιωπή γίνεται όντως προδοσία. Όχι προς τους άλλους. Αλλά προς το πιο εύθραυστο, το πιο τίμιο κομμάτι σου: αυτό που ήθελε απλώς να πει την αλήθεια του.
Ψιθυριστά.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
ΕΚΦΡΑΣΟΥ ΚΑΙ ΕΣΥ