Στη γωνιά του παλιού μαγαζιού,
κάτω απ’ τους δείκτες που γύρναγαν αθόρυβα,
στεκόταν ένα κορίτσι.
Όχι παιδί.
Όχι γυναίκα.
Μια σκέψη με φόρεμα και φιτίλι από χρόνον.
Τα μάτια της — μικρά τζάμια —
κοιτούσαν δυο κούκλες που έμοιαζαν ζωντανές.
Είχαν φωνή από πορσελάνη
και χέρια δεμένα με βελούδο αναμονής.
"Ήμουν κι εγώ εκεί",
είπε το κορίτσι,
χωρίς να το πει.
Το άκουσε μόνο το φως
και μια σκόνη παλιάς σονάτας
που αιωρούνταν πίσω απ’ τη βιτρίνα.
Τα μαλλιά της είχαν μνήμες από παραμύθια,
κουρδισμένα με άγνοια κι ευχή.
Φορούσε ένα φόρεμα πλεγμένο
με υποσχέσεις παλιών παιχνιδιών
και μια καμπανούλα στην παλάμη
που μόνο οι χαμένοι χρόνοι αναγνώριζαν.
"Δεν ήρθα να αγοράσω",
έμοιαζε να λέει,
"ήρθα να θυμηθώ πώς ήταν να είμαι ξεχασμένη".
Και τότε…
μία απ’ τις κούκλες της έκλεισε το μάτι.
Ίσως από ρεύμα.
Ίσως από όνειρο.
Ίσως επειδή τα παραμύθια δεν αντέχουν να μένουν ακίνητα
όταν τα κοιτάς με αλήθεια.
- Κική Κωνσταντίνου
Δεν φαντάστηκα — ούτε ζήτησα — να γράφω ποίηση.
Αμφισβήτησα ακόμη κι αν μπορώ.
Κρατούσα τις λέξεις στα δάχτυλά μου, όπως τα παιδιά κρατούν κάτι εύθραυστο —
με θαυμασμό και φόβο μαζί.
Στην αρχή έγραφα παραμύθια.
Έπλαθα κόσμους που μπορούσαν να καταλήξουν όπως ήθελα εγώ.
Να σωθούν.
Να σωθώ εγώ μέσα απ’ αυτούς.
Όμως τα παραμύθια μεγάλωσαν.
Άρχισαν να μου ζητούν αλήθεια.
Άρχισαν να ζητούν εμένα, χωρίς κορδέλες.
Και τότε ήρθε η ποίηση.
Δεν με φίλησε απαλά στο μέτωπο.
Με τράβηξε από το γιακά και με ανάγκασε να δω.
Να νιώσω χωρίς να κρύβομαι.
Να γράψω χωρίς να ξέρω αν μπορώ.
Κι όσο γράφω, καταλαβαίνω πως ίσως να μην ανήκω πουθενά αλλού.
Ίσως ο μόνος τόπος που μου μοιάζει,
είναι αυτός που χτίζω κάθε φορά που νιώθω
και τολμώ να το πω.

Ακολουθώ τη γραφή σου, το ξέρεις καλή μου φίλη. Τα πετάγματά σου, την εσωτερική σου προσπάθεια και αγωνία. Αυτό να το ξέρεις. Καλημέρα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλημέρα καλέ μου! Σε φιλώ
Διαγραφή