![]() |
Πηγή |

Ποιήματα (Ώρα της Στάχτης).
μτφρ.: Βασίλης Λαλιώτης.
Πηγή: Cultural News - Πολιτιστικά Νέα
Στα νεανικά του χρόνια εντάχθηκε σε μαρξιστικά κινήματα και πολέμησε ενάντια στη στρατιωτική δικτατορία στο Ελ Σαλβαδόρ. Φυλακίστηκε πολλές φορές και σε μία περίπτωση καταδικάστηκε σε θάνατο, αλλά σώθηκε λόγω σεισμού που κατέστρεψε τη φυλακή . Έζησε για χρόνια στην εξορία – Κούβα, Μεξικό, Πράγα – πάντα γράφοντας και παλεύοντας.
Το πιο τραγικό στοιχείο της ζωής του Dalton είναι ότι δεν τον σκότωσε η εξουσία αλλά οι «σύντροφοί» του.
Το 1975 επέστρεψε στο Ελ Σαλβαδόρ για να συμμετάσχει στην ένοπλη πάλη μέσω της οργάνωσης ERP (Ejército Revolucionario del Pueblo). Εκεί κάποιοι τον κατηγόρησαν για προδοσία, ίσως για προσωπικούς ή ιδεολογικούς λόγους. Τον εκτέλεσαν, παρά τις εκκλήσεις άλλων αγωνιστών να τον σώσουν. Ήταν μόλις 40 ετών. Το σώμα του δεν βρέθηκε ποτέ.
Εάν τοποθετήσουμε τον στίχο του μέσα στη ζωή του, γίνεται σχεδόν προφητικός για έναν άνθρωπο που επανειλημμένα ξέφυγε από τον θάνατο, που έδωσε όλη του τη ζωή σε έναν αγώνα, αλλά ένιωθε το βάρος του κόστους και που στο τέλος προδόθηκε από αυτούς που θεωρούσε αδερφούς, τους συντρόφους του δηλαδή.
Σας παραθέτω και ολόκληρο το ποίημα:
Ώρα της Στάχτης
Τελειώνει ο Σεπτέμβρης. Είναι ώρα να σου πω
πόσο δύσκολο ήταν να μην πεθάνω.Για παράδειγμα, απόψε,
έχω στα χέρια γκρίζα
βιβλία όμορφα που δεν καταλαβαίνω,
δεν θα μπορούσα να τραγουδήσω
αν και έχει σταματήσει πια η βροχή
και μου έρχεται χωρίς λόγο η θύμηση
του πρώτου σκύλου που αγάπησα παιδί.Από χτες που έφυγες
υπάρχει υγρασία και κρύο μέχρι και στη μουσική.
Όταν θα πεθάνω,
μονάχα θα θυμούνται την πρωινή και φανερή μου αγαλλίαση,
τη σημαία μου χωρίς δικαίωμα να κουραστεί,
τη συγκεκριμένη αλήθεια που μοίρασα από τη φωτιά,
τη γροθιά που έκανα ομόφωνη
με την κραυγή από πέτρα που απαίτησε η ελπίδα.Κάνει κρύο χωρίς εσένα. Όταν θα πεθάνω,
όταν θα πεθάνω
θα πουν με καλή πρόθεση
πως δεν ήξερα να κλαίω.
Τώρα βρέχει πάλι.
Ποτέ δεν ήταν τόσο βράδυ στις εφτά παρά τέταρτο
όπως σήμερα.Έχω επιθυμία να γελάσω
ή να σκοτωθώ.Μοιάζει με κραυγή, με εξομολόγηση, με μια διαρκή αναζήτηση σε κάτι που του λείπει. Η βροχή άλλωστε πάντα μας οδηγεί σε μια εσωτερική περισυλλογή. Πάντως σε αυτούς τους στίχους, βλέπω έναν κουρασμένο άνθρωπο - μαχητή που προσπαθεί να φτιάξει (ανεπιτυχώς εις γνώσιν του) έναν "αστείο" κόσμο μέσα στη θλίψη του. Έναν κόσμο ίσως που τον φέρνει πιο κοντά στο παιδί μέσα του. Σίγουρα νιώθω οτι μιλάει σε κάποιο πρόσωπο που αναζητεί. Να είναι κάποια αγαπημένη; κάποιος σύντροφος; ή μήπως ο εαυτός του, παιδί; Εκεί καταλήγω. Γιατί στον πόνο μας (και στη χαρά μας) αλλά κυρίως στον πόνο μας, εκεί καταφεύγουμε. Στην αγκαλιά του πληγωμένου παιδιού μέσα μας.
Θα χαρώ να μάθω τη γνώμη σας.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
ΕΚΦΡΑΣΟΥ ΚΑΙ ΕΣΥ