Κι αν παίζουν στον Παράδεισο,
λες;
Αν τρέχουν ξυπόλυτα σε κάμπους από φως,
με μαλλιά κολλημένα στο ιδρωμένο μέτωπο
και γόνατα γρατζουνισμένα,
όπως όλα τα παιδιά που πρόλαβαν;
Αν γελούν με τα σύννεφα
και χαϊδεύουν τ’ αστέρια σαν παιδικά μπαλόνια,
δίνοντάς τους ονόματα;
Αν ζωγραφίζουν τον ήλιο κάθε μέρα —
όχι γιατί δεν ξέρουν άλλον,
αλλά γιατί εκεί πάνω
δεν υπάρχει σκοτάδι;
Τα βλέπω.
Ζωγραφίζουν με φως,
με σύννεφα για χαρτί
και ουράνια τόξα για μπογιές.
Κρεμούν τις ζωγραφιές τους στον ουρανό
και γελούν τόσο δυνατά
που, για λίγο, νομίζεις πως ακούγονται εδώ.
Παίζουν.
Παίζουν με σοβαρότητα — όπως μόνο τα παιδιά παίζουν.
Παίζουν χωρίς να ξεχνούν.
Μα το παιχνίδι...
το παιχνίδι τους άξιζε εδώ.
Εδώ,
στη Γη.
Με χώμα κάτω από τα νύχια,
με πλαστελίνες κάτω από το τραπέζι,
με ένα «σε λίγο» και ένα «πρόσεχε τα σκαλιά».
Τους άξιζε ένα χέρι που να τους κρατά.
Ένα χέρι που δεν πονά,
δεν πληγώνει,
δεν σβήνει.
Ποιος τους το στέρησε;
Ποιος ύψωσε φωνή,
ή τη βύθισε σε τέτοια σιωπή
που έγινε βράχος;
Ποιος πρόδωσε την πρώτη εμπιστοσύνη;
Ποιος, αθόρυβα, αποφάσισε πως το παιδί δεν είναι παιδί;
Τώρα, λένε, κάθονται σε κύκλο εκεί πάνω.
Μετρούν — όχι τα παιχνίδια,
αλλά τα σημάδια.
— Εσύ, πώς σε λένε;
— Δεν πρόλαβα να μάθω.
— Εσένα;
— Με φώναζαν «τίποτα»...
Όμως τα μάτια τους…
Τα μάτια τους θυμούνται.
Το ψεύτικο τηλέφωνο.
Τις καρέκλες-σπίτι.
Τα μαξιλάρια-βουνά.
Θυμούνται το «δεν σε παίζω»
και το «έλα να φας».
Θυμούνται τη ζωή.
Και παίζουν, ναι.
Παίζουν στον Παράδεισο.
Αλλά το παιχνίδι ήταν εδώ.
Εδώ που μυρίζει παπούτσι βρεγμένο.
Εδώ που το παγωτό στάζει στο χέρι
κι ο χρόνος κυλάει ανάμεσα σε μολύβια και σπασμένα κουμπιά.
Εδώ που το παιχνίδι λερώνει.
Μα είναι αληθινό.
Αυτό τους άξιζε.
Όχι η ανάμνηση.
Όχι η προσευχή.
Όχι ένα λευκό σεντόνι με αριθμό.
Τους άξιζε η ζωή!
Κική Κωνσταντίνου
Ακούω συνεχώς για παιδιά.
Παιδιά που χάνονται. Παιδιά που σκοτώνονται. Παιδιά που κακοποιούνται.
Παιδιά που μεγαλώνουν μέσα στον φόβο, στην εγκατάλειψη, στη βία.
Παιδιά που δεν πρόλαβαν να ζήσουν. Παιδιά που γίνονται είδηση... και μετά ξεχνιούνται.
Και νιώθω ένα βάρος μέσα στο στήθος.
Κάθε φορά.
Ένα παιδί πνιγμένο. Χτυπημένο.
Κι όμως… στα αζήτητα.
Κανείς δεν το ζητάει. Κανείς.
Παίρνω το δικό μου παιδί στην αγκαλιά και το σφίγγω λίγο πιο πολύ.
Μυρίζω τα μαλλιά του, ακούω την ανάσα του.
Και νιώθω τύψεις. Που εγώ μπορώ. Που είμαι εδώ.
Και απορώ. Πώς γίνεται να υπάρχουν άνθρωποι που γεννούν και σκοτώνουν;
Άνθρωποι που προσπερνούν παιδικά βλέμματα σαν να ’ναι σκουπίδια;
Με τρομάζει αυτός ο κόσμος.
Με τρομάζει που δεν μας τρομάζει πια.
Δεν πρέπει να το συνηθίσουμε.
Δεν πρέπει να το προσπεράσουμε.
Γιατί τότε…
χάσαμε όλοι.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
ΕΚΦΡΑΣΟΥ ΚΑΙ ΕΣΥ