Η
βροχή στο Λονδίνο έπεφτε σαν υπόσχεση. Ήπια, συνεχής, σχεδόν
τελετουργική. Ήταν μια Τρίτη που μύριζε παλαιό βιβλίο και φρέσκο καφέ.
Το μικρό καφέ στη γωνία της Μέρσον Στριτ έμοιαζε βγαλμένο από άλλον
αιώνα· τα παράθυρά του είχαν μια μόνιμη θαμπάδα, λες και φύλαγαν
μυστικά.
Στο τραπέζι 7, καθόταν εκείνη.
Μια γυναίκα με κόκκινο φόρεμα, σαν λεκές φωτιάς σε ασπρόμαυρη πόλη. Δεν ήταν κραυγαλέα όμορφη· ήταν γαλήνια, σιωπηλή, σαν λέξη που δεν ειπώθηκε ποτέ. Το βλέμμα της κοιτούσε πότε έξω από το παράθυρο, πότε στο ρολόι του τοίχου, και πότε την πόρτα που δεν άνοιγε. Δίπλα της μια πορσελάνινη κούπα – παγωμένος καφές με άρωμα ματαιότητας.
Οι θαμώνες την ήξεραν πια. Ερχόταν κάθε Τρίτη, πάντα στις πέντε και δέκα. Καθόταν στο ίδιο τραπέζι, φορούσε πάντα κόκκινο – άλλοτε σατέν, άλλοτε βελούδο – και δεν μιλούσε σε κανέναν. Ο ιδιοκτήτης την αποκαλούσε «η κυρία του κόκκινου ρυθμού», γιατί ερχόταν πάντα με ακρίβεια ενοχής. Κάποιοι την έλεγαν τρελή. Άλλοι πίστευαν πως ήταν ηρωίδα παλιάς αγγλικής νουβέλας που ξέχασε να τελειώσει.
Τι περίμενε;
Κανείς δεν ήξερε.
Ίσως κάποιον παλιό έρωτα που της υποσχέθηκε επιστροφή και χάθηκε στον χρόνο. Ίσως τον εαυτό της, εκείνον τον άλλο που κάποτε τόλμησε να ονειρευτεί και τώρα αργεί. Ίσως απλώς κάποιο τέλος· μια λέξη, ένα βλέμμα, ένα "συγγνώμη" ή ένα "αντίο".
Μια Τρίτη όμως, όλα άλλαξαν.
Η πόρτα άνοιξε με εκείνο το χαρακτηριστικό «ντιν» από το καμπανάκι. Κι εκείνος μπήκε. Ψηλός, με μαύρη ομπρέλα, μάτια χλωμά και παλτό βρεγμένο. Στάθηκε. Την κοίταξε. Εκείνη ανασήκωσε το βλέμμα, όχι με απορία – με γνώση. Σαν να τον περίμενε χρόνια.
Χαμογέλασαν.
Δεν είπαν λέξη.
Και μετά από μερικά λεπτά, εκείνη σηκώθηκε. Πήρε την τσάντα της, άφησε δίπλα στον καφέ ένα κόκκινο γάντι, και βγήκαν μαζί στη βροχή. Όσοι παρακολουθούσαν σκέφτηκαν: ήταν αυτός. Ή απλώς κάποιος που του έμοιαζε αρκετά για να τελειώσει η αναμονή.
Από τότε, το τραπέζι 7 έμεινε άδειο.
Μόνο το γάντι, πίσω από μια γυάλινη θήκη στο ταμείο, υπενθυμίζει πως κάποτε, μια γυναίκα με κόκκινο φόρεμα δίδαξε σε όλους τι σημαίνει να περιμένεις – και να πιστεύεις.
Ίσως, τελικά, δεν περίμενε κάποιον.
Ίσως περίμενε "την κατάλληλη στιγμή".
Κική Κωνσταντίνου
Στο τραπέζι 7, καθόταν εκείνη.
Μια γυναίκα με κόκκινο φόρεμα, σαν λεκές φωτιάς σε ασπρόμαυρη πόλη. Δεν ήταν κραυγαλέα όμορφη· ήταν γαλήνια, σιωπηλή, σαν λέξη που δεν ειπώθηκε ποτέ. Το βλέμμα της κοιτούσε πότε έξω από το παράθυρο, πότε στο ρολόι του τοίχου, και πότε την πόρτα που δεν άνοιγε. Δίπλα της μια πορσελάνινη κούπα – παγωμένος καφές με άρωμα ματαιότητας.
Οι θαμώνες την ήξεραν πια. Ερχόταν κάθε Τρίτη, πάντα στις πέντε και δέκα. Καθόταν στο ίδιο τραπέζι, φορούσε πάντα κόκκινο – άλλοτε σατέν, άλλοτε βελούδο – και δεν μιλούσε σε κανέναν. Ο ιδιοκτήτης την αποκαλούσε «η κυρία του κόκκινου ρυθμού», γιατί ερχόταν πάντα με ακρίβεια ενοχής. Κάποιοι την έλεγαν τρελή. Άλλοι πίστευαν πως ήταν ηρωίδα παλιάς αγγλικής νουβέλας που ξέχασε να τελειώσει.
Τι περίμενε;
Κανείς δεν ήξερε.
Ίσως κάποιον παλιό έρωτα που της υποσχέθηκε επιστροφή και χάθηκε στον χρόνο. Ίσως τον εαυτό της, εκείνον τον άλλο που κάποτε τόλμησε να ονειρευτεί και τώρα αργεί. Ίσως απλώς κάποιο τέλος· μια λέξη, ένα βλέμμα, ένα "συγγνώμη" ή ένα "αντίο".
Μια Τρίτη όμως, όλα άλλαξαν.
Η πόρτα άνοιξε με εκείνο το χαρακτηριστικό «ντιν» από το καμπανάκι. Κι εκείνος μπήκε. Ψηλός, με μαύρη ομπρέλα, μάτια χλωμά και παλτό βρεγμένο. Στάθηκε. Την κοίταξε. Εκείνη ανασήκωσε το βλέμμα, όχι με απορία – με γνώση. Σαν να τον περίμενε χρόνια.
Χαμογέλασαν.
Δεν είπαν λέξη.
Και μετά από μερικά λεπτά, εκείνη σηκώθηκε. Πήρε την τσάντα της, άφησε δίπλα στον καφέ ένα κόκκινο γάντι, και βγήκαν μαζί στη βροχή. Όσοι παρακολουθούσαν σκέφτηκαν: ήταν αυτός. Ή απλώς κάποιος που του έμοιαζε αρκετά για να τελειώσει η αναμονή.
Από τότε, το τραπέζι 7 έμεινε άδειο.
Μόνο το γάντι, πίσω από μια γυάλινη θήκη στο ταμείο, υπενθυμίζει πως κάποτε, μια γυναίκα με κόκκινο φόρεμα δίδαξε σε όλους τι σημαίνει να περιμένεις – και να πιστεύεις.
Ίσως, τελικά, δεν περίμενε κάποιον.
Ίσως περίμενε "την κατάλληλη στιγμή".
Κική Κωνσταντίνου
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
ΕΚΦΡΑΣΟΥ ΚΑΙ ΕΣΥ