Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Κυβέλη, το δέρμα που μιλά, Κεφάλαιο 3: Οι λέξεις που δεν ειπώθηκαν

Καλημέρα, εκφραστικοί μου.

Ελπίζω να σας βρίσκω καλά.

Μέσα σε πολλά και διάφορα,  βρίσκομαι εδώ και σήμερα, να μοιραστώ μαζί σας τη συνέχεια της "Κυβέλης". 

Το τελευταίο διάστημα, πιθανόν  να το έχεις καταλάβει κι εσύ, συμβαίνουν πράγματα που με κρατάνε μακριά από όσα θα ήθελα να κάνω, δεν σας επισκέπτομαι πλέον καθημερινά γιατί δεν υπάρχει χρόνος αλλά ούτε και ενέργεια πλέον. 

Παρόλα αυτά επειδή ξεκίνησα να μοιράζομαι τη Κυβέλη, που πιστέψτε με, ήταν αρκετά δύσκολη η απόφαση να το κάνω,  δεν θέλω να το αφήσω στη μέση, οπότε αν δεν γνωρίζεις τι είναι η Κυβέλη και ποιο είναι το ταξίδι της, μπορείς να ξεκινήσεις από την αρχή, δηλαδή διάβασε για το εγχείρημα, γνώρισε την ιστορία, μπες στον κόσμο της και αφέσου...  Εδώ:  Η Κυβέλη - Κεφάλαιο 1 θα βρεις το πρώτο κεφάλαιο και το εισαγωγικό μου σημείωμα και εδώ: το Kεφάλαιο 2.

 





ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: Οι λέξεις που δεν ειπώθηκαν

Υπάρχουν ερωτήσεις που μένουν μέσα σου,
όχι γιατί δεν ξέρεις τι να απαντήσεις, αλλά γιατί κάθε απάντηση μοιάζει να ζητάει συγγνώμη.

Θυμάμαι τις φορές που κάποιος ρώτησε: «Τι έπαθες;»
Ήταν μια φράση βαριά σαν τον χειμώνα... Κρύα, άκομψη, και πάντα λίγο άτοπη.

Δεν «έπαθα» κάτι.
Κοκκίνισα.
Αυτό ήταν το τραύμα μου.

Πόνεσα εκεί που δεν έπρεπε.
Ξύπνησα νύχτες ολόκληρες, προσπαθώντας να μην κλάψω μπροστά σε κανέναν.
Χάιδεψα πληγές αόρατες για τους άλλους,
και κάλυψα την ενοχή μου με στρώσεις μακιγιάζ  σαν να ήθελα να βάψω μια σιωπή που ποτέ δεν έσβηνε.

Οι λέξεις που έλεγα στους άλλους:

«Είναι απλό έκζεμα»,
«Πέρασα μια φάση άγχους»,
«Δεν φαίνεται, έτσι;»
ήταν ψέματα. Μισές αλήθειες.

Στρογγυλεμένες δικαιολογίες για να μη φανεί το πραγματικό βάθος.

Θυμάμαι εκείνη τη φορά, στο φαρμακείο,
μια γυναίκα που μου είπε: «Πρέπει να προσέχεις το πρόσωπό σου, είναι κρίμα».
Η λέξη «κρίμα» τρύπησε πιο βαθιά μέσα μου απ’ ό,τι η ίδια η φλεγμονή.

Όχι, δεν ήταν κρίμα.
Ήταν το πρόσωπό μου. Το δικό μου πρόσωπο. Ένα πρόσωπο που είχε ταλαιπωρηθεί, που είχε θυμώσει, που είχε "ραγίσει", αλλά ποτέ δεν γύρισε την πλάτη του στον καθρέφτη.

Οι λέξεις που δεν ειπώθηκαν, αυτές που παρέμεναν κρυφές,
ήταν αυτές που σαπίζουν μέσα μου:
«Με βλέπεις όπως είμαι;»
«Θα με αγαπήσεις ακόμα κι έτσι;»
«Γιατί να σου εξηγήσω κάτι τόσο δικό μου;»

Καμία απ’ αυτές δεν είπα ποτέ φωναχτά.

Και κάθε φορά που σιωπούσα,
το δέρμα μου φώναζε αντί για μένα,

με κοκκινίλες, εκρήξεις, ξηρότητα, κραυγές.

Δεν ήταν απλή ασθένεια.
Ήταν η καταπίεση που έγινε πρόσωπο.

Και τώρα, κάτι άρχισε να αλλάζει.
Όχι έξω, μέσα μου.

Δεν ήξερα πώς να μιλήσω, αλλά ήξερα πως η σιωπή πια δεν με προστάτευε.
Με κρατούσε φυλακισμένη.

Και αν ήθελα να προχωρήσω,
έπρεπε να πω την αλήθεια μου, έστω και ψιθυριστά.

Ήταν η στιγμή να δώσω φωνή σ’ αυτά που είχα κλειδώσει χρόνια μέσα μου, να δω το πρόσωπό μου χωρίς φόβο ή ντροπή, να αφήσω την ανάσα μου να γεμίσει αλήθεια, όχι ψέματα.

Γιατί κάθε πληγή που αγνοούμε γίνεται βαθύτερη, και κάθε σιωπή που κρατάμε γίνεται φωνή πνιγμένη στο σώμα.

Κι όμως, εκείνη η μέρα ήρθε.

Ξύπνησα διαφορετικά,
όχι γιατί το δέρμα μου είχε αλλάξει,
αλλά γιατί δεν το κοίταξα πια σαν εχθρό.

Το χάιδεψα απαλά,
έβαλα ενυδατική με τρυφερότητα,
σαν να ζήτησα συγγνώμη απ’ το σώμα μου
για όλα τα χρόνια που το κατηγορούσα.

Κοίταξα τον εαυτό μου στον καθρέφτη.
Δεν είδα «έκζεμα».
Δεν είδα «ζημιά».
Είδα εμένα.

Άρχισα να μιλάω, όχι  δυνατά.
Μερικές φορές έγραφα, άλλες φορές έκλαιγα.
Και άλλες φορές, απλώς άγγιζα το στήθος μου και ψιθύριζα: «Εδώ είμαι».

Σιγά σιγά, βρήκα και άλλους σαν εμένα,
ανθρώπους που μάθαιναν να κρύβονται πίσω από χαμόγελα και μακιγιάζ, που φοβούνταν να πουν «πονάω» γιατί νόμιζαν πως θα φανεί αδυναμία.

Μαζί τους κατάλαβα πως η αλήθεια μου δεν ήταν ντροπή.
Ήταν γέφυρα.
Ήταν κάλεσμα.
Ήταν φροντίδα.

Και κάθε φορά που το δέρμα μου μιλούσε,
δεν το καταριόμουν πια. Άκουγα και το ρωτούσα: «Τι θέλεις να μου πεις;»

Και κάπως έτσι, άρχισα να γιατρεύομαι. Όχι γιατί βρήκα θεραπεία, αλλά γιατί βρήκα τον εαυτό μου.


 

 __________ Συνεχίζεται____________

 

 

Αυτό ήταν το τρίτο κεφάλαιο, εκφραστικοί μου.  

Εύχομαι να σας αρέσει και να ταξιδέψετε μαζί του.

Σας φιλώ και σας εύχομαι μια όμορφη μέρα. Εδώ, είναι βροχερή και μελαγχολική η ημέρα μας αλλά θα περάσει... Θα έρθει ο ήλιος, πάλι! Ανυπομονώ!

Να περνάτε όμορφα! 


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΓΙΑ ΤΗΝ ΞΑΔΕΡΦΑΡΑ ΜΟΥ ΜΕ ΑΓΑΠΗ!

Εκφραστικοί μου φίλοι, καλημέρα! Τί μου κάνετε, είστε όλοι καλά; Εγω μια χαρά. Καταιγισμός γενεθλίων το τελευταίο διάστημα βρε παιδιά! Πολύ με χαροποιεί αυτό! Ευχές, ευχές, ευχές! Μ' αρέσουν οι ευχές! Σήμερα λοιπόν θέλω και εγώ να δώσω τις ευχές μου σε ένα αγαπημένο μου πρόσωπο, με ένα ιδιαίτερο θα έλεγα τρόπο! (Είμαι σίγουρη πως όταν η ξαδέρφη μου δει αυτή την ανάρτηση θα γουρλώσει το μάτι πίσω από τα γυαλιά, θα βγάλει τη γλώσσα έξω απο αμηχανία, θα βγάλει μια κραυγή απόγνωσης και θα κρυφτεί όπου βρει πρόχειρα εκεί τριγύρω χαχαχαχα) (Ιωάννα σα να είμαι εκεί και να σε βλέπω νοιώθω - πολύ το διασκεδάζω! :P) Σκορπίνα λοιπόν η ξαδερφάρα μου! Δυναμική προσωπικότητα, όσο κι αν δε το δείχνει με τη πρώτη ματιά!  Σήμερα λοιπόν, το κορίτσι μου έχει γενέθλια και εγώ δε θα μπορούσα να μη κάνω ανάρτηση μοναχά για πάρτη της! Τόσα έχει κάνει εκείνη για μένα, ας κάνω και εγώ κάτι μικρό αυτή τη φορά! ;) Χρόνια πολλά λοιπόν σε σένα που όταν ήμουνα μικρή με έβαζες να ...

Κάδος Εξομολόγησης

Στη γωνία μιας παλιάς γειτονιάς της Χαλκίδας, ανάμεσα σε δυο ξεθωριασμένα φανάρια και κάτω από μια γέρικη νεραντζιά, ζούσε ένας κάδος σκουπιδιών. Όχι από αυτούς τους καινούριους, τους πράσινους με τα ροδάκια που τρίζουν. Όχι! Αυτός ήταν παλιός, μεταλλικός, με βαθουλώματα και σημάδια από βροχές, κλωτσιές και καλοκαιρινές φωτιές. Τον έλεγαν Στέφανο. Ο Στέφανος δεν ήταν απλά ένας κάδος. Ήταν παρατηρητής. Ήξερε ποιος πετάει σκουπίδια στις δέκα το πρωί και ποιος στις τρεις τα ξημερώματα. Ήξερε ποια παιδιά κάνουν κοπάνα και κρύβουν τις τσάντες τους πίσω του, ποιος πετάει χαρτιά γεμάτα τύψεις αλλά και ποιος με ευχαρίστηση, ποιος πετάει το φαγητό του χωρίς να ενδιαφέρεται για όσους πεινούν αλλά και ποιοι φροντίζουν σε ειδική σακούλα, να κρεμάνε στο πλάι του φαγητά για τους άπορους.  Ένα βράδυ, καθώς η πόλη έβγαζε τις ρυτίδες της στο φως των δρόμων, ένας νεαρός στάθηκε μπροστά του. Κρατούσε ένα μικρό πακέτο χρώματος καφέ, το οποίο δεν έμοιαζε με σκουπίδι, αλλά ούτε και με σακούλα. Ο νεαρός ...

Οι κουρτίνες της γιαγιάς Χρυσάνθης

  Πηγή Η γιαγιά Χρυσάνθη ξύπνησε πολύ πρωί. Ο ήλιος  είχε αρχίσει να φωτίζει δειλά το σαλόνι της. Οι σκιές πάνω στα έπιπλα έλιωναν αργά και το φως χάιδευε τις λευκές κουρτίνες της, εκείνες με το κέντημα που είχε φτιάξει η ίδια, χρόνια πριν. Δεν ήταν απλές κουρτίνες. Τις είχε φτιάξει η ίδια, ώρες ατέλειωτες στα χέρια της, βελονιά τη βελονιά, τότε που είχε υπομονή και τα χέρια της δεν έτρεμαν. Τότε που οι μέρες ΄ήταν διαφορετικές. Τότε που όλα γίνονταν πιο αργά, πιο απλά, πιο ήρεμα. Χωρίς πίεση, χωρίς ρολόγια και προθεσμίες. Οι κουρτίνες της κρέμονταν σαν ανάλαφρα σύννεφα μπροστά στα παράθυρα. Ήταν σχεδόν διάφανες. Άφηναν το φως να μπει αλλά κρατούσαν για τον εαυτό τους τη σιωπή και τη λαχτάρα της. Εκεί στεκόταν κάθε τόσο, τραβούσε λίγο τη μία και μετά λίγο την άλλη, με τα λεπτά της δάχτυλα, εκείνα που πια κουράζονται γρήγορα, και κοίταζε έξω. Ο δρόμος ήταν ήσυχος. Που και που περνούσε ένα αυτοκίνητο και έσπαγε για λίγο την ησυχία. Τίποτα ακόμα. Αλλά ήξερε ότι θα έρθουν. Της ...