Στη γωνία μιας παλιάς γειτονιάς της Χαλκίδας, ανάμεσα σε δυο ξεθωριασμένα φανάρια και κάτω από μια γέρικη νεραντζιά, ζούσε ένας κάδος σκουπιδιών. Όχι από αυτούς τους καινούριους, τους πράσινους με τα ροδάκια που τρίζουν. Όχι! Αυτός ήταν παλιός, μεταλλικός, με βαθουλώματα και σημάδια από βροχές, κλωτσιές και καλοκαιρινές φωτιές. Τον έλεγαν Στέφανο.
Ο Στέφανος δεν ήταν απλά ένας κάδος. Ήταν παρατηρητής. Ήξερε ποιος πετάει σκουπίδια στις δέκα το πρωί και ποιος στις τρεις τα ξημερώματα. Ήξερε ποια παιδιά κάνουν κοπάνα και κρύβουν τις τσάντες τους πίσω του, ποιος πετάει χαρτιά γεμάτα τύψεις αλλά και ποιος με ευχαρίστηση, ποιος πετάει το φαγητό του χωρίς να ενδιαφέρεται για όσους πεινούν αλλά και ποιοι φροντίζουν σε ειδική σακούλα, να κρεμάνε στο πλάι του φαγητά για τους άπορους.
Ένα βράδυ, καθώς η πόλη έβγαζε τις ρυτίδες της στο φως των δρόμων, ένας νεαρός στάθηκε μπροστά του. Κρατούσε ένα μικρό πακέτο χρώματος καφέ, το οποίο δεν έμοιαζε με σκουπίδι, αλλά ούτε και με σακούλα. Ο νεαρός το άνοιξε, έπιασε ευλαβικά το εσωτερικό του και το σήκωσε ψηλά. Το μύρισε σαν να έπαιρνε ζωή από τα φύλλα του και το κράτησε σφιχτά στην αγκαλιά του, τόσο σφιχτά που θαρρείς πως πλέχτηκε με το βυσσινί ξεχειλωμένο πουλόβερ του. Μέσα στο πακέτο, υπήρχε ένα παλιό, αρκετά ταλαιπωρημένο και κουρασμένο τετράδιο. Ο Στέφανος ένιωσε την παρουσία του διαφορετική. Δεν είχε τη μυρωδιά του καθημερινού, του συνηθισμένου. Ήταν κάτι πιο βαρύ. Έμοιαζε με μνήμη. Κι από μνήμες ο Στέφανος, γνώριζε καλά!
Ο νεαρός άνοιξε το τετράδιο και το κοίταξε για λίγο. Έπειτα, το δίπλωσε με προσοχή και το άφησε απαλά μέσα του.
«Αυτό ήταν όλο», μουρμούρισε. «Τώρα μπορείς να το κρατήσεις εσύ».
Ο Στέφανος δεν κατάλαβε τα λόγια, αλλά ένιωσε το βάρος. Αυτό το τετράδιο δεν ήταν χαρτί. Ήταν ιστορίες, εφηβικές λέξεις, απραγματοποίητοι έρωτες, φόβοι, όνειρα που δεν ειπώθηκαν δυνατά. Ήταν μια ζωή που κάποιος αποφάσισε να ξεχάσει!
Την επόμενη μέρα, ο σκουπιδιάρης, ένας μεσήλικας με άγρια χαρακτηριστικά αλλά με αθώα μάτια, ο Πάνος, πήγε να αδειάσει τον Στέφανο. Άνοιξε το μεταλλικό του στόμα κι ετοιμάστηκε να ρίξει το περιεχόμενο του στο φορτηγό.
Μα για μια στιγμή στάθηκε. Είδε το τετράδιο... και το πήρε. Το κράτησε στα χέρια του σαν κάτι εύθραυστο.
Ο Στέφανος, μέσα από το άψυχο κέλυφός του, ένιωσε κάτι πρωτόγνωρο: Ελπίδα!
"Ίσως", σκέφτηκε, δεν είναι όλα τα σκουπίδια για τα σκουπίδια. "Ίσως, τελικά, ακόμη κι ένας παλιός κάδος μπορεί να φυλάξει κάτι πολύτιμο. Να σώσει μια ιστορία. Να γίνει ανάμνηση".
Και συνέχισε να στέκεται στη γωνία, σιωπηλός φρουρός των ξεχασμένων...
Ο Πάνος δεν ήξερε γιατί το έκανε. Ίσως επειδή το τετράδιο ήταν καθαρό, δεν είχε τη μυρωδιά των σκουπιδιών. Ίσως επειδή ένιωσε ότι κάτι εκεί μέσα του μιλούσε — όχι με λέξεις, αλλά με μια ανθρώπινη αίσθηση. Το έβαλε στο κάθισμα του συνοδηγού, δίπλα στην ξεφτισμένη κούπα του καφέ, και το πήρε σπίτι.
Το βράδυ, άνοιξε τις σελίδες. Ήταν γεμάτες λέξεις βιαστικές, μουτζουρωμένες, ποιήματα, σκίτσα, σημειώσεις χωρίς ημερομηνίες. Ένα κορίτσι φαινόταν να μιλάει μέσα από τα φύλλα αλλά για έναν περίεργο λόγο τα γράμματα παρέπεμπαν σε άντρα. Μιλούσε άλλοτε για τη θάλασσα, άλλοτε για κάποια μαλλιά· είχε εμμονή με τα μαλλιά, άλλοτε για ένα παγκάκι, άλλοτε για κάποιον ή κάτι που απεγνωσμένα του ή της έλειπε. Μια σελίδα έγραφε μόνο: "Όταν δεν έχω που να μιλήσω, γράφω εδώ. Εσύ, αν με βρεις ποτέ, διάβασέ με με προσοχή και με μη με κρίνεις. Διάβασέ με ευλαβικά γιατί τη γαλήνη δε βρήκα ακόμη".
Ο Πάνος, που ποτέ δεν είχε θεωρήσει τον εαυτό του ευαίσθητο, άφησε το τετράδιο στο κομοδίνο του και έσβησε το φως. Μα δυσκολεύτηκε να κοιμηθεί. Σκεφτόταν το κορίτσι ή το αγόρι μιας και δεν ήξερε σίγουρα ποιος ήταν αυτός που είχε γράψει όσα διάβασε, το βάρος της σιωπής της/του, και χωρίς να το καταλάβει άρχισε να σκέφτεται τον ίδιο τον εαυτό του. Πότε είχε σταματήσει να μιλάει; Πότε είχε σταματήσει να γράφει; Γιατί κάποτε έγραφε κι εκείνος.
Την επόμενη μέρα, πήγε πάλι στη γειτονιά. Ο Στέφανος τον περίμενε, ήσυχος όπως πάντα. Ήξερε ότι κάτι άλλαξε. Το μέταλλό του είχε κρατήσει τη σιωπή του νεαρού, τη σιωπή του Πάνου, και την είχε μετατρέψει σε δεσμό.
«Σε ευχαριστώ», μουρμούρισε ο Πάνος. Κι ο Στέφανος, αν μπορούσε να κουνήσει το καπάκι του με συγκίνηση, θα το είχε κάνει.
Τις επόμενες εβδομάδες, ο Πάνος άρχισε να γράφει. Πάνω σε αποδείξεις, σε κουτιά από πίτσες, σε παλιά ημερολόγια που βρήκε στο πατάρι. Ξεκινούσε με μικρές φράσεις: "Σήμερα κουράστηκα.", "Το παιδί στο φορτηγό μου χαμογέλασε." Σιγά-σιγά, έφτιαχνε ιστορίες. Μια μέρα, άφησε ένα διπλωμένο χαρτί μέσα στον Στέφανο, κρυφά. Ο κάδος το κράτησε σφιχτά, σαν να του είχαν εμπιστευτεί ένα μυστικό.
Και κάπως έτσι, γεννήθηκε κάτι αλλιώτικο. Ένας κάδος, ένας σκουπιδιάρης, κι ένα τετράδιο δημιούργησαν έναν κύκλο. Σύντομα, άρχισαν κι άλλοι να αφήνουν χαρτιά μέσα στον Στέφανο. Μυστικά, ποιήματα, γράμματα σε αγαπημένους που δεν θα έφταναν ποτέ. Ο Στέφανος τα φύλαγε όλα.
Έγινε ο πρώτος "κάδος εξομολόγησης" της πόλης — αν και κανείς δεν το ήξερε επίσημα.
Μόνο οι μοναχικοί, οι σιωπηλοί, κι εκείνοι που είχαν κάτι να πουν χωρίς να ξέρουν πού.
Κι ο Στέφανος, όπως πάντα, απλώς άκουγε.
Τα χρόνια πέρασαν. Οι δρόμοι της γειτονιάς άλλαξαν, τα σπίτια βάφτηκαν, μερικά γκρεμίστηκαν, άλλα έγιναν Airbnb. Ο Στέφανος, σκουριασμένος πια, με το καπάκι του να τρίζει και τα χρώματά του ξεθωριασμένα, έστεκε ακόμα εκεί, στη γωνία, κάτω από τη νεραντζιά.
Δεν τον άδειαζαν πια τόσο συχνά. Οι περισσότεροι χρησιμοποιούσαν τους μεγάλους κάδους πιο κάτω, με αισθητήρες και καπάκι που άνοιγε αυτόματα. Μα κάποιοι, λίγοι και σιωπηλοί, συνέχιζαν να περνούν από μπροστά του και να του αφήνουν μικρές διπλωμένες σελίδες. Ένα "σ’ αγαπώ" που δεν ειπώθηκε ή ένα "μου αξίζει" που φοβήθηκε να γιορταστεί.. Ένα γράμμα σε κάποιον που έφυγε... Ένα όνειρο που δεν τόλμησε να κυνηγηθεί και πολλά ακόμη ανομολόγητα που βάραιναν τις ψυχές των ανθρώπων.
Ο Στέφανος, αν και κουρασμένος, τα κρατούσε όλα. Δεν παραπονέθηκε ποτέ. Γιατί είχε καταλάβει, πια, πως δεν γεννήθηκε για τα σκουπίδια. Είχε γεννηθεί για να γίνει κάτι άλλο, κάτι ξεχωριστό: ένα καταφύγιο λέξεων!
Μια μέρα, κάποιος κόλλησε πάνω του ένα χαρτί, με γράμματα καθαρά και απλά: «Κάθε γωνία χρειάζεται έναν Στέφανο. Μην πετάτε εδώ τα σκουπίδια σας. Μόνο ό,τι σας βαραίνει την ψυχή!»
~~ Κική Κωνσταντίνου
_______________________________
Καλημέρα εκφραστικοί μου, ελπίζω να σας βρίσκω καλά.
Σήμερα, με μεγάλη μου θα έλεγα χαρά, μοιράζομαι μαζί σας ένα διήγημα, το οποίο το αφήνω στην κρίση σας για το αν είναι πραγματικό....
Μέσω της φωτογραφίας, που η ίδια έφτιαξα με τεχνητή νοημοσύνη, ίσως και να σας δείχνω μια μικρή δόση της αλήθειας... ή μπορεί και να την αντέστρεψα λιγάκι... ή ίσως να είναι μόνο η φαντασία μου...
Σας φιλώ και σας εύχομαι ένα όμορφο και ηλιόλουστο Σαββατοκύριακο.

Αχ βρε καρδούλα μου, τι όμορφο διήγημα έγραψες πάλι! Αχ βρε ψυχή μου, έχεις μια ικανότητα να συγκινείς. Βάζεις τη φαντασία σου μπροστά, ξυπνάς αισθήματα αλλά και θέματα με ιδιαίτερη λεπτότητα και έμπνευση. Έδωσες ζωή σε έναν κάδο σκουπιδιών να γίνει εξομολογητήριο. Εντάξει, δεν λέω άλλα!
ΑπάντησηΔιαγραφήΜπράβο Κική μου, ειλικρινά πανέμορφο.
Σε ευχαριστώ, αγαπημένε μου!
ΔιαγραφήΥπάρχει αυτός ο κάδος, παντού γύρω μας!
Σε φιλώ και σου στέλνω αγάπη!
Πόσο συγκινητικό... Με έκανε και δάκρυσα στο τέλος! Μου άρεσε τόσο, μα τόσο πολύ....! Ευχαριστούμε για το διήγημα αυτό που το μοιράστηκες μαζί μας!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλό βράδυ Κική μου!
Σε ευχαριστώ, καλή μου, Αναστασία μου!
ΔιαγραφήΝα είσαι καλά και να περνάς όμορφα!
Χαίρομαι αφάνταστα που σου άρεσε και συγκινήθηκες. Φιλάκια πολλά
Αχ Κική τι ωραίο διήγημα είναι αυτό!! Το απόλαυσα! Συγκινήθηκα! Προβληματίστηκα! Και τόσο πρωτότυπο! Μόνο εσύ θα εγραφες τέτοιο διήγημα για έναν κάδο σκουπιδιών. Σ' ευχαριστώ γι αυτό που διάβασα. Είσαι υπέροχη
ΑπάντησηΔιαγραφήΦιλάκια πολλά
Καλημέρα γλυκιά μου!
ΔιαγραφήΕυχαριστώ από καρδιάς για το σχόλιο και την αγάπη σου!
Ναι, αυτός ο κάδος, υπάρχει και πως να μην εμπνευστώ να γράψω.
Σε φιλώ και σου στέλνω αγάπη, ευχή και ζεστή αγκαλιά!
Συγχαρητήρια για τη σύλληψη της ιδέας, τη γραφή, τα συναισθήματα...
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυρυτάνα μου, ευχαριστώ που είσαι εδώ!
ΔιαγραφήΕυχαριστώ για το σχόλιο, τα λόγια σου!
Να είσαι καλά!
Κική μου υπέροχο και πρωτότυπο σαν θέμα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι τα άψυχα αντικείμενα έχουν τόσα να πουν όταν τους δώσουμε φωνή.
Καλή εβδομάδα!
Ελένη μου, καλημέρα!
ΔιαγραφήΚαλή εβδομάδα κι από εμένα!
Ευχαριστώ για την επίσκεψη και το σχόλιό σου.
Να είσαι καλά, σου στέλνω πάντα την αγάπη μου!
Πολύ πρωτότυπη και συγκινητική η ιστορία του κάδου εξομολογητή Κική μου. Ακόμα και από ένα κάδο μπορούμε να αντλήσουμε έμπνευση. Μπράβο σου! Να περνας καλά με ότι κάνεις . καλό σου βράδυ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώ σμαραγδάκι μου, να είσαι καλά και να περνάς όμορφα!
ΔιαγραφήΣε φιλώ