Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Κυβέλη, το δέρμα που μιλά, Κεφάλαιο 4: Η εποχή της απόκρυψης

 

Καλημέρα, εκφραστικοί μου.

Ελπίζω να σας βρίσκω καλά.

Βρίσκομαι εδώ και σήμερα, να μοιραστώ μαζί σας τη συνέχεια της "Κυβέλης". 

Το τελευταίο διάστημα, πιθανόν  να το έχεις καταλάβει κι εσύ, συμβαίνουν πράγματα που με κρατάνε μακριά από όσα θα ήθελα να κάνω, δεν σας επισκέπτομαι πλέον καθημερινά γιατί δεν υπάρχει χρόνος αλλά ούτε και ενέργεια πλέον. 

Για να γνωρίσεις ή να θυμηθείς το εγχείρημα αυτό πάτα εδώ: Κεφάλαιο 1 για να βρεις το πρώτο κεφάλαιο και το εισαγωγικό μου σημείωμα και εδώ: το Kεφάλαιο 2 και εδώ: Το Κεφάλαιο 3.

 






ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4: Η εποχή της απόκρυψης

Υπήρξε μια εποχή,  παλιά πλέον αλλά αρκετά σκοτεινή και πικρή μέσα μου, όπου ζούσα μέσα σε μάσκες.
Μάσκες κυριολεκτικές, που έκρυβαν το πρόσωπό μου, και μάσκες συμβολικές, που έκρυβαν όσα δεν ήθελα να δείξω.
Φόραγα μπλούζες με μακριά μανίκια, ακόμα κι όταν η ζέστη ήταν ανυπόφορη, για να καλύψω τα σημάδια που το δέρμα μου φανέρωνε.
Ήταν η δική μου ασπίδα απέναντι στον κόσμο, μια προσπάθεια να διατηρήσω τον έλεγχο, να μην αφήσω κανέναν να δει τις ρωγμές που έκρυβα.

Τα λόγια γύρω μου έπεφταν βαριά, αλλά μάθαινα να τα αποφεύγω.
Όταν κάποιος πλησίαζε πολύ κοντά μου, τα φώτα χαμήλωναν, σαν να ήθελα να κρύψω τις ατέλειες μέσα στη σκιά που η ίδια φρόντιζα να δημιουργήσω.
Και άλλαζα γρήγορα θέμα, όπως αλλάζει κανείς ρούχα, προσπαθώντας να αποφύγω τη ματιά που δεν ήθελα να συναντήσω.
Μιλούσα λιγότερο, γέλαγα περισσότερο, έκανα σαν να μη συμβαίνει τίποτα, σαν να μπορούσα να ξεγελάσω τον ίδιο μου τον εαυτό.

Ήταν μια εποχή γεμάτη προσποίηση.
Μια εποχή που έμαθα να μιλάω με ψιθύρους, να γελάω με δάκρυα κρυμμένα πίσω από τα μάτια μου, να στέκομαι χωρίς να νιώθω και να ελπίζω πως όλα θα αλλάξουν όταν οι άνθρωποι αποφασίσουν να γίνουν ευγενείς. Ήξερα όμως, ανέκαθεν, οτι δεν ήταν αυτός ο ρόλος τους...
Δεν έκρυβα μόνο τον φόβο του πώς θα με δουν οι άλλοι, έκρυβα τον φόβο του πώς θα δω εγώ τον εαυτό μου. Κι αυτό ήταν που πονούσε.. Η αμφισβήτηση!
Το σώμα μου είχε γίνει πεδίο μιας μυστικής μάχης, όπου κάθε σημάδι ήταν μια πληγή που προσπαθούσα να ξεχάσω, αλλά ποτέ δεν έσβηνε πραγματικά.

Οι νύχτες μου ήταν γεμάτες αϋπνίες, καθώς πάλευα με τις σκέψεις που έσκαγαν σαν κύματα στο μυαλό μου και με κατέκλειναν. 
Ήθελα να φωνάξω, να κλάψω, να εκφραστώ, αλλά το μόνο που έβγαινε ήταν σιωπή, πνιγμένη μέσα σε έναν κόσμο που δεν καταλάβαινε.
Ένιωθα σαν να ζούσα διπλή ζωή... Η μία μπροστά στον κόσμο, γεμάτη μάσκες και ψεύτικα χαμόγελα, και η άλλη μέσα μου, γεμάτη σιωπηλές φωνές που ζητούσαν να ακουστούν. Κι όλες κατέληγαν στο ίδιο αδιέξοδο: αφήστε με!

Η απόκρυψη έγινε τρόπος ζωής. Ένα βαρύ, ασήκωτο παλτό που με προστάτευε, αλλά ταυτόχρονα με έπνιγε. Και τώρα σκέφτομαι, με προστάτευε στ' αλήθεια ή με έκρυβε από τον φόβο να μη φανερωθεί η αλήθεια μου;

Πόσες φορές ένιωσα πως το σώμα μου ήταν εχθρός μου; Πόσες φορές κοίταξα τον καθρέφτη και είδα κάποιον που δεν ήθελα να αναγνωρίσω; Και κάθε φορά που προσπαθούσα να κρύψω τα σημάδια, ένιωθα πως κρύβω και την ίδια μου την ψυχή.

Οι λέξεις που δεν έλεγα ήταν σαν πέτρες στο στήθος μου. Η ντροπή και ο φόβος έπαιζαν ρόλο ακοίμητων φρουρών. Φύλακες, που δεν με άφηναν να προχωρήσω, αλλά με κρατούσαν φυλακισμένη σε μια φυλακή σιωπών και ψεμάτων.

Απέφευγα κάθε ερώτηση που πλησίαζε πολύ κοντά, και κάθε απάντηση που θα μπορούσε να με ξεγυμνώσει. Κι όμως, μέσα σε αυτή τη σκιά, κάτι άρχισε να αλλάζει.

Μια μικρή σπίθα που, σιγά σιγά, άναβε μέσα μου.
Η ανάγκη να ξεγυμνωθώ, να σταθώ μπροστά στον καθρέφτη χωρίς φόβο, να αγκαλιάσω το σώμα μου με όλα του τα σημάδια. Η ανάγκη να πω την αλήθεια μου, έστω και ψιθυριστά. Και να καταλάβω επιτέλους ότι δεν είμαι μόνη, υπάρχουν κι άλλοι που κουβαλάνε τις δικές τους μάσκες, τις δικές τους σιωπές.

Άρχισα να βλέπω ότι η απόκρυψη δεν με προστάτευε όπως νόμιζα. Ήταν σαν να προσπαθώ να κρατήσω μέσα μου μια φωτιά με τα χέρια μου, που όσο πιο πολύ έκρυβα το σώμα μου, τόσο πιο δυνατά έκαιγε μέσα μου ο πόνος. Έμαθα ότι για να ζεσταθώ πραγματικά, έπρεπε να αφήσω τη φωτιά να βγει, όχι να την κρύψω.

Μια μέρα άνοιξα την πόρτα της φυλακής μου.
Δεν ήταν εύκολο, ήταν δύσκολο, τόσο δύσκολο που θύμιζε τελετουργία.  Ήταν μια αργή, προσεκτική διαδικασία, σαν να ξεκουμπώνω σιγά σιγά ένα παλιό, βαρύ παλτό που μου είχε γίνει δεύτερο δέρμα.
Κάθε κομμάτι που έβγαζα, ήταν μια πράξη απελευθέρωσης. Κάθε σημάδι που έπαυα να κρύβω, ήταν μια νίκη.

Έμαθα να μιλώ με το σώμα μου, να το ακούω και να το φροντίζω, αντί να το πολεμάω. Άρχισα να καταλαβαίνω πως η δύναμή μου δεν ήταν στην απόκρυψη, αλλά στην αποδοχή και στη φροντίδα. Και αυτή η αποδοχή ήταν το πρώτο βήμα για να ξεκινήσω να θεραπεύομαι και όχι απλά να επιβιώνω.

Και τότε, στο φως της αλήθειας, η απόκρυψη έχασε τη δύναμή της. Το σκοτάδι άρχισε να μαλακώνει, και μπόρεσα πια να δω, και να αγαπήσω τον εαυτό μου, ολόκληρο και αληθινό.

Το σώμα μου, με τις πληγές και τις ατέλειές του, έγινε σύμβολο δύναμης και αποδοχής. Και το παλτό της απόκρυψης μετατράπηκε σε κουβέρτα στοργής, που με ζέσταινε αλλά δεν με έπνιγε. 

Αυτή ήταν η εποχή της απόκρυψης που τελείωσε. Η αρχή μιας νέας εποχής, της εποχής της αλήθειας, της φροντίδας και της ελευθερίας. Και εγώ ήμουν έτοιμη να περπατήσω χωρίς μάσκες πια, να κοιτάξω κατάματα τον κόσμο, και κυρίως τον εαυτό μου, με αγάπη και αποδοχή.

 

 

 __________ Συνεχίζεται____________

 

 

Αυτό ήταν το τέταρτο κεφάλαιο, εκφραστικοί μου.  

Εύχομαι να σας αρέσει και να ταξιδέψετε μαζί του.

Σας φιλώ και σας εύχομαι μια όμορφη μέρα. 

Να περνάτε όμορφα! 

 

 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΓΙΑ ΤΗΝ ΞΑΔΕΡΦΑΡΑ ΜΟΥ ΜΕ ΑΓΑΠΗ!

Εκφραστικοί μου φίλοι, καλημέρα! Τί μου κάνετε, είστε όλοι καλά; Εγω μια χαρά. Καταιγισμός γενεθλίων το τελευταίο διάστημα βρε παιδιά! Πολύ με χαροποιεί αυτό! Ευχές, ευχές, ευχές! Μ' αρέσουν οι ευχές! Σήμερα λοιπόν θέλω και εγώ να δώσω τις ευχές μου σε ένα αγαπημένο μου πρόσωπο, με ένα ιδιαίτερο θα έλεγα τρόπο! (Είμαι σίγουρη πως όταν η ξαδέρφη μου δει αυτή την ανάρτηση θα γουρλώσει το μάτι πίσω από τα γυαλιά, θα βγάλει τη γλώσσα έξω απο αμηχανία, θα βγάλει μια κραυγή απόγνωσης και θα κρυφτεί όπου βρει πρόχειρα εκεί τριγύρω χαχαχαχα) (Ιωάννα σα να είμαι εκεί και να σε βλέπω νοιώθω - πολύ το διασκεδάζω! :P) Σκορπίνα λοιπόν η ξαδερφάρα μου! Δυναμική προσωπικότητα, όσο κι αν δε το δείχνει με τη πρώτη ματιά!  Σήμερα λοιπόν, το κορίτσι μου έχει γενέθλια και εγώ δε θα μπορούσα να μη κάνω ανάρτηση μοναχά για πάρτη της! Τόσα έχει κάνει εκείνη για μένα, ας κάνω και εγώ κάτι μικρό αυτή τη φορά! ;) Χρόνια πολλά λοιπόν σε σένα που όταν ήμουνα μικρή με έβαζες να ...

Κάδος Εξομολόγησης

Στη γωνία μιας παλιάς γειτονιάς της Χαλκίδας, ανάμεσα σε δυο ξεθωριασμένα φανάρια και κάτω από μια γέρικη νεραντζιά, ζούσε ένας κάδος σκουπιδιών. Όχι από αυτούς τους καινούριους, τους πράσινους με τα ροδάκια που τρίζουν. Όχι! Αυτός ήταν παλιός, μεταλλικός, με βαθουλώματα και σημάδια από βροχές, κλωτσιές και καλοκαιρινές φωτιές. Τον έλεγαν Στέφανο. Ο Στέφανος δεν ήταν απλά ένας κάδος. Ήταν παρατηρητής. Ήξερε ποιος πετάει σκουπίδια στις δέκα το πρωί και ποιος στις τρεις τα ξημερώματα. Ήξερε ποια παιδιά κάνουν κοπάνα και κρύβουν τις τσάντες τους πίσω του, ποιος πετάει χαρτιά γεμάτα τύψεις αλλά και ποιος με ευχαρίστηση, ποιος πετάει το φαγητό του χωρίς να ενδιαφέρεται για όσους πεινούν αλλά και ποιοι φροντίζουν σε ειδική σακούλα, να κρεμάνε στο πλάι του φαγητά για τους άπορους.  Ένα βράδυ, καθώς η πόλη έβγαζε τις ρυτίδες της στο φως των δρόμων, ένας νεαρός στάθηκε μπροστά του. Κρατούσε ένα μικρό πακέτο χρώματος καφέ, το οποίο δεν έμοιαζε με σκουπίδι, αλλά ούτε και με σακούλα. Ο νεαρός ...

Οι κουρτίνες της γιαγιάς Χρυσάνθης

  Πηγή Η γιαγιά Χρυσάνθη ξύπνησε πολύ πρωί. Ο ήλιος  είχε αρχίσει να φωτίζει δειλά το σαλόνι της. Οι σκιές πάνω στα έπιπλα έλιωναν αργά και το φως χάιδευε τις λευκές κουρτίνες της, εκείνες με το κέντημα που είχε φτιάξει η ίδια, χρόνια πριν. Δεν ήταν απλές κουρτίνες. Τις είχε φτιάξει η ίδια, ώρες ατέλειωτες στα χέρια της, βελονιά τη βελονιά, τότε που είχε υπομονή και τα χέρια της δεν έτρεμαν. Τότε που οι μέρες ΄ήταν διαφορετικές. Τότε που όλα γίνονταν πιο αργά, πιο απλά, πιο ήρεμα. Χωρίς πίεση, χωρίς ρολόγια και προθεσμίες. Οι κουρτίνες της κρέμονταν σαν ανάλαφρα σύννεφα μπροστά στα παράθυρα. Ήταν σχεδόν διάφανες. Άφηναν το φως να μπει αλλά κρατούσαν για τον εαυτό τους τη σιωπή και τη λαχτάρα της. Εκεί στεκόταν κάθε τόσο, τραβούσε λίγο τη μία και μετά λίγο την άλλη, με τα λεπτά της δάχτυλα, εκείνα που πια κουράζονται γρήγορα, και κοίταζε έξω. Ο δρόμος ήταν ήσυχος. Που και που περνούσε ένα αυτοκίνητο και έσπαγε για λίγο την ησυχία. Τίποτα ακόμα. Αλλά ήξερε ότι θα έρθουν. Της ...