Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

23/06/2011: Ανακαλύπτοντας το πρώτο μου σενάριο / Της Ψυχής τα Παρακάτω

 23/06/2011


Καλημέρα ολούθε!

Τι βρήκα, εκφραστικοί μου! Τι βρήκα!

Εντάξει, βρήκα πάρα πολλά παλιά μου γραπτά, παλιές μου προσπάθειες, αλλά αυτό δε γινόταν να μη το μοιραστώ μαζί σας.

Θέλω πάρα πολύ να το μοιραστώ μαζί σας, με την αρχική του μορφή. Δεν έχω κάνει καμία επεξεργασία δηλαδή, ούτε στη δομή ούτε πουθενά, το βλέπετε πρώτοι, αυτούσιο.

Η ημερομηνία 23/06/2011 είναι η ημερομηνία του ακόλουθου έργου μου, ή μάλλον του ακόλουθου πειραματισμού μου, όπως το βρήκα αποθηκευμένο στο παλιό μου λαπτοπ (σας έχω αναφέρει την ιστορία, το βρήκα στο χωριό και το έφερα σπίτι μου, τι "θησαυρούς" έχει μέσα του, δεν λέγεται). 

Ήθελα πολύ να γράψω σενάριο κινηματογραφικής ταινίας, και αν θυμάμαι καλά πειραματίστηκα σε δυο τρία σενάρια, βέβαια στο πρώτο επεισόδιο έμεινα, αλλά διαβάζοντάς το συγκεκριμένο χρόνια μετά, συγκινήθηκα. Είναι και το πρώτο σενάριο, βέβαια. Θα αλιεύσω και τα άλλα, να σας τα παρουσιάσω εν καιρώ. Συγκινήθηκα, κυρίως γιατί είδα τα όνειρά μου και εντάξει, το να εκφράζομαι με το ίδιο πάθος χρόνια μετά, το λες και νίκη!

Ακολουθήστε με λοιπόν στης "Ψυχής τα Παρακάτω": 

 

-         ΣΕΝΑΡΙΟ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ  -

«ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΤΑ ΠΑΡΑΚΑΤΩ»

 

ΣΚΗΝΗ 1. ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ - ΑΜΜΟΥΔΙΑ ΜΙΑΣ ΠΑΡΑΛΙΑΣ ΕΝΟΣ ΝΗΣΙΟΥ - ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ.

           

Οι τέσσερις πρωταγωνιστές μας (18 ετών) κάθονται κυκλικά επάνω σε πέτρες που μοιάζουν με μικρά βραχάκια στην ακτή μιας μεγάλης παραλίας γεμάτη με ψιλή άμμο και μικρά βοτσαλάκια.

Ανάμεσά τους υπάρχει μια μικρή εστία φωτιάς που σιγοκαίει κρατώντας συντροφιά στους τέσσερις φίλους, οι οποίοι  κοιτάζουν «μαγεμένοι» το εσωτερικό της θάλασσας και με τη συντροφιά ενός μεγάλου ραδιοφώνου δείχνουν να απολαμβάνουν με το παραπάνω τη συγκεκριμένη στιγμή, τη στιγμή της ενηλικίωσής τους και της αποφοίτησής τους συνάμα

            Τα πειράγματα και τα γέλια δε σταματούν λεπτό. Ο ένας πειράζει τον άλλο, τσουγκρίζουν τα κουτάκια με τις μπύρες τους, βάζουν περισσότερα σνακ στα μπολ που έχουν μαζί τούς και η καλή διάθεση ρέει άφθονη όπως και η μπύρα φυσικά.

            Η μουσική ρέει άφθονη, το ίδιο και το ποτό! Η παρέα δείχνει να ξεφαντώνει και τα κορμιά τους έτσι όπως είναι καθισμένα επιδίδονται σε άκρως χορευτικές φιγούρες.

            Κάποια στιγμή και ενώ η παρέα διασκεδάζει με δύο εκ των αυτών (Σωτήρης και Θοδωρής) έχουν σηκωθεί όρθιοι και χορεύουν ξέφρενα στο άκουσμα της μουσικής, το ραδιόφωνο σταματάει απότομα, η παρέα ξαφνιάζεται, κοιτάζονται περίεργα μεταξύ τους, σα φοβισμένα δηλαδή και ύστερα από λίγα δευτερόλεπτα ξεσπάνε σε γέλια.

 

ΜΑΡΙΑΝΝΑ

(με απορία στα μάτια, με χαμόγελο στα χείλη)

- Τι έγινε βρε παιδιά; Τι έπαθε η μουσική;

ΣΩΤΗΡΗΣ

(μιλάει με τρομαγμένη φωνή, έχει τρομοκρατημένο ύφος που φαίνεται πως είναι ψεύτικο και μιλάει κάνοντας διάφορες φοβιστικές κινήσεις μπροστά από το πρόσωπο της Μαριάννας η οποία τον παρακολουθεί ασάλευτη)

- Μην ανησυχείς, δεν είναι τίποτα…..

- Απλά κάποιο πνεύμα της θάλασσας μας κάνει πλάκα...

- Τώρα μας έκλεισε το ράδιο, μετά θα μας σβήσει τη φωτιά, μετά θα σηκώσει αέρα, μετά κύμα και μετα θα βγει από τη θάλασσα ένα μεγάλο τεράστιο χοντρό κακό πνεύμα και θα μας πάρει μαζί του στον Άδη μια για πάντα...

(τελειώνοντας τα πειράγματά του κολλάει το πρόσωπό του στο πρόσωπο της Μαριάννας και χασκογελάει περίεργα)

 

ΜΑΡΙΑΝΝΑ

(με σκληρό ύφος)

-          Άντε χάσου ρε βλάκα

(βάζει το χέρι της στο μέτωπό του και τον σπρώχνει ελαφριά και γελώντας μακριά της)

 

ΣΩΤΗΡΗΣ

(κάνοντας αστείες γκριμάτσες)

-         Πλακίτσααααα!

-         Φιλάκι;

(τεντώνει τα χείλια προς τη μεριά της Μαριάννας και εισπράττει τη μούντζα της)

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

(απευθυνόμενος προς τον Σωτήρη)

-          Ρε συ τι πίνεις και δε μας δίνεις;

 

ΣΩΤΗΡΗΣ

(με καυστικό ύφος)

- Άστο φίλε είναι άλλο πράμα…..

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

(θυμωμένος)

-          Ρε μαλακισμένο δε νομίζω να…

ΣΩΤΗΡΗΣ

(με το ίδιο καυστικό ύφος τον πλησιάζει και κολλάει το θώρακά του στο θώρακα του Θοδωρή έτοιμος να προκαλέσει τσαμπουκά)

-          Τι δε νομίζεις ρε; Και ποιον είπες μαλακισμένο;

-          Ξέρεις σε ποιον  μιλάς;

-          Μεγάλωσα Θοδωράκη και δεν είμαι το παιδάκι που μικρό σου έκανε όλα τα χατίρια και σα βλάκας έτρεχε πάντα να βρει τη μπάλα που εσύ πετούσες ατσούμπαλα έξω από το γήπεδο και τις αλάνες.

-          Κατάλαβες;

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

(εξοργισμένος σπρώχνει το Σωτήρη από πάνω του)

-          Άκου να σου πω ρε βλαμμένο έχεις αλλάξει το τελευταίο καιρό και  πολύ μου τη σπας!

-          Δε μου αρέσει καθόλου το ύφος και γενικά όλο  το στιλάκι σου.

-          Εσύ έχεις αλλάξει δεν είσαι ο Σωτήρης που ήσουνα και έχω σοβαρές υποψίες πως τους τελευταίους μήνες μαστουρώνεις.

-          Το καλό που σου θέλω φίλε….

(πλησιάζει το Σωτήρη σε απόσταση αναπνοής ο οποίος συνεχίζει να τον κοιτά καυστικά και να απολαμβάνει τη μπύρα του και βάζοντάς το δάχτυλό του μπροστά στα ματιά του συνεχίζει να του λέει)

-          το καλό που σου θέλω…

-          πρόσεχε τις κινήσεις και τις παρέες σου.

-          Μη μπλέξεις με τα ναρκωτικά κι αν έχεις μπλέξει πες το μας να δούμε τι θα κάνουμε…

 

Ο Σωτήρης αδιαφορώντας για τις συμβουλές του φίλου του απομακρύνεται λίγα βήματα πιο πέρα και αφού πίνει λίγο από τη μπύρα του, στραβώνει το κουτάκι και το πετάει κάτω στην άμμο.

Κάνει δυο βήματα πιο πέρα, παραπατά, πέφτει κάτω και ξεσπά σε γέλια. Σηκώνεται ξανά όρθιος και γελώντας σπαστικά κατεβάζει το σορτς  του και δείχνει τα οπίσθιά του στους άλλους τρεις που στέκουν όλοι όρθιοι και τον κοιτάζουν παραξενευμένοι.)

            Αφού κουνάει τα οπίσθιά του κοροϊδεύοντας τους άλλους τρεις, ο Θοδωρής βουτά ένα βότσαλο από την άμμο και του το πετά δυνατά με αποτέλεσμα να ανασηκώσει το σορτς του και να πέσει κάτω στην άμμο και αρχίζει να «χτυπιέται» σα χταπόδι από τα γέλια.

ΜΑΝΩΛΗΣ

(απευθυνόμενος προς το Θοδωρή, προσπαθώντας να κατευνάσει τα πνεύματα)

-          Έλα ρε, είναι δυνατόν να νομίζεις πως ο Σωτηράκης μας «φτιάχνεται»;

-          Αποκλείεται! Εγώ δε πιστεύω κάτι τέτοιο.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

- Ξέρω 'γω….

- Για όλα τον έχω ικανό.

- Είναι πολύ αγαθιάρης, ο μαλάκας!

 

ΜΑΝΩΛΗΣ

-          Έλα ρε συ αποκαλείται!

-          Έχε εμπιστοσύνη στο φίλο μας!

-          Έλα ας μη χαλάμε άλλο τη βραδιά σήμερα!

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

-          Μα δε τον βλέπεις πως κάνει;

-          Σαν μαστουρωμένο κάνει!

 

(Ο Σωτήρης συνεχίζει να χτυπιέται σαν χταπόδι κάτω στην άμμο)

 

ΜΑΝΩΛΗΣ

-          Ψιλομεθυσμένος είναι!

 

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

-          Κι άλλες φορές έχει πιει αλλά δεν έκανε έτσι! Τώρα τελευταία κάνει συνέχεια  σαν τρελός!

-          Και για να λέμε και του στραβού το δίκιο, δεν έχει πιει πολύ.

-          Τρία κουτάκια μπύρας τον έφεραν σε αυτή τη κατάσταση;

-          Κοίτα, κοίτα πώς κάνει.

-          Κάτι δε πάει καλά με αυτόν σου λέω….

 

ΜΑΝΩΛΗΣ

-          Έλα ρε φίλε, ας μη χαλάσουμε άλλο τη βραδιά!

-          Χαίρετε και γι αυτό κάνει έτσι!

-          Έλα ας συνεχίσουμε τη βραδιά μας!

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

(απευθυνόμενος προς το Σωτήρη αυτή τη φορά)

- Σωταράκη κανόνισε, μη μάθω πως κάνεις καμιά μαλακία.

ΣΩΤΗΡΗΣ

(ανακάθεται στα γόνατα και με αστείες κινήσεις και μορφασμούς λέει ειρωνικά)

- Εντάξει μπαμπά! Ότι πεις μπαμπά!

ΘΟΔΩΡΗΣ

(ήρεμος αυτή τη φορά τον πλησιάζει και τον κοιτά στα μάτια)

- Ρε μη με κοροϊδεύεις! Ξέρεις πόσο πολύ σε αγαπάω! Εσείς οι 3 είστε οι καλύτεροι μου φίλοι, η ολοκληρωμένη οικογένεια που δεν είχα ποτέ, δε θέλω μαλακίες από εσάς.

ΣΩΤΗΡΗΣ

-         Μα είναι δυνατόν να νομίζεις πως «φτιάχνομαι»;

-         Πώς να σε πάρω στα σοβαρά με αυτά που μου λες;

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

-         Δε ξέρω ρε φίλε. Τώρα τελευταία είσαι λίγο αλλιώτικος και δε μου αρέσει η στενή παρέα που κάνεις με τον Μπάμπη και τον Λιγούρα (το λιγούρας είναι ψευδώνυμο ενός αρκετά εύσωμου νεαρού)

ΣΩΤΗΡΗΣ

- Όχι ρε. Τα παιδιά είναι πολύ «εντάξει»!

ΜΑΝΩΛΗΣ

-         Σωτήρη, έχει δίκιο ο Θοδωρής. Ήθελα κι εγώ να στο πω! Εμένα αυτοί οι τύποι δε μου πολυγεμίζουν το μάτι.

ΣΩΤΗΡΗΣ

(ενοχλημένος)

-         Παίδες, αρχίζει να μη μου αρέσει καθόλου αυτή η συζήτηση.

-         Αν όσα μου λέτε, τα λέτε επειδή ζηλεύετε τη καινούργια μου παρέα, σας λέω απλά πως εσείς είστε τα κολλητάρια μου και δε χρειάζεται να τους κατηγορείτε επειδή αισθάνεστε πως με παίρνουν από εσάς.

-         Στην τελική ούτε καν τους γνωρίζετε καλά καλά για να έχετε τόσο άσχημη γνώμη γι αυτούς.

ΜΑΡΙΑΝΝΑ

-         Σωτηράκη μου, εμείς νοιαζόμαστε για 'σένα και σου λέμε απλά να τους προσέχεις γιατί δεν έχουμε ακούσει και τα καλύτερα για δαύτους.

-         Αυτό είναι όλο. Δε χρειάζεται να θυμώνεις μαζί μας.

(λέει με γλυκιά φωνή και του περιπαίζει τρυφερά τα μαλλιά)

 

ΣΩΤΗΡΗΣ

-          Κι αν θέλετε να ξέρετε ο λόγος που το τελευταίο καιρό ειμαι «περίεργος» είναι γιατί στο σπίτι τα πράγματα πάνε από το κακό στο χειρότερο.

-          Αυτός είναι ο λόγος που κάνω τέτοια ξεσπάσματα.

(το βλέμμα του δειχνει σα να ξαλάφρωσε η ψύχη του που είπε αυτά που είπε)

ΜΑΝΩΛΗΣ

-          Τι εννοείς;

ΘΟΔΩΡΗΣ

-          Έγινε κάτι με τους δικούς σου;

 

ΣΩΤΗΡΗΣ

(σκεπτικός)

-          Ναι.. αλλά δεν θέλω να το συζητήσω τώρα.

 

ΜΑΝΩΛΗΣ

-          Πες μας ρε φίλε! Μήπως μπορούμε να βοηθήσουμε κάπως!

-          Είμαστε φίλοι σου! Ξέρεις πως μπορείς να μας εμπιστευτείς!

 

ΣΩΤΗΡΗΣ

(κάθεται σε μια πέτρα και δειχνει πολύ θλιμμένος)

-          Τα πράγματα πάνε από το κακό στο χειρότερο.

-          Ο πατέρας, όλο πίνει και η μαμά, όλο κλαίει.

-          Δεν αντέχω άλλο. Υπάρχουν στιγμές που νομίζω πως θα τρελαθώ.

(βάζει το κεφάλι του σα να έχει πονοκέφαλο ανάμεσα στα δυο του χέρια και το κρατά σφιχτά.)

ΜΑΡΙΑΝΝΑ

(τον αγκαλιάζει τρυφερά)

-          Ο αλήτης!

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

- Συνεχίζει να πίνει;

ΣΩΤΗΡΗΣ

-          Πιο πολύ από ποτέ άλλοτε!

 

ΜΑΝΩΛΗΣ

- Βρίζει τη μητέρα σου όταν μεθάει;

 

ΣΩΤΗΡΗΣ

(πιο ήρεμος αυτή τη φορά)

-         Δεν υπάρχει λόγος να χαλάσουμε τη σημερινή βραδιά μας.

-         Ξέρω πως νοιάζεστε για μένα αλλά μέχρι εκεί. Δεν είμαι δα και κάνα χαϊβάνι για να μου συμπεριφέρεται λες και είμαι μωρό.

(αρχίζει να θυμώνει ξανά)

-         Με ενοχλεί πολύ να μου λέτε τι πρέπει να κάνω. Δεν είστε γονείς μου στη τελική.

-         Δε θέλω να συνεχίσω άλλο αυτή τη κουβέντα. Με ενοχλεί.

-         Και στη τελική εδώ βρισκόμαστε για να γιορτάζουμε την αποφοίτησή μας, την εισαγωγή σας στις σχολές και το νέο ξεκίνημα της ζωής σας. Οπότε ας μη χαλάμε τις στιγμές.

(πίνει πολύ μπύρα από το μπουκάλι) 

 

ΜΑΡΙΑΝΝΑ

(τον αγκαλιάζει τρυφερά)

-         Ξέρουμε πως στενοχωρήθηκες που δε πέρασες και εσύ σε κάποια σχολή όμως αυτό δε σημαίνει πως πρέπει να μείνεις εδώ. Μπορείς και εσύ να κανείς ένα νέο ξεκίνημα στη ζωή σου χωρίς να περάσεις απαραίτητος σε κάποια σχολή.

-         Γιατί δε κατεβαίνεις στην Αθήνα να σπουδάσεις μουσική; Αφού λατρεύεις τη μουσική.

ΣΩΤΗΡΗΣ

(κουνώντας το κεφάλι με απελπισία)

-         Με τι λεφτά ρε Μαριάννα; Με δουλεύεις;

-         Εδώ ο πατέρας μου δε μου δίνει λεφτά για μία τυρόπιτα, θα μου δώσει για να σπουδάσω;

( πετά δυνατά μία πέτρα στη θάλασσα και οι υπόλοιποι 3 σκύβουν το κεφάλι)

ΜΑΝΩΛΗΣ

-         Μακάρι να ήμασταν ευκατάστατοι. Τότε ξέρεις πολύ καλά πως θα σε βοηθούσαμε!

ΣΩΤΗΡΗΣ

-         Το ξέρω ρε φίλε! Λες να μη το ξέρω;

(σηκώνεται όρθιος, περπατάει δυο βήματα παραπέρα από τους υπολοίπους, κοιτάζει τη θάλασσα και γυρνάει προς τη μεριά των φιλών του. Τους χαμογελά και λέει με σοβαρότητα)

- Τι να είναι αυτό που κρύβεται πίσω από τη θάλασσα και δε μπορεί να το δει κανείς με «γυμνό» μάτι;

 

ΣΚΗΝΗ 2. ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ - ΚΡΕΒΑΤΟΚΑΜΑΡΑ - ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ.

             Η κυρία Λίτσα, η μητέρα του Σωτήρη (περίπου 40 χρονών, αδύνατη, γκρίζα μαλλιά μέχρι τους ωμούς, απεριποίητη και αρκετά γερασμένη) σηκώνεται έντρομη από το κρεβάτι της όταν ακούει πως στη πόρτα της εισόδου της βρίσκετε ο Αντρέας (ο άντρας της) ο οποίος τραγουδά δυνατά ακαταλαβίστικους στίχους και ακούγεται επίσης δυνατά ο ήχος του κλειδιού που ψάχνει να βρει τη κλειδαρότρυπα αλλά δε μπορεί και κοπανάει δυνατά επάνω στη πόρτα.

            Η γυναίκα σηκώνεται βιαστικά από το κρεβάτι, ρίχνει μια ρόμπα επάνω της, ανάβει το φως και βγαίνει τρέχοντας από τη κρεβατοκάμαρά της.

 

ΣΚΗΝΗ 3. ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ - ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΕΙΣΟΔΟ - ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ.

            Ο Αντρέας (περίπου 50 χρονών, χοντρός, αξύριστος, απεριποίητος) συνεχίζει να τραγουδά ακαταλαβίστικους στίχους, να παραπατά και να προσπαθεί να βρει τη κλειδαρότρυπα, κάτι που δε συμβαίνει και γι αυτό το λόγο αρχίζει να χτυπά δυνατά το τζάμι της πόρτας και να φωνάζει με όλη του τη δύναμη.

 

ΑΝΔΡΕΑΣ

-         Που 'σαι μωρή, άχρηστη;

-         Πάλι κοιμάσαι, βόδι;

-         Σήκω να ανοίξεις τη πόρτα.

 

Το φως του εσωτερικού δωματίου ανάβει, κάτι που προμηνύει πως έρχεται η Λίτσα.

Ακούγεται ο ήχος της πόρτας που ξεκλειδώνει και η Λίτσα εμφανίζεται στη πόρτα που κοιτάζει με λύπηση και θυμό τον άντρα της.

ΑΝΔΡΕΑΣ

-         Κάνε στην άκρη μωρή άχρηστη να διαβώ.

(τη σπρώχνει δυνατά και μπαίνει μέσα στο καθιστικό)

 

ΣΚΗΝΗ 4. ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ -  ΚΡΕΒΑΤΟΚΑΜΑΡΑ  - ΠΕΡΑΣΜΕΝΑ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ.

            Δυο άνθρωποι, ένας άντρας και μια γυναίκα, γύρω στα 45 κοιμούνται στο όμορφο κρεβάτι τους και κάποια στιγμή η γυναίκα αλλάζει πλευρό, κολλάει επάνω στο σώμα του άντρα της και τον παίρνει αγκαλιά.

            Αυτοί οι δυο άνθρωποι είναι οι γονείς της Μαριάννας.

            Τη μητέρα της τη λένε Κωνσταντίνα  (κανονικών κιλών, καστανή σκούρα, όμορφη)

            Το πατέρα  της τον λένε Προκόπη (σχετικά αδύνατος, ψηλός, μελαχρινός με μουστάκι)

Δίπλα στο κομοδίνο, υπάρχει ένα μικρό πορτατιφ με χαμηλό φωτισμό και η φωτογραφία της μοναχοκόρης τους.

 

ΣΚΗΝΗ 5. ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ -  ΑΜΜΟΥΔΙΑ ΜΙΑΣ ΠΑΡΑΛΙΑΣ ΤΟΥ ΝΗΣΙΟΥ ΤΖΙΑΣ - ΠΕΡΑΣΜΕΝΑ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ.

            Η Μαριάννα σηκώνεται από την αμμουδιά, προχωρά σταθερά προς το μέρος που στέκεται ο Σωτήρης, τον ακουμπά τρυφερά στον αριστερό ώμο και σιγοψιθυρίζει μετά συνοδεία του ήχου της θάλασσας.

 

ΜΑΡΙΑΝΝΑ

-         Εγώ πιστεύω πως πίσω από τη θάλασσα κρύβεται η αγάπη! Η απόλυτη αληθινή αγάπη.

 

ΣΚΗΝΗ 6. ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ -  ΣΤΟ ΣΑΛΟΝΙ ΕΝΟΣ ΣΠΙΤΙΟΥ - ΠΕΡΑΣΜΕΝΑ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ.

            Στο καναπέ του σαλονιού κάθεται μια γυναίκα, η Μαρία (γύρω στα 45, καστανή, μακριά μαλλιά, πολύ όμορφη, πολύ  γλυκιά και πολύ στεναχωρημένη.)

            Στα χέρια της κρατά ένα ποτήρι γεμάτο ουίσκι.

            Το βλέμμα της προδίδει τις άσχημες σκέψεις τις.

            Η ανυπομονησία τη διακατέχει σε όλο της το κορμί.

            Κοιτάζει το ρολόι του τοίχου και μετά λύπης της διαπιστώνει πως η ώρα είναι δύο ξημερώματα και ο άντρας της, ο Αριστείδης ακόμη να φανεί.

            Τα δάχτυλά της τρεμοπαίζουν γύρω από το ποτήρι με το ουίσκι και αφού πιει όλο το ποτό μονομιάς, ακουμπά με δύναμη το ποτήρι δίπλα στο μικρό ξύλινο τραπεζάκι.

            Επάνω στο τραπεζάκι υπάρχει μια μικρή λάμπα, ένα τασάκι γεμάτο αποτσίγαρα, μια σκισμένη φωτογραφία από το γάμο της,  μια κορνίζα με τη φωτογραφία της κόρης της Χριστίνας και μία κορνίζα με τη φωτογραφία  του χαμογελαστού  γιου  της, Θοδωρή.

            Ξαφνικά ακούγεται ο ήχος της πόρτας που ξεκλειδώνει.

            Στο δωμάτιο εμφανίζεται η Χριστίνα (22 ετών, ψηλή, αδύνατη, ξανθά μακριά ίσια μαλλιά, γαλανά μάτια), η κόρη της.

            Ανάβει το μεγάλο φως του δωματίου και κοιτάζει με απορία και λύπηση τη μητέρα της.

 

ΜΑΡΙΑ

(δυσανασχετεί με το άνοιγμα του πολύφωτου)

-         Σβήσε το φως! Με ενοχλεί.

 

ΧΡΙΣΤΙΝΑ

-         Τι κάνεις τέτοια ώρα ξύπνια;

-         Γιατί δε κοιμάσαι;

 

ΜΑΡΙΑ

- Δεν έχω ύπνο.

- Πώς πέρασες;

 

ΧΡΙΣΤΙΝΑ

-         Πολύ ωραία.

-         Είχαμε βγει παρέα καμιά δεκαριά άτομα και ξεφαντώσαμε.

 

ΜΑΡΙΑ

-         Μπράβο

-         Χαίρομαι που πέρασες καλά.

 

ΧΡΙΣΤΙΝΑ

-          Ο Θοδωρής που είναι;

 

ΜΑΡΙΑ

-         Έχει βγει με τα παιδιά.

-         Θα κοιμηθούν στη παραλία σήμερα. Θέλουν να γιορτάζουν την επιτυχία τους στις εξετάσεις.

 

ΧΡΙΣΤΙΝΑ

(με ειρωνικό και αγανακτισμένο ύφος)

-         Καλά δε πέρασε και γιατρός.

-         Σε αστυνομική σχολή πέρασε.

-         Πώς κάνει έτσι;

 

ΜΑΡΙΑ

(τι κοιτά περίεργα μιας και καταλάβαμε ότι ζηλεύει τον αδερφό της)

-           Τι εννοείς;

 

 

ΧΡΙΣΤΙΝΑ

-         Εννοώ πως μας έχει πρήξει από τη στιγμή που έμαθε σε πια σχολή πέρασε.

-         Σιγά το κατόρθωμα! Άλλοι πέρασαν σε καλύτερες σχολές.

 

ΜΑΡΙΑ

-         Δε μου αρέσει να μιλάς έτσι για τον αδερφό σου.

 

ΧΡΙΣΤΙΝΑ

(ειρωνική, βάζει τα χέρια στη μέση της)

-           Μπα! Δηλαδή πως μιλάω;

 

ΜΑΡΙΑ

- Σα να τον ζηλεύεις

 

ΧΡΙΣΤΙΝΑ

-         Εγώ;

-         Από πού κι ως πού να τον ζηλέψω;

-         Γιατί να το κάνω αυτό άλλωστε;

 

ΜΑΡΙΑ

-         Δεν εννοώ ότι τον ζηλεύεις από κακία.

-         Εννοώ ότι ίσως αισθάνθηκες άσχημα που αυτός πέρασε σε μια σχολή ενώ εσύ όχι.

 

ΧΡΙΣΤΙΝΑ

(φωνάζει οργισμένα)

-         Εγώ δε πέρασα σε σχολή γιατί δεν ήθελα να περάσω!

-         Κατάλαβες;

-         Αν ήθελα να περάσω θα είχα περάσει, σιγά το δύσκολο!

 

ΜΑΡΙΑ

-         Ω με συγχωρείς δεν ήθελα.

( κάνει να σηκωθεί από το καναπέ να την αγκαλιάσει)

 

ΧΡΙΣΤΙΝΑ

(ξεσπά σε φωνές και κλάματα)

-         Είσαι τρελή, ακούς;

-         Είσαι η χειρότερη μάνα που θα μπορούσα να έχω!

-         Μόνο ο γιόκας σου σε νοιάζει.

-         Μόνο αυτός. Τίποτα και κανένας άλλος.

 

ΜΑΡΙΑ

-         Όχι κοπέλα μου κάνεις λάθος.

(πάει να την αγκαλιάσει και η Χριστίνα σπρώχνει να χέρια της από επάνω της)

 

ΧΡΙΣΤΙΝΑ

(φωνάζει)

-         Μη με ακουμπάς!

-         Είσαι ηλίθια.

-         Δε θέλω να με ακουμπάς!

-         Κοίτα πως έχεις καταντήσει.

-         Είσαι μια παρανοϊκή γυναίκα.

-         Σε σιχαίνομαι.

 

Εκείνη τη στιγμή εισβάλλει στο δωμάτιο ο Αριστείδης ( καστανός, πολύ γοητευτικός, ψηλός, αδύνατος)

 

ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ

(απευθυνόμενος και στις 2 γυναίκες)

-         Τι γίνεται εδώ; Τι συμβαίνει;

-         Γιατί φωνάζετε;

-         Οι φωνές σας ακούγονται μέχρι έξω.

-         Θα ξυπνήσετε όλοι τη γειτονιά.

 

ΧΡΙΣΤΙΝΑ

-         Ρωτά τη γυναικούλα σου να σου πει.

(αποχωρεί θυμωμένα από το δωμάτιο)

 

ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ

-         Τι έγινε Μαρία;

-         Γιατί τσακωνόσασταν;

 

ΜΑΡΙΑ

(θυμωμένη)

-         Πού ήσουν εσύ?

 

 

ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ

-         Τι ρωτάς, δε ξέρεις που ήμουν;

-         Σε meeting με στελέχη της εταιρείας ήμουν.

-         Συζητούσαμε για τη προώθηση ενός νέου καινοτόμου προϊόντος

(όσο κι αν προσπαθεί φαίνεται πως λέει ψέματα)

 

ΜΑΡΙΑ

-           Πώς τη λένε;

 

ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ

-         Ποιά;

 

ΜΑΡΙΑ

(με μίσος)

-           Τη καινούργια σου φιλενάδα.

 

ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ

-         Ποια καινούργια μου φιλενάδα μωρέ; Τι λες;

-         Πάλι άρχισες τις βλακείες σου;

 

ΜΑΡΙΑ

-         Εμένα όσο και αν θες δε με ξεγελάς!

-         Πες πως τη λένε!

 

 

ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ

-         Άντε παράτα μας μωρέ με τις μαλακίες σου!

-         Όλο βλακείες είσαι!

-         Άντε παράτα μας!

(αποχωρεί από το δωμάτιο εκνευρισμένος)

 

Η Μαρία στέκεται εκεί, όρθια, να τον κοιτά με σταυρωμένα χέρια και βουρκωμένα μάτια.

 

ΣΚΗΝΗ 7. ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ - ΑΜΜΟΥΔΙΑ ΜΙΑΣ ΠΑΡΑΛΙΑΣ ΤΟΥ ΝΗΣΙΟΥ ΤΖΙΑΣ - ΠΕΡΑΣΜΕΝΑ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ.

 

Ο Θοδωρής σηκώνεται από την αμμουδιά, προχωρά σταθερά προς το μέρος που στέκεται ο Σωτήρης με τη Μαριάννα, την ακουμπά τρυφερά στον αριστερό ώμο και σιγοψιθυρίζει μετά συνοδεία του ήχου της θάλασσας.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

-           Εγώ πιστεύω πως πίσω από τη θάλασσα κρύβεται η ευτυχία! Η πραγματική καθημερινή ευτυχία που προσφέρετε από άνθρωπο σε άνθρωπο.

 

ΣΚΗΝΗ 8. ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ - ΣΤΗ ΚΟΥΖΙΝΑ ΕΝΟΣ ΣΠΙΤΙΟΥ- ΠΕΡΑΣΜΕΝΑ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ.

Ένας άντρας (γύρω στα 50, γκριζομάλλης, εύσωμος, κοντούλης) μπαίνει μισονυσταγμένα μέσα στη κουζίνα, ανάβει το φως και κατευθύνεται προς το ψυγείο.

Ανοίγει τη πάνω πόρτα του ψυγείου και βγάζει από μέσα του υλικά για να φτιάξει τοστ.

Τα αφήνει επάνω στο τραπέζι και ανοίγει το ντουλάπι ενώ χασμουριέται τη στιγμή που κατεβάσει ένα πιάτο και ένα ποτήρι.

Επιστρέφει στο τραπέζι της κουζίνας, ακουμπά το ποτήρι και το πιάτο, φτιάχνει το τοστ, βολευθεί τα υλικά, βγάζει ένα ποτήρι γάλα, γεμίζει το ποτήρι του, τοποθετεί το γάλα στο ψυγείο, κλείνει το ψυγείο και κάθεται στο τραπέζι έτοιμος να απολαύσει το κολατσιό του.

Μετά από λίγα λεπτά εισβάλλει στο χώρο η γυναίκα του η Αμαλία. (περίπου 45 χρονών, μικροκαμωμένη, κοντά κόκκινα μαλλιά, σκούρο δέρμα, πράσινα ματιά)

 

ΑΜΑΛΙΑ

(τον κοιτά με μισό μάτι και ο άντρας δείχνει να πανικοβάλλεται)

-         Κώστα, πάλι τρως?

 

ΚΩΣΤΑΣ

(μισοφοβισμένος)

-         Να, μωρέ, αγαπούλα μου.... Αισθάνθηκα μια λιγούρα και είπα να φτιάξω ένα τοστάκι να φάω.

-         Θες να σου φτιάξω και εσένα ένα;

 

ΑΜΑΛΙΑ

 

-         Ξέρεις πως δε τρώω ποτέ τα βράδια.

 

ΚΩΣΤΑΣ

-         Ναι ναι ξέρω. Κάνεις δίαιτα αν και δε τη χρειάζεσαι καθόλου.

-         Αφού είσαι κορμάρα.

 

ΑΜΑΛΙΑ

-         Νομίζω  πως έβαλα τρία κιλάκια.

-         Έφαγα αρκετά τη τελευταία εβδομάδα.

-         Η μητέρα σου φταίει που μας έστειλε ένα σωρό γλυκά.

 

ΚΩΣΤΑΣ

-         Όχι αγάπη μου! Είσαι κορμάρα όπως ήσουνα πάντα.

 

ΑΜΑΛΙΑ

(ευχαριστημένη από το κοπλιμέντο)

-         Χαίρομαι γι αυτό!

-         Εσύ πάλι παρά έχεις παχύνει!

-         Θες επειγόντως δίαιτα.

 

ΚΩΣΤΑΣ

-         Αφού ξέρεις πως είμαι λιγάκι λιχούδης.

-         Δε μπορώ να αντισταθώ στις γεύσεις.

      

ΑΜΑΛΙΑ

(με ψυχρότητα)

-         Κώστα, έχεις γίνει αρκούδα.

-         Θες επειγόντως δίαιτα.

-         Από αύριο θα τρως μονάχα ότι σου πω εγώ.

-         Κατάλαβες;

 

ΚΩΣΤΑΣ

(με παράπονο)

-         Βρε κοκόνα μου..

 

ΑΜΑΛΙΑ

(νευριασμένη)

-         Μη με ξαναπείς κοκόνα μου.

-         Τι είμαι εγώ; Καμιά παρακατιανή να με λες έτσι;

-         Μη σε ξανακούσω να με πεις έτσι.

 

ΚΩΣΤΑΣ

-         Μα αγάπη μου.

 

ΑΜΑΛΙΑ

-         Κώστα, μίλησα!

-         Μια ζωή παλεύω για να κάνω και εσένα και τα παιδιά μας σωστούς ανθρώπους της κοινωνίας. Δε θέλω αντιρρήσεις λοιπόν.

-         Στη ζωή μας χρειαζόμαστε πειθαρχία και πρόγραμμα. Αν δε τα τηρούμε εμείς αυτά πως θα τα τηρήσουν τα παιδιά μας; Από εμάς παίρνουν το παράδειγμα.

 

ΚΩΣΤΑΣ

- Μα τα παιδιά μας δεν είναι στρατιώτες.

 

ΑΜΑΛΙΑ

-         Ακριβώς.

-         Είναι παιδιά μας και πρέπει να γίνουν επιτυχημένοι άνθρωποι στη κοινωνία μας!

-         Να γίνουν δηλαδή αυτό που δε μπόρεσες εσύ να γίνεις.

( λέει με οργή και αποχωρεί)

 

Ο Κώστας θλίβεται και σηκώνεται να πάει τα άπλυτα στο νεροχύτη.

ΣΚΗΝΗ 9. ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ - ΑΜΜΟΥΔΙΑ ΜΙΑΣ ΠΑΡΑΛΙΑΣ ΤΟΥ ΝΗΣΙΟΥ ΤΖΙΑΣ - ΠΕΡΑΣΜΕΝΑ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ.

 

Ο Μανώλης σηκώνεται από την αμμουδιά, προχωρά σταθερά προς το μέρος που στέκεται ο Θοδωρής με το Σωτήρης και τη Μαριάννα, τον ακουμπά τρυφερά στον αριστερό ώμο και σιγοψιθυρίζει μετά συνοδεία του ήχου της θάλασσας.

 

ΜΑΝΩΛΗΣ

- Εγώ πιστεύω πως πίσω από τη θάλασσα κρύβεται η ελευθερία. Η ελευθερία του να είσαι πραγματικά ο εαυτός σου.

 

ΣΚΗΝΗ 10. ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ - ΣΤΟ ΣΑΛΟΝΙ ΤΟΥ ΣΠΙΤΙΟΥ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΗ- ΠΕΡΑΣΜΕΝΑ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ.

Ο Ανδρέας, μεθυσμένος καθώς ήταν, ξαπλώνει με φόρα στο καναπέ, ξεκουμπώνει κι άλλο το ήδη ξεκουμπωμένο πουκάμισό του και η Λίτσα παρακολουθεί με αηδία το όλο θέαμα.

ΑΝΔΡΕΑΣ

-         Βόηθά με μωρή να αλλάξω.

-         Φέρε μου τις πιτζάμες.

 

ΛΙΤΣΑ

-         Πάλι ήπιες;

-         Γιατί ήπιες πάλι ρε, Αντρέα;

ΑΝΔΡΕΑΣ

-         Σκάσε μωρή και φέρε μου τις πιτζάμες.

ΛΙΤΣΑ

-         Καλά δε με λυπάσαι;

-         Και καλά εμένα δε με λυπάσαι, τον εαυτό σου δε τον λυπάσαι;

ΑΝΔΡΕΑΣ

-         Βούλωστο! Μη μιλάς!

-         Κάνε μονάχα ότι σου λέω.

ΛΙΤΣΑ

-         Δε ντρέπεσαι να χαλάς τις οικονομίες μας στα ποτά, στα μπαρ και στις Ρωσίδες;

 

ΑΝΔΡΕΑΣ

-         Σκάσε είπα.

 

ΛΙΤΣΑ

-         Όχι, δε σκάω! Αυτή τη φορά θα μιλήσω!

-         Το παιδί μας στερείτε πράγματα για να μη ξοδεύουμε τα λεφτά μας και εσύ πας και τα τρως με τις Ρωσίδες και τα ποτά;

-         Δε ντρέπεσαι λίγο;

 

ΑΝΔΡΕΑΣ

(σηκώνετε με δυσκολία από το καναπέ)

-         Έχετε παράπονο εσείς από εμένα;

-         Εγώ δε σας ντύνω;

-         Εγώ δε σας ταΐζω;

 

ΛΙΤΣΑ

-         Τίποτα δε κάνεις.

-         Μόνο στα λόγια είσαι καλός. Στις πράξεις δε κάνεις τίποτα.

-         Το παιδί μας δε πέρασε σε κάποια σχολή εξαιτίας σου.

-         Δε θα σπουδάζει όπως πρέπει να κάνουν όλα  τα παιδιά, εξαιτίας σου.

ΑΝΔΡΕΑΣ

-         Τι φταίω εγώ γι αυτό;

-         Τι φταίω εγώ αν ο γιος σου είναι σκράπας;

 

ΛΙΤΣΑ

(φωνάζοντας)

-         Ο γιος μας δεν είναι σκράπας!

-         Ο γιος μας είναι το καλύτερο παιδί όλου του κόσμου αλλά είναι άτυχο γιατί έχει εσένα για πατέρα.

-         Εσένα που τρως τα λεφτά άσκοπα δεξιά και αριστερά.

-         Εσύ φταίς που δε πέρασε πουθενά το παιδί μας.

-         Εσύ που δε του πλήρωνες τα φροντιστήρια που ήθελε να κάνει. Και είχαμε τα λεφτά για να πληρώσεις.

-         Εσύ!

 

ΑΝΔΡΕΑΣ

(σε έξαλλη κατάσταση)

-         Σκάσε μωρή άχρηστη!

Πλησιάζει με οργή τη Λίτσα και αρχίζει να τη χτυπάει με μανία όπου βρει. Η Λίτσα φωνάζει και προσπαθεί να προστατευτεί με τα χέρια της ενώ ξεσπάει σε κλάματα.

 

ΣΚΗΝΗ 11. ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ - ΑΜΜΟΥΔΙΑ ΜΙΑΣ ΠΑΡΑΛΙΑΣ ΤΟΥ ΝΗΣΙΟΥ ΤΖΙΑΣ - ΠΕΡΑΣΜΕΝΑ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ.

Οι τέσσερις φίλοι στέκονται όρθιοι μπροστά από τη θάλασσα, ακουμπούν με το χέρι τους ο ένας τον αριστερό ωμού του άλλου και αγναντεύουν το απέραντο «αύριο» που απλώνεται μπροστά τους.

Ο Σωτήρης απορροφημένος από το όλο θέαμα σιγοψιθυρίζει μετά συνοδείας του ήχου της θάλασσας:

ΣΩΤΗΡΗΣ

-         Τελικά ίσως αυτό που κρύβεται πίσω από τη θάλασσα να είναι «της ψυχής μας τα παρακάτω»

Οι άλλοι τρεις στρίβουν ταυτόχρονα το κεφάλι τους προς το Σωτήρη που συνεχίζει αν κοιτά μαγνητισμένα τη θάλασσα.

 

ΜΑΡΙΑΝΝΑ

(προβληματισμένη)

-           Τι εννοείς με τον όρο «της ψυχής τα παρακάτω»;

 

ΣΩΤΗΡΗΣ

-         Εννοώ όλα αυτά που θα αντιμετωπίσει η ψυχή μας κάπου παρακάτω προσπαθώντας να πραγματοποιήσει τα όνειρά μας.

Οι υπόλοιποι 3 κοιτάζουν με απορία το Σωτήρη. Δε τους συνηθίζει άλλωστε σε τόσο φιλοσοφικές δηλώσεις.

Κοιτάζονται μεταξύ τους και στη συνέχεια κοιτάζουν ξανά το Σωτήρη που είναι ακόμη απορροφημένος από τη θάλασσα και το απέραντό της.

Ένα μικρό κυματάκι σκάει στην αμμουδιά της παραλίας.

Ένα μικρό βότσαλο ξεβράστηκε μαζί του...

 

-  ΤΕΛΟΣ ΠΡΩΤΟΥ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΥ - 

 

Τι να ήθελα να γράψω, τότε φίλοι;

Είμαι σίγουρη πως στο μυαλό μου είχα ολοκληρωμένο το σενάριο της ταινίας και γι' αυτό είχα χτίσει αυτούς τους ήρωες στο πρώτο επεισόδιο. 

Ειλικρινά, δεν θυμάμαι τι είχα σκεφτεί. Για την ακρίβεια δεν θυμόμουν ούτε το σενάριο καλά καλά μέχρι να το βρω, και να το φέρω πάλι στο φως... Στο δικό μου εκφραστικό φως. Και δεν ξέρω και τι να κάνω τώρα... Βασικά ξέρω... Λένε, πως ενεργειακά δεν είναι καλό να αφήνεις πράγματα στη μέση, κοινώς "μακριά" από τις αναβολές και εγώ, όσον αφορά τα γραπτά μου βλέπω πως έχω αφήσει πολλά στη μέση. Έχω βρει τόσα αρχεία στο laptop μου, που ούτε τα θυμόμουν και ούτε ξέρω πια τι να κάνω με αυτά. Το μόνο σίγουρο ειναι πως όλα μου ζητάνε να ζήσουν. Νέα ανάσα, νέα ζωή και εγώ ως πιστός υπηρέτης οφείλω να τα ακούσω και να τα ακολουθήσω. 

Δεν ξέρω ακριβώς τι θέλει αυτό το έργο, πάντως σίγουρα δεν θέλει να γίνει ταινία πια, ίσως μόνο μικρού μήκους ή ένα διήγημα... Μπορεί και να μη θέλει τίποτα πια, ίσως αυτό το μοίρασμα, σήμερα, να του είναι αρκετό. Θα το ακούσω, και θα μου πει, είμαι σίγουρη. Νομίζω άλλωστε πως αυτό με οδήγησε στο μοίρασμα, σήμερα, εδώ.  

Μεγάλη ανάρτηση, πιθανόν να σας κούρασα, όμως νιώθω πως θα χαρείτε μαζί μου, μέσα από τη μνήμη και τη πορεία της έκφρασης στο χρόνο.

Αυτά από 'μένα και ο,τι προτάσεις επί του θέματος έχετε, αν έχετε, θα χαρώ να μου τις πείτε. 

Σας φιλώ και σας εύχομαι, ένα όμορφο Σαββατοκύριακο!

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η Μουσταλευριά

Καλημέρα εκφραστικοί μου! Ελπίζω να σας βρίσκω καλά. Σήμερα ένιωσα την ανάγκη να γράψω ένα διήγημα από εκείνα, τα αγαπημένα, που με γυρίζουν τόσο πίσω, σε μια ζεστή αγκαλιά… Ήταν απόγευμα, πριν λίγες μέρες, όταν με κέρασαν μια μουσταλευριά από ένα μικρό μίνι μάρκετ της γειτονιάς μου. Το φτιάχνει μια τοπική, οικογενειακή επιχείρηση. Δεν ξέρω αν ήταν η γεύση της, η υφή της ή η μυρωδιά του μούστου που με χτύπησε κατευθείαν στην καρδιά. Πάντως, δεν ήταν ούτε τόσο νόστιμη ούτε τόσο όμορφη (εξωτερικά) όπως ήταν η δική της. Ξαφνικά βρέθηκα αλλού. Σαν να γύρισα πίσω, πολλά χρόνια πριν. Εκεί, στο χωριό… Στην αυλή της γιαγιάς, της δικής μου της λεβέντισσας. Με το χώμα να μυρίζει φθινόπωρο και τα τζιτζίκια να έχουν πια σωπάσει. Με τα ρούχα πλυμένα στο πλυσταριό και έπειτα απλωμένα στο  σχοινί και το πατητήρι γεμάτο σταφύλια που μας περίμεναν υπομονετικά. Κι όλα αυτά πλαισιωμένα με τη μυρωδιά του ασβέστη όταν ασβέστωνε το σπίτι της. Η εποχή του τρύγου… Αχ, αυτή η εποχή πόσο γρήγορα πάντ...

ΓΙΑ ΤΗΝ ΞΑΔΕΡΦΑΡΑ ΜΟΥ ΜΕ ΑΓΑΠΗ!

Εκφραστικοί μου φίλοι, καλημέρα! Τί μου κάνετε, είστε όλοι καλά; Εγω μια χαρά. Καταιγισμός γενεθλίων το τελευταίο διάστημα βρε παιδιά! Πολύ με χαροποιεί αυτό! Ευχές, ευχές, ευχές! Μ' αρέσουν οι ευχές! Σήμερα λοιπόν θέλω και εγώ να δώσω τις ευχές μου σε ένα αγαπημένο μου πρόσωπο, με ένα ιδιαίτερο θα έλεγα τρόπο! (Είμαι σίγουρη πως όταν η ξαδέρφη μου δει αυτή την ανάρτηση θα γουρλώσει το μάτι πίσω από τα γυαλιά, θα βγάλει τη γλώσσα έξω απο αμηχανία, θα βγάλει μια κραυγή απόγνωσης και θα κρυφτεί όπου βρει πρόχειρα εκεί τριγύρω χαχαχαχα) (Ιωάννα σα να είμαι εκεί και να σε βλέπω νοιώθω - πολύ το διασκεδάζω! :P) Σκορπίνα λοιπόν η ξαδερφάρα μου! Δυναμική προσωπικότητα, όσο κι αν δε το δείχνει με τη πρώτη ματιά!  Σήμερα λοιπόν, το κορίτσι μου έχει γενέθλια και εγώ δε θα μπορούσα να μη κάνω ανάρτηση μοναχά για πάρτη της! Τόσα έχει κάνει εκείνη για μένα, ας κάνω και εγώ κάτι μικρό αυτή τη φορά! ;) Χρόνια πολλά λοιπόν σε σένα που όταν ήμουνα μικρή με έβαζες να ...

ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΗΣ.

Τα μάτια της είναι δυο άντρα όπου σπινθηρίζει αόριστα το μυστήριο, και το βλέμμα της φωτίζει σαν αστραπή: είναι μια έκρηξη μέσα στα σκότη… Υπάρχουν γυναίκες που εμπνέουν την επιθυμία να τις νικήσεις και να τις απολαύσεις… αλλά αυτή εδώ σου γεννάει τον πόθο να πεθάνεις αργά κάτω απ’ το βλέμμα της (Σαρλ Μπωντλαίρ, από το ποίημα «Η επιθυμία της περιγραφής»)