Στην
άκρη της πόλης, εκεί που δεν πατάνε πολλοί, υπήρχε ένα υπόγειο μπαρ.
Από εκείνα που αν δεν σου πουν να πας, δεν θα τα βρεις ποτέ. Το φως του
δρόμου δεν έφτανε ως την πόρτα του, μόνο μια ταμπέλα ξεχαρβαλωμένη
κρεμόταν πάνω από τα σκαλιά. Έγραφε απλά «ανοιχτά».
Μου
είχαν μιλήσει για τη μπάντα με το κόκκινο φόρεμα. Δεν ήταν όνομα, ήταν
φήμη. Έλεγαν πως κάθε βράδυ στη σκηνή ανέβαινε μια γυναίκα. Πάντα άλλη.
Αλλά όλες φορούσαν το ίδιο φόρεμα. Κόκκινο, σαν κραυγή μέσα στο σκοτάδι.
Κι όσοι ρωτούσαν παραπάνω, δεν ξαναγύριζαν.
Κατέβηκα
τα σκαλιά ένα βράδυ με κρύο. Το μπαρ είχε λίγα τραπέζια, παλιά, γεμάτα
σημάδια. Ο αέρας μύριζε καπνό και ποτό χυμένο. Οι μουσικοί δεν μίλησαν
σε κανέναν. Άρχισαν κατευθείαν. Σαξόφωνο, κιθάρα, πιάνο. Κι ύστερα
εκείνη. Ψηλή, με μαλλιά δεμένα πίσω πρόχειρα, σαν να μην την ένοιαζε. Το
κόκκινο φόρεμα έμοιαζε πιο ζωντανό από την ίδια.
Τραγούδησε.
Δεν ήξερα τη γλώσσα. Κι όμως καταλάβαινα. Έλεγε για ανθρώπους που
χάθηκαν, για βράδια που δεν ξαναγύρισαν, για υποσχέσεις που σβήνουν όπως
ο καπνός στον αέρα. Οι θαμώνες δεν αντιδρούσαν. Έπιναν ήσυχα, σαν να
άκουγαν μια ιστορία που την ήξεραν απ’ έξω.
Ρώτησα τον μπάρμαν ποια είναι. Μου χαμογέλασε. «Κανείς δεν ξέρει το όνομα. Αύριο θα είναι άλλη. Μόνο το φόρεμα μένει».
Ένιωσα
ανατριχίλα. Γιατί τη στιγμή που το είπε, η γυναίκα στη σκηνή γύρισε το
κεφάλι και με κοίταξε. Κι ήταν σαν να μην με κοίταζε εκείνη, αλλά το
ίδιο το φόρεμα. Σαν να ζύγιζε αν μου ταίριαζε.
Έφυγα
βιαστικά πριν τελειώσει η μουσική. Δεν γύρισα ποτέ εκεί. Μα μερικές
φορές, αργά το βράδυ, περνάω από εκείνο το στενό. Κι ακούω κάτι σαν
τραγούδι να ανεβαίνει από κάτω. Δεν πλησιάζω, αλλά σταματάω για λίγο να
ακούσω. Και κάθε φορά λέω μέσα μου: όσο κι αν τρέξω, μια μέρα το φόρεμα
θα με καλέσει με τ’ όνομά μου.
Κική Κωνσταντίνου
____________
Καλημέρα, εκφραστικοί μου!
Ελπίζω να σας βρίσκω καλά.
Τούτο το διήγημα, το έγραψα πριν κάνα μήνα, αν θυμάμαι καλά, και το εμπνεύστηκα φυσικά από τη φωτογραφία που το συνοδεύει. Η εικόνα αυτή ήταν wallpaper σε κινητό. Την είδα, ξετρελάθηκα, και έτσι γεννήθηκε τούτη η μικρή ιστορία.
Συμπτωματικά, ίσως και όχι, το σαλόνι μου το κοσμεί ένας πίνακας με μία μπάντα, που μοιάζει κάπως στη συγκεκριμένη εικόνα και υπάρχει και εκεί, μία γυναίκα με κόκκινο φόρεμα αλλά με ξανθά μαλλιά. Μάλιστα, είναι δώρο από καλό μου φίλο αυτός ο πίνακας και διαβάζοντάς το διήγημα ξανά σήμερα, βλέπω μέσα του την επιρροή του πίνακα, με άλλη γυναίκα αυτή τη φορά, η οποία θεωρώ πως φάνηκε στις λέξεις μου, αλλά εγώ το κατάλαβα αυτή τη στιγμή.
Αυτά από εμένα.
Σας φιλώ και σας στέλνω αγάπη!
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
ΕΚΦΡΑΣΟΥ ΚΑΙ ΕΣΥ