Καλημέρα και καλή εβδομάδα, εκφραστικοί μου.
Χρόνια πολλά για τους χθεσινούς εορτάζοντες, να τους χαιρόσαστε!
Χρόνια πολλά για την Ελλάδα μας για αύριο!
Ακόμη μία χρονιά θα γιορτάσουμε την Επέτειο του Όχι.
Και πέρα από την ιστορία, πόσο σημαντικό είναι να λέμε όχι τη σωστή στιγμή. Πόσο λυτρωτικό θα έλεγα.
Με αφορμή αυτά κι άλλα πολλά, λίγο πιο κάτω μπορείτε να διαβάσετε ένα μικρό διήγημα που έγραψα μέσα στο Σαββατοκύριακο και εύχομαι να σας αρέσει.
Η Επέτειος του Όχι
Η 28η Οκτωβρίου είναι μια μέρα που μας θυμίζει πως η ελευθερία δεν είναι κάτι δεδομένο. Το «Όχι» του 1940 δεν ήταν απλώς μια λέξη. Ήταν μια πράξη θάρρους και αξιοπρέπειας από έναν ολόκληρο λαό που αρνήθηκε να υποκύψει σε μια ξένη δύναμη. Οι Έλληνες στάθηκαν ενωμένοι απέναντι σε έναν πολύ πιο ισχυρό εχθρό, αποδεικνύοντας πως η ψυχή και η πίστη μπορούν να ξεπεράσουν κάθε φόβο.
Σήμερα, η επέτειος αυτή δεν είναι μόνο ιστορική ανάμνηση. Είναι μια ευκαιρία να σκεφτούμε τι σημαίνει να λέμε «όχι» στην αδικία, στην υποχώρηση, στην απάθεια. Είναι μια στιγμή να θυμηθούμε ότι η ελευθερία χρειάζεται ευθύνη και συνείδηση. Το «Όχι» του 1940 ακούγεται ακόμα μέσα μας κάθε φορά που επιλέγουμε το σωστό, ακόμα κι όταν είναι δύσκολο.
Ο Άνθρωπος του Όχι
Ο Δημήτρης έλεγε πάντα όχι.
Όχι στους φίλους, όχι στη δουλειά, όχι στα τηλεφωνήματα που ξεκινούσαν με ένα «τι κάνεις;». Όχι στις προσκλήσεις, στα σχέδια, στα αστεία. Όχι στο «πάμε για έναν καφέ;», όχι στο «σε χρειάζομαι λίγο», όχι ακόμα και στον ίδιο του τον εαυτό.
Δεν ήταν πάντα έτσι. Κάποτε έλεγε «ναι» σε όλα. Ήταν ο άνθρωπος που έτρεχε για όλους, που δεν ήθελε να χαλάσει κανενός τη διάθεση, που πίστευε ότι η καλοσύνη θα του επιστραφεί. Αλλά η καλοσύνη, όταν δεν προστατεύεται, κουράζει. Έτσι, ένα πρωινό χωρίς αφορμή, ξύπνησε και αποφάσισε: «Τέλος τα ναι».
Στην αρχή ένιωσε απίστευτα δυνατός.
Όταν ο προϊστάμενος του ζήτησε να μείνει παραπάνω, είπε ψύχραιμα: «Όχι, έχω κανονίσει»,
«Τι έχεις κανονίσει;» τον ρώτησε εκείνος, μισοχαμογελώντας.
«Να μην είμαι εδώ», απάντησε και απομακρύνθηκε.
Όταν ένας φίλος του, που τον θυμόταν μόνο όταν τον είχε ανάγκη, έγραψε: «Έλα να τα πούμε λίγο, ρε, έχω ανάγκη να μιλήσω», απάντησε μονολεκτικά: «Όχι!»
Ο φίλος δεν ξαναπήρε.
Και όταν η μητέρα του τον κάλεσε Κυριακή μεσημέρι, με τη φωνή της να γλυκαίνει μέσα από το τηλέφωνο: «Έφτιαξα γεμιστά, τα αγαπημένα σου. Θα έρθεις να φάμε όλοι μαζί;»
ο Δημήτρης απάντησε ψυχρά: «Όχι, μαμά. Θέλω να μείνω μόνος».
Ακούστηκε μια μικρή παύση στην άλλη άκρη της γραμμής.
«Καλά, παιδί μου… όπως θες», είπε εκείνη, κι έκλεισε ήσυχα.
Οι μέρες πέρασαν. Ο Δημήτρης δούλευε, γύριζε σπίτι, μαγείρευε κάτι γρήγορο και έβλεπε σειρές για να περάσει η ώρα. Η σιωπή δεν τον ενοχλούσε στην αρχή, θα έλεγε κανείς πως ήταν σχεδόν ανακούφιση. Όμως με τον καιρό, η σιωπή άρχισε να βαραίνει. Ένιωθε ότι οι τοίχοι μίκραιναν, ότι ο αέρας στο διαμέρισμα γινόταν πιο πυκνός. Κανείς δεν τον αναζητούσε πια. Κανείς δεν του ζητούσε τίποτα. Και αυτό που κάποτε ήθελε, τώρα τον τρόμαζε.
Ένα απόγευμα, ενώ καθόταν στο γραφείο του χαζεύοντας ένα άδειο έγγραφο στον υπολογιστή, ήρθε ένα μήνυμα. Ήταν από την Άννα. Είχαν να μιλήσουν σχεδόν δύο χρόνια.
«Περνάω απ’ τη γειτονιά σου. Θες να βγούμε λίγο; Δεν χρειάζεται να μιλήσουμε πολύ, απλώς να περπατήσουμε».
Ο Δημήτρης έμεινε να κοιτάζει την οθόνη. Το «όχι» ανέβηκε αυτόματα στα χείλη του, όπως πάντα. Αλλά αυτή τη φορά δεν το είπε. Το έσβησε μέσα του, όπως σβήνει κανείς ένα κερί που καίει υπερβολικά κοντά στα δάχτυλα.
Έγραψε αργά: «Ναι, έλα!»
Η Άννα τον περίμενε στο πάρκο. Είχε ψύχρα, κι εκείνη φορούσε ένα γκρι παλτό και κρατούσε δύο καφέδες ζεστούς. Του έδωσε τον έναν χωρίς να μιλήσει.
«Δεν το περίμενα να πεις ναι», είπε μετά από λίγο, με ένα χαμόγελο σχεδόν παιδικό.
«Ούτε εγώ το περίμενα», απάντησε εκείνος.
Περπάτησαν μέσα στα φώτα της πόλης. Τα βήματά τους αντηχούσαν πάνω στα πεσμένα φύλλα, ο αέρας μύριζε καμένο ξύλο και υγρασία. Για πρώτη φορά μετά από καιρό, ο Δημήτρης ένιωσε ότι δεν ήθελε να φύγει.
Η Άννα γύρισε προς το μέρος του.
«Ξέρεις, δεν είναι κακό να λες όχι», του είπε. «Κακό είναι να το λες για να μην πλησιάσει κανείς».
«Νόμιζα πως έτσι θα ήμουν πιο δυνατός», απάντησε.
«Ίσως ήσουν. Αλλά για πόσο μπορείς να κρατάς τους πάντες απ’ έξω χωρίς να μείνεις κι εσύ απ’ έξω;»
Δεν μίλησαν άλλο. Κάθισαν σε ένα παγκάκι, κοιτάζοντας τα φώτα των αυτοκινήτων που περνούσαν απέναντι. Ήταν μια στιγμή ήσυχη, σχεδόν άβολη, αλλά αληθινή. Ο Δημήτρης ένιωσε ξανά άνθρωπος ανάμεσα σε ανθρώπους.
Το βράδυ, στο σπίτι, έβγαλε το παλτό και κάθισε στο τραπέζι. Το φως του δωματίου ήταν ζεστό. Πήρε ένα παλιό σημειωματάριο και άρχισε να γράφει: «Το όχι με έκανε να νιώσω δυνατός, αλλά μόνος. Το ναι με φοβίζει, αλλά με συνδέει με τη ζωή. Ίσως η αλήθεια να είναι κάπου ανάμεσα -στο να λες και τα δύο, όταν τα εννοείς».
Έκλεισε το τετράδιο, έσβησε το φως και κάθισε για λίγο στο σκοτάδι.
Ένιωσε ότι εκείνη τη μέρα είχε κάνει το πρώτο βήμα πίσω προς τους ανθρώπους.
Ίσως η ελευθερία, σκέφτηκε, να μην είναι το δικαίωμα να λες «όχι» σε όλα, αλλά το θάρρος να πεις «ναι» σε κάτι που αξίζει.
___________ ΤΕΛΟΣ ___________
Γιατί, τελικά, είναι πολύ δύσκολο λες το όχι και το ναι, τη σωστή στιγμή.
Είναι επίτευγμα να μπορείς και να τα ξεχωρίζεις κάποιες στιγμές.
Η σοφία βρίσκεται στο να ξέρουμε πότε να λέμε το ένα και πότε το άλλο. Μόνο έτσι μπορούμε να ζούμε με ισορροπία, ειλικρίνεια και σεβασμό προς τον εαυτό μας και τους άλλους.
Οι απαντήσεις μας, άλλωστε, όπως και οι αποφάσεις μας, καθορίζουν το στίγμα μας σε αυτή τη ζωή, γίνονται αποτύπωμα του εαυτού μας και φ΄έρουν τη δική τους ευθύνη.
Αυτά από εμένα, σας φιλώ και σας εύχομαι μια όμορφη μέρα και μια ακόμη πιο όμορφη εβδομάδα!

Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
ΕΚΦΡΑΣΟΥ ΚΑΙ ΕΣΥ