Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Μισός Άνθρωπος και Μισός Ζώο

  Ποια είσαι, εσύ; Τι θες; Ποια ψυχική αναλγησία σε φέρνει το βράδυ, τούτο, εδώ;   Τι με κοιτάς; Μη με κοιτάς! Δεν θέλω να με κοιτάς!   Σου φαίνομαι, παράξενος; Απροσπέλαστος; Όμορφος; Τι;   Μήπως το δάφνινο στεφάνι και τα χρυσά φτερά σε παραπέμπουν σε κάτι ξωτικό; Μήπως ακόμη χειρότερα σε ξεγέλασαν και νομίζεις πως είμαι ο γνωστός αγγελιοφόρος, ο Ερμής; Αν τόλμησες να σκεφτείς πως είμαι ο θεός Έρωτας, πραγματικά δεν ξέρω τι κάνεις σήμερα, εδώ.   Ακόμη με κοιτάζεις, έτσι; Συνεχίζεις να με κοιτάζεις. Επίμονα με κοιτάζεις και εγώ, θέλω να φύγεις. Απόστρεψε το βλέμμα, ταξίδεψε κάπου αλλού με τους στίχους και άσε με, μόνο μου.   Μόνο μου! Εδώ και χρόνια, είμαι μόνος μου! Αυτοεξόριστος και απρόθυμα, εριστικός!   Βλέπεις τα πόδια μου;   χμ… Τα πόδια μου!   Τα βλέπεις; Κινούνται, για να γλιτώσουν την ακινησία τους.   Θαμμένος είμαι έρημος τιμωρημένος μόνος πάντα μόνος   ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΟΣ! αυτό είμαι, καταραμένος
Πρόσφατες αναρτήσεις

Η Λεγεώνα

  Εκείνο το πρωινό, ο Μάρκος, ξύπνησε έχοντας έναν αβάσταχτο πόνο στο στήθος. Στη συνέχεια, ο πόνος αυτός, έγινε φορτίο. Σηκώθηκε με δυσκολία από το ξύλινο, διπλό κρεβάτι και κατευθύνθηκε σχεδόν σερνάμενος, προς την κουζίνα του σπιτιού του. Επάνω στο τραπέζι, τον περίμενε μία κούπα καφέ από χθες, το απόγευμα. Ήπιε μια γουλιά και έδειξε τη δυσαρέσκειά του. Χάλια γεύση ο κρύος καφές, μόνο γεύση καφέ δεν είχε το αηδιαστικό ρόφημα που δοκίμαζε. Συνέχισε να πίνει, με ένα βλέμμα δυσδιάκριτης λύπης. Κοίταξε το χώρο γύρω του και όλα ήταν βρώμικα. Κάποτε δεν άντεχε στη θέα ενός σκουπιδιού και τώρα, έμοιαζε να συγκατοικεί με ζώα, συγκεκριμένα κατσαρίδες και ποντίκια. Κοίταζε το σπίτι του, σαν ένα οίκημα γνώριμο και οικείο μα συνάμα γερασμένο, μόνο, άδειο και παγερό, ακριβώς σαν τη «ματωμένη» ψυχή του.      Ηλικιακά δεν ήταν τόσο μεγάλος όσο έδειχνε, ψυχολογικά όμως ήταν. Όσο και να μην ήθελε να το παραδεχθεί, όσο κι αν προσπαθούσε να πάρει ανάσα και ενέργεια από τον καφέ και τους α