Δεν το πιστεύω πως επιτέλους μπορώ να κάνω αυτή την ανάρτηση... να γράφω για αυτή την Οδύσσεια και να τα έχω αφήσει όλα πίσω. Πραγματικά αδυνατώ να το πιστέψω, είμαι όμως τόσο χαρούμενη για αυτό. Η περιπέτειά μου ξεκίνησε μήνες πριν και τελειωμό δεν είχε... Φταίω κι εγώ βέβαια με τις όποιες αναβολές, δεν το αρνούμαι, τη μια οικονομικοί λόγοι (στο Θεό οι τιμές των οδοντιάτρων), την άλλοι προσωπικοί λόγοι, την άλλοι ψυχολογικοί (οι κυριότεροι). Καθότι άνθρωπος με φοβίες στους γιατρούς, στις ασθένειες, στις εξετάσεις και σε όλα τα συναφή, το απέφευγα και το απέφευγα ώσπου κάποια στιγμή δεν μπορούσα να το αποφύγω άλλο και αναγκαστικά οδηγήθηκα στον οδοντίατρο. Αφού πρώτα φτάσαμε στο αμήν, κοινώς περάσαμε πόνους και πόνους και φτάσαμε στο απροχώρητο, δηλαδή μας έσπασε το δοντάκι. Και μιλάμε για το πίσω δοντάκι, το μεγάλο, τον πρώτο γομφίο, κοινώς τον τραπεζίτη. Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο δύσκολο και κουραστικό και ψυχοφθόρο είναι για μένα αυτό το θέμα με τους γιατρούς...
Τα μαλλιά της δεν ήταν μαλλιά. Ήταν ένα σμήνος από ανήσυχα φτερά. Κάθε πρωί, όταν έπλενε το πρόσωπό της στο νερό του παραθύρου, τα πουλιά άνοιγαν τα μάτια τους πρώτα από εκείνη. Τινάζονταν, πετούσαν λίγη σκόνη ήλιου πάνω στους ώμους της κι ύστερα γύριζαν πάλι πίσω, κουρνιάζοντας μέσα στις τούφες της νύχτας. Μιλούσε σιγά, γιατί οι λέξεις της είχαν ράμφος και μπορούσαν να τραυματίσουν τη σιωπή. Κι όταν γελούσε, έσπαζαν τα σύννεφα σε μικρά, ζεστά αυγά φωτός. Την έβλεπες να περπατά στο δρόμο και πίσω της ν’ αφήνει ένα ρεύμα από κελαηδισμούς. Οι άνθρωποι γύριζαν το κεφάλι, όχι για να δουν, αλλά για να θυμηθούν πως κάποτε κι αυτοί είχαν μαλλιά που πετούσαν, όταν ακόμα πίστευαν στα θαύματα. Τη νύχτα, άφηνε ένα - ένα τα πουλιά να φύγουν. Τα μετρούσε όμως όπως μετρούν τα δάκρυα... όχι για να ξέρει πόσα έφυγαν μακριά αλλά για να θυμάται ποια την πόνεσαν πιο γλυκά. Στο τέλος, έμεινε μόνη. Μόνο ένα μικρό πουλί στο αυτί της, της ψιθυρίζει: «Μην κλαις... ο ουρανός δεν έχει τέλος, και τα μ...