Καλημέρα, εκφραστικοί μου! Ελπίζω να σας βρίσκω καλά. Σήμερα, έχω κάτι «ιδιαίτερο» να μοιραστώ μαζί σας. Κάτι που ξεκίνησε πριν καιρό, μια σκέψη που γέννησε λέξεις και συναισθήματα, μια προσπάθεια που έκανα με όλη μου την καρδιά -και ναι, ίσως να μην ολοκληρώθηκε όπως φανταζόμουν- αλλά δεν πειράζει. Το σημαντικό είναι ότι τώρα μπορώ να το μοιραστώ μαζί σας, και αυτό μου αρκεί. Λοιπόν, εδώ και αρκετό καιρό, έχω γράψει ένα πεζογράφημα με μορφή ημερολογίου ή ίσως ένα λογοτεχνικό ημερολόγιο, όπως μου αρέσει να το λέω. Έχει στοιχεία ποίησης, αυτοβιογραφίας, μονολόγου και λογοτεχνίας. Δεν ξέρω ακριβώς πού να το κατατάξω και τώρα που το σκέφτομαι ίσως τελικά να μην χρειάζεται και να το αφήσουμε ως έχει, δηλαδή ένα εκφραστικό μου ιδίωμα, ένα προσωπικό ταξίδι γραφής με όνειρα, μνήμες, συναισθήματα και στόχους. Θα ήθελα, όμως, πριν ξεκινήσω, να σας δώσω λίγο ένα πλαίσιο της δημιουργίας του. Να σας μιλήσω για το πώς γεννήθηκε, τι θέλησα να κάνω με αυτό, και πώς σκοπεύω να το μοιραστώ μαζί...
Δεν έπεφτε η βροχή. Κρατούσε την ανάσα της, όπως κρατάς ένα μυστικό πριν το εμπιστευτείς στον κόσμο. Ο ουρανός, βαθύς και αμίλητος ήξερε πως κάποτε, οι σιωπές είναι ιερές. Κι εκείνη... μισή από ουρανό, μισή από όνειρο ξεχασμένο στεκόταν επάνω στο νερό, σαν να της το ‘χαν τάξει τα άστρα. Δεν βούλιαζε. Ούτε περπατούσε. Αιωρούνταν ανάμεσα σε αυτό που ήταν και σε αυτό που ποτέ δεν ειπώθηκε. Τα μαλλιά της κρατούσαν τη νύχτα όπως κρατά ένα παιδί το τελευταίο του παραμύθι πριν το πάρει ο ύπνος. Και το βλέμμα της ω Θεέ μου, το βλέμμα της δεν ζητούσε απαντήσεις. Σε κοίταζε σαν να ήξερες ήδη αυτό που αρνήθηκες να θυμηθείς. Ένα βιολί στο στήθος της, βουβό. Όχι από έλλειψη ήχου, μα από υπομονή. Έτοιμο να ψιθυρίσει τη μουσική που δεν έχει ακόμη γραφτεί. Τη μουσική που γεννιέται μόνο όταν είσαι αληθινά μόνος. Και τα χέρια της λεπτά σαν προσευχές, δεν έπαιζαν. Ευλογούσαν. Κάθε κίνηση, μια συγχώρεση. Κάθε χορδή, μια λέξη που σώθηκε απ’ τον θόρυβο. Κάθε παύση, μια αγ...