Είναι ευλογία και βάρος μαζί, να κρατάς την αγάπη και το όνειρο ζωντανά, σε έναν κόσμο που σε ξεχνά, σε έναν κόσμο που τρέχει μόνο για να επιβιώσει. Είναι ευχή, γιατί η ψυχή σου παραμένει φωτεινή. Είναι κατάρα, γιατί συχνά μένεις μόνος, παρεξηγημένος, ξεχασμένος. Κι όμως, εκεί βρίσκεται η αλήθεια: να συνεχίζεις να αγαπάς, να συνεχίζεις να ονειρεύεσαι, να συνεχίζεις να θυμάσαι ποιος είσαι, ακόμα κι όταν ο κόσμος γύρω σου προσπαθεί να σε κάνει να το ξεχάσεις. Κική Κωνσταντίνου _____________ Καλημέρα εκφραστικοί μου, ελπίζω να σας βρίσκω καλά. Εχθές βράδυ μας ταρακούνησε ο σεισμός. Εγώ δεν τον κατάλαβα — ευτυχώς, γιατί πάντα με φόβιζαν. Από ότι έμαθα όμως, ήταν αρκετά δυνατός, με διάρκεια και φόβο για όσους τον ένιωσαν. Θα περάσει κι αυτό. Στην Εύβοια, άλλωστε, είμαστε μαθημένοι. Σας φιλώ και σας εύχομαι μια όμορφη μέρα! 🌸
Στη γωνιά του παλιού μαγαζιού, κάτω απ’ τους δείκτες που γύρναγαν αθόρυβα, στεκόταν ένα κορίτσι. Όχι παιδί. Όχι γυναίκα. Μια σκέψη με φόρεμα και φιτίλι από χρόνον. Τα μάτια της — μικρά τζάμια — κοιτούσαν δυο κούκλες που έμοιαζαν ζωντανές. Είχαν φωνή από πορσελάνη και χέρια δεμένα με βελούδο αναμονής. "Ήμουν κι εγώ εκεί", είπε το κορίτσι, χωρίς να το πει. Το άκουσε μόνο το φως και μια σκόνη παλιάς σονάτας που αιωρούνταν πίσω απ’ τη βιτρίνα. Τα μαλλιά της είχαν μνήμες από παραμύθια, κουρδισμένα με άγνοια κι ευχή. Φορούσε ένα φόρεμα πλεγμένο με υποσχέσεις παλιών παιχνιδιών και μια καμπανούλα στην παλάμη που μόνο οι χαμένοι χρόνοι αναγνώριζαν. "Δεν ήρθα να αγοράσω", έμοιαζε να λέει, "ήρθα να θυμηθώ πώς ήταν να είμαι ξεχασμένη". Και τότε… μία απ’ τις κούκλες της έκλεισε το μάτι. Ίσως από ρεύμα. Ίσως από όνειρο. Ίσως επειδή τα παραμύθια δεν αντέχουν να μένουν ακίνητα όταν τα κοιτάς με αλήθεια. - Κική Κωνσταντίνου Δεν φαντάστηκα — ούτε ζήτησα — να γράφω ποίηση....