Η γιαγιά Χρυσάνθη ξύπνησε πολύ πρωί. Ο ήλιος είχε αρχίσει να φωτίζει δειλά το σαλόνι της. Οι σκιές πάνω στα έπιπλα έλιωναν αργά και το φως χάιδευε τις λευκές κουρτίνες της, εκείνες με το κέντημα που είχε φτιάξει η ίδια, χρόνια πριν.
Δεν ήταν απλές κουρτίνες. Τις είχε φτιάξει η ίδια, ώρες ατέλειωτες στα χέρια της, βελονιά τη βελονιά, τότε που είχε υπομονή και τα χέρια της δεν έτρεμαν. Τότε που οι μέρες ΄ήταν διαφορετικές. Τότε που όλα γίνονταν πιο αργά, πιο απλά, πιο ήρεμα. Χωρίς πίεση, χωρίς ρολόγια και προθεσμίες.
Οι κουρτίνες της κρέμονταν σαν ανάλαφρα σύννεφα μπροστά στα παράθυρα. Ήταν σχεδόν διάφανες. Άφηναν το φως να μπει αλλά κρατούσαν για τον εαυτό τους τη σιωπή και τη λαχτάρα της. Εκεί στεκόταν κάθε τόσο, τραβούσε λίγο τη μία και μετά λίγο την άλλη, με τα λεπτά της δάχτυλα, εκείνα που πια κουράζονται γρήγορα, και κοίταζε έξω.
Ο δρόμος ήταν ήσυχος. Που και που περνούσε ένα αυτοκίνητο και έσπαγε για λίγο την ησυχία. Τίποτα ακόμα. Αλλά ήξερε ότι θα έρθουν. Της το είχε υποσχεθεί η μικρή της, η Ελενίτσα: «Θα ’ρθούμε το Σάββατο, γιαγιά!»
Και η γιαγιά το κρατούσε αυτό το "θα 'ρθούμε" σαν θησαυρό μέσα στην καρδιά της όλη την εβδομάδα.
Μέσα στο σπίτι της επικρατούσε κάτι σαν τελετή. Δεν ήταν ότι καθάριζε απλώς. Ήταν ότι ετοίμαζε κάτι ιερό. Έβαζε την ψυχή της σε κάθε γωνιά. Έστρωνε τα σεμεδάκια της, τα λευκά, με τις μικρές λεπτομέρειες που μόνο εκείνη πρόσεχε. Το οβάλ στο τραπεζάκι, το τετράγωνο στο σύνθετο, το πιο παλιό στο κομοδίνο... εκείνο είχε κιτρινίσει λίγο, αλλά ακόμα κρατούσε πάνω του το μεράκι της νιότης της.
Είχε σιδερώσει και τα πετσετάκια της. Ένα ένα, με υπομονή και φροντίδα. Άλλα ήταν λευκά με γαλάζια λουλουδάκια και άλλα, είχαν χρυσές κλωστές που σχημάτιζαν μικρά λουλούδια. Τα έβαλε γύρω από τα γλυκά που είχε φτιάξει και τα καμάρωσε. Γλυκό κουταλιού σταφύλι, μήλο κομμένο στη μέση, λίγα μελομακάρονα που της είχαν μείνει απ’ την προηγούμενη βδομάδα. Ήθελε όλα να είναι όμορφα, καθαρά, ζεστά.... σαν να λένε: "Σας περίμενα".
Στην πραγματικότητα, δεν το έκανε για τα γλυκά, ούτε για τα ποτήρια. Το έκανε για εκείνη. Ήταν ο δικός της τρόπος να δείξει πόσο πολύ τους αγαπάει. Έτσι το έμαθε, έτσι ήξερε. Με πράξεις. Με φροντίδα. Με λεπτομέρειες που μόνο οι γιαγιάδες θυμούνται και προσέχουν.
Κάθε τόσο στεκόταν πάλι στο παράθυρο. Μήπως άκουσε κάτι; Μήπως ήρθαν; Μήπως ήταν ο μικρός Πάνος που φώναζε από μακριά; Ή η Δήμητρα, η μεγάλη της εγγονή, που θα έμπαινε μέσα γελώντας και θα έλεγε: «Γιαγιά, πού είναι το γλυκό μου;»
Τότε η καρδιά της θα χτυπούσε δυνατά. Όχι από φόβο, αλλά από χαρά. Από προσμονή. Ήθελε να τους δει. Να τους αγκαλιάσει. Να καθίσουν στον καναπέ της. Να φάνε όλοι μαζί. Να γεμίσει το σπίτι φωνές και μυρωδιές και λέξεις.
Ίσιωσε λίγο ένα σεμεδάκι που είχε στραβώσει. Κοίταξε γύρω της. Όλα ήταν έτοιμα. Ήρεμα, όπως έπρεπε. Όπως ειναι κάθε σπίτι που περιμένει αγαπημένους ανθρώπους.
Ο χρόνος περνούσε αργά. Ήσυχα. Όμως η γιαγιά Χρυσάνθη δεν βαριόταν. Δεν ένιωθε μόνη. Έπλεκε με τις ώρες της ένα αόρατο καλωσόρισμα. Δεν ήταν μόνο μια γιαγιά που περίμενε πίσω από μια κουρτίνα. Ήταν μια γυναίκα που ετοίμαζε με τις αναμνήσεις της, την αγάπη και την καρτερικότητά της κάτι πολύ όμορφο: Τη στιγμή της συνάντησης!
Και κάποια στιγμή, ναι, αυτή τη φορά ήταν αλήθεια, ακούστηκε το κουδούνι.
Η κουρτίνα κουνήθηκε λίγο. Ένας ήχος. Μια σκιά.
Η καρδιά της φτερούγησε.
Ήρθαν!
_________________
Καλημέρα εκφραστικοί, ελπίζω να σας βρίσκω καλά. Εγώ είμαι αρκετά καλά και όπως σας ανέφερα στη περασμένη ανάρτηση, έχω κλείσει συνεργασίες που μήνες τώρα συζητούσα (μη σας πω χρόνο), αλλά δεν μπορώ να σας αποκαλύψω ακόμη γιατί δεσμεύομαι. Έχω ευχάριστα νέα όμως και ανυπομονώ για όταν έρθει η στιγμή.
Αυτό το διήγημα είχε γραφεί πριν χρόνια, αν θυμάμαι καλά το 2013 και το είχα αφιερώσει τότε, στην πολυαγαπημένη μας "Γιαγιά Αντιγόνη". Επειδ΄΄η και η δική μου, αγαπημένη γιαγιά, κεντούσε, αυτές οι εικόνες είναι τόσο πολύτιμες για εμένα. Θυμάμαι τα κεντήματα της σαν χθες. Που τη παρατηρούσα, πόσο της άρεσε αλλά και τι συναισθήματα μου προκαλούσε! Όμορφα, πολύ όμορφα. Οπότε ήξερα κάποια πράγματα γύρω από τα σχέδια, τα σχήματα, τις κλωστές κτλ. Κάποια τα πρόσθεσα, ά΄΄λλα τα φαντάστηκα, συγκινούμαι το ίδιο όμως κάθε φορά...
Θυμάστε τότε που κάτι είχε συμβεί στα blogs και χάνονταν αναρτήσεις; Είχαν χαθεί σε πολλούς αρκετές αναρτήσεις, ανάμεσα σε αυτούς και εγώ που είχα χάσει αρκετά από όσα είχα ανεβάσει στο blog, και μετά αν θυμάμαι καλά υπήρχε τρόπος να κάνουμε backup για τις επόμενες αναρτήσεις αλλά ούτε που θυμάμαι πια τον τρόπο και δεν ξέρω αν γίνεται ακόμη. Εγώ ευτυχώς τα περισσότερα τα είχα σωσμένα στο laptop μου, το παλιό, αυτό που δεν έγραφε το γραμμα "π", το οποίο βρήκα πριν μήνες στο χωριό και το έφερα κοντά μου.
Το Σαββατοκύριακο, που είχα χρόνο και το έψαχνα, για να καταφέρω και εγώ να θυμηθώ τι έχω αποθηκευμένο μέσα του τόσα χρόνια, βρήκα αυτό το διήγημα και δεν γινόταν να μη το ανεβάσω ξανά.
Για εσένα και αυτή τη φορά, αγαπημένη μου.
Εάν πατήσετε επάνω στις λέξεις που διαβάσατε μόλις, θα οδηγηθείτε σε μια ανάρτηση που είχα κάνει το 2024 για την υπέροχη αυτή γυναίκα που είχα τη τύχη να γνωρίσω και να συναντήσω από κοντά μέσα από το χώρο των blogs, όταν πληροφορήθηκα το χαμό της.
Γράφω, θυμάμαι, συγκινούμαι και παράλληλα σκέφτομαι, πως τίποτα δεν μας "στοιχίζει" να είμαστε καλύτεροι άνθρωποι, να βοηθάμε, να αγαπάμε, να στηρίζουμε, να χαιρόμαστε με τη χαρά των άλλων, να συγχωρούμε, να μοιραζόμαστε και να χτίζουμε ΄όμορφες αναμνήσεις (κυρίως αυτό) γιατί η ζωή είναι τόσο μικρή και είναι τόσο μεγαλη και θαυμαστή η καλοσύνη και η αγάπη. Κι αυτά, η Γιαγιά Αντιγόνη μας, τα διέθετε με χάρη!
Αυτά από 'μένα, σήμερα!
Σας φιλώ και σας εύχομαι μια όμορφη εβδομάδα!
Αυτές οι γιαγιάδες, οι αεικίνητες!
ΑπάντησηΔιαγραφήΤης αισθητικής, της αγάπης, της προσφοράς!
Καλή εβδομάδα Κική.