Καλημέρα και καλή Κυριακή, εκφραστικοί μου!
Ελπίζω να σας βρίσκω καλά.
Σήμερα μοιράζομαι μαζί σας τη συνέχεια της "Κυβέλης". Όπως αναφέρθηκε στο Κεφάλαιο 1, η "Κυβέλη" γεννήθηκε από προσωπικές μου εμπειρίες και συναισθήματα γύρω από το σώμα, την αυτοεκτίμηση και την κοινωνική πίεση. Μέσα από δυσκολίες όπως ακμή, ορμονικές αλλαγές και ταλαιπωρίες της καθημερινότητας, η αγάπη για τον εαυτό μου υπήρξε πάντα το θεμέλιο που με στήριζε.
Το ημερολόγιο συνδυάζει πεζογραφία, ποίηση και μονολόγους, με στόχο όχι μόνο την προσωπική έκφραση, αλλά και την ενδυνάμωση όσων βιώνουν παρόμοιες καταστάσεις. Στην ουσία προσκαλώ τον καθένα να μοιραστεί, να εκφραστεί και να βρει τη δική του δύναμη μέσα στην καθημερινότητα.
Θέλω να ξεκαθαρίσω ότι η ιστορία δεν είναι εξ ολοκλήρου βιωματική. Η Κυβέλη περιέχει έντονη μυθοπλασία. Κάποια από όσα περιγράφει τα έχω ζήσει μόνο εν μέρει, ενώ άλλα είναι προϊόν φαντασίας. Η ιδέα μου ήταν να κυκλοφορήσει σε συνεργασία με κάποια εταιρεία φυτικών καλλυντικών ως δώρο για πελάτες/αναγνώστες, ώστε να τους εμπνεύσει και να τους ενδυναμώσει, αλλά δεν τα κατάφερα. Δεν πειράζει... Το ότι είμαστε εδώ και μπορώ να μοιραστώ την ιστορία μου μαζί σας μου φτάνει και με γεμίζει.
Καλή συνέχεια στο ταξίδι σας στην ιστορία της Κυβέλης!
Για να γνωρίσεις ή να θυμηθείς το εγχείρημα αυτό, πάτα επάνω στα κεφάλαια που σου δίνω: Κεφάλαιο 1 , Kεφάλαιο 2, Κεφάλαιο 3 , Κεφά΄λαιο 4 , Κεφάλαιο 5, Κεφάλαιο 6 και Κεφάλαιο 7.
Κεφάλαιο 8: Το φως μέσα στους άλλους
Δεν
το είχα σχεδιάσει. Δεν υπήρχε κάποιος λόγος, ούτε κάποια ιδιαίτερη
αφορμή. Ήταν μια από τις στιγμές που δεν χρειάζονται εξήγηση, μόνο ένα
βήμα, μια αναπνοή, μια αδιόρατη ώθηση από μέσα σου.
Ξύπνησα ένα πρωί, άνοιξα τις κουρτίνες, και το φως μπήκε στο δωμάτιο με
τρόπο αλλιώτικο. Όχι επιθετικά, όχι απότομα.... ήρεμα, σχεδόν τρυφερά,
λες και χάιδευε τα μαλλιά μου. Κι εκεί, ανάμεσα στις λεπτές σκόνες που
αιωρούνταν, ένιωσα κάτι να με τραβάει πίσω. Πίσω, εκεί απ’ όπου είχα
φύγει, αλλά ποτέ δεν είχα πραγματικά αποχαιρετήσει...
~~~~~~~ ~~~~~~~~~~ ~~~~~~~~~~
Το παλιό μου σπίτι δεν είχε αλλάξει πολύ.
Οι τοίχοι είχαν κιτρινίσει λίγο, η αυλή είχε μικρύνει μέσα στα χρόνια,
και το παράθυρο της κουζίνας ήταν ακόμα ανοιχτό, όπως τότε.
Το φως έπεφτε πάνω στα σκαλιά κι έκανε τα πάντα να φαίνονται πιο ήσυχα,
σχεδόν αθώα. Δεν ένιωσα εκείνη τη γνώριμη ταραχή στο στομάχι. Ίσως γιατί
αυτή τη φορά δεν ήμουν εκείνη που έφευγε. Ήμουν εκείνη που επέστρεφε.
Χτύπησα το κουδούνι. Η μητέρα μου άνοιξε αμέσως. Έμεινε να με κοιτάζει, χωρίς να μιλά.
Δεν ήταν αμηχανία, ήταν σιωπή γεμάτη από όσα δεν είχαν ειπωθεί ποτέ. Το
βλέμμα της είχε μαλακώσει ή ίσως εγώ να είχα μάθει να βλέπω αλλιώς.
«Πέρασε», είπε απλά.
Η
μυρωδιά του σπιτιού ήταν ίδια, μείγμα από καφέ, καθαριότητα και κάτι
απροσδιόριστα οικείο. Το πάτωμα έτριξε, όπως πάντα. Στην κουζίνα, ο
ήλιος έμπαινε λοξά, φωτίζοντας τη σκόνη στον αέρα. Καθίσαμε στο τραπέζι.
Πόσες φορές δεν είχα καθίσει εκεί, προσπαθώντας να μην μιλήσω; Πόσες
φορές είχα αποφύγει να σηκώσω τα μάτια; Κι όμως τώρα, το ίδιο τραπέζι
φαινόταν πιο μεγάλο, πιο ανοιχτό, πιο φιλόξενο.
«Έφτιαξα καφέ», είπε. Χαμογέλασα.
«Ναι, θυμάμαι… πάντα αυτή η μυρωδιά...».
Δεν απάντησε, μα είδα στα μάτια της κάτι που δεν είχα ξαναδεί... Ανακούφιση!
Η σιωπή ανάμεσά μας δεν ήταν πια βαριά, δεν ήταν αμήχανη. Έμοιαζε με απαλό χάδι που παλιά με έπνιγε, ενώ τώρα με αγκάλιαζε.
Κοίταξα τα χέρια της.
Γεμάτα μικρές γραμμές, σπασίματα, σημάδια χρόνου.Κι όμως, μέσα τους
υπήρχε κάτι απέραντα οικείο. Χέρια που κάποτε φοβόμουν, τώρα μου
φαίνονταν τρυφερά, ανθρώπινα, γεμάτα ιστορίες. Ίσως τελικά να μη
φοβόμουν εκείνη, αλλά την αντανάκλαση της δικής μου αδυναμίας μέσα της.
«Πώς είσαι;» ρώτησε, κι αυτή τη φορά δεν ήταν τυπικό. Ήταν μια ερώτηση που κουβαλούσε ενδιαφέρον, μεταμέλεια, αγάπη.
«Είμαι καλά», της απάντησα. Και το εννοούσα.
Σηκώθηκα κι έβγαλα από την τσάντα μου ένα μικρό βαζάκι με μια κρέμα, απλή, αγαπημένη. Της την έδωσα.
«Δοκίμασέ τη», είπα. «Είναι απαλή… θα σου κάνει καλό».
Το πήρε στα χέρια της αργά, σχεδόν διστακτικά. Το άνοιξε, το μύρισε, κι ένα μικρό χαμόγελο φώτισε το πρόσωπό της.
«Μυρίζει όμορφα», είπε.
«Ναι», απάντησα. «Μου θυμίζει καθαριότητα, φροντίδα, ηρεμία».
Δεν της εξήγησα πως εκείνη την ίδια κρέμα τη χρησιμοποιώ κάθε βράδυ, όχι για να "βελτιώσω" το δέρμα μου, αλλά για να θυμάμαι ότι αξίζω να με αγγίζω με τρυφερότητα. Πως κάθε φορά που την απλώνω, είναι σαν να λέω στον εαυτό μου "είμαι εδώ, έχω φως και δεν ντρέπομαι για τα σημάδια και τις ουλές μου".
Εκείνη
άπλωσε λίγη στα χέρια της, και για μια στιγμή με κοίταξε όπως δεν με
είχε κοιτάξει ποτέ. Χωρίς απόσταση και χωρίς ρόλους. Δύο γυναίκες, δύο
γενιές, να μαθαίνουν ξανά τι σημαίνει "επαφή".
Το φως από το παράθυρο έπεφτε στα χέρια μας, κι έμοιαζε σαν να τα ένωνε.
Δεν είπαμε τίποτα, αλλά και δεν χρειαζόταν. Άλλωστε η στιγμή μιλούσε
από μόνη της.
Μείναμε έτσι για λίγο. Εκείνη με την κρέμα στα χέρια, εγώ με τον καφέ μπροστά μου, κι ανάμεσά μας το φως, να γεμίζει τα κενά μας χωρίς προσπάθεια.
Όταν σηκώθηκα να φύγω, με άγγιξε απαλά στον καρπό. Ένα μικρό, δειλό άγγιγμα που μέσα του χώρεσαν όλα.
«Να ξανάρθεις», είπε.
«Θα ξανάρθω», της απάντησα.
~~~~~~~ ~~~~~~~~~~ ~~~~~~~~~~
Βγήκα έξω.
Ο ήλιος είχε αρχίσει να γέρνει, βάφοντας τον δρόμο με εκείνο το ζεστό, χρυσαφένιο φως που μαλακώνει τα πάντα.
Περπάτησα αργά. Κάθε βήμα μύριζε ανακούφιση, κάθε αναπνοή ήταν σαν μια καινούρια αρχή.
Κοίταξα
τους ανθρώπους γύρω μου. Άγνωστα πρόσωπα, αλλά τόσο γνώριμα στην ουσία
τους. Όλοι κουβαλούσαν κάτι: μια σκέψη, έναν φόβο, μια προσμονή.
Κι όμως, σε καθέναν είδα κάτι κοινό.. Μια μικρή λάμψη, έστω και θαμπή. Το φως που υπάρχει μέσα σε όλους, ακόμα κι όταν δεν το βλέπουμε.
Ίσως, σκέφτηκα, το φως δεν είναι ποτέ μόνο δικό μας. Περνά μέσα από εμάς, ακουμπά τους άλλους και επιστρέφει πίσω. Όπως η φροντίδα που ποτέ δεν σταματά σε ένα μόνο άγγιγμα. Κυλά, συνεχίζει, πολλαπλασιάζεται.
Καθώς
περπατούσα, άπλωσα ενστικτωδώς λίγη από την ίδια κρέμα στα χέρια μου. Ο
ήλιος έπεφτε πάνω στο δέρμα και το έκανε να λάμπει απαλά. Ένιωσα μια
περίεργη γαλήνη, σαν να απλωνόταν φως μέσα μου.
Ήταν σαν να έκλεινε ένας κύκλος. Εκείνη που κάποτε φοβόταν το σώμα της, τώρα το άγγιζε χωρίς ενοχή.
Κι
εκεί, στη μέση του δρόμου, συνειδητοποίησα κάτι. Η επιστροφή δεν είναι
πισωγύρισμα. Είναι τρόπος να δεις πόσο έχεις προχωρήσει.
Να κοιτάξεις τα ίδια μέρη, τους ίδιους ανθρώπους, και να νιώσεις διαφορετικά.
Να καταλάβεις πως το φως που κάποτε σε τρόμαζε, τώρα σε ζεσταίνει.
Έκλεισα τα μάτια και άφησα το πρόσωπό μου να γεμίσει ήλιο.
Το φως ήταν παντού μέσα μου, γύρω μου, πάνω στους τοίχους, στα βήματα,
στα βλέμματα. Και μέσα μου γεννήθηκε μια απλή σκέψη: Ναι… το φως φτάνει
παντού. Ακόμα κι εκεί που κάποτε πονούσα. Αρκεί να του το επιτρέψω.
Κι έτσι έκανα.
Έμεινα εκεί, με το φως να με αγγίζει και τη φροντίδα να συνεχίζει τον κύκλο της, από μένα, προς εκείνη, και πάλι πίσω.
__________ Συνεχίζεται __________
Αυτό ήταν το όγδοο κεφάλαιο, εκφραστικοί μου.
Να είστε καλά και να περνάτε όμορφα!
Σας φιλώ, σας σκέφτομαι και σας στέλνω αγάπη!

Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
ΕΚΦΡΑΣΟΥ ΚΑΙ ΕΣΥ