Η λευκή καρέκλα στέκεται μπροστά στο απέραντο μαύρο σαν μια σιωπηλή φιγούρα που γνώρισε την έννοια της ύπαρξης μέσα από την απουσία της και τώρα προσπαθεί να σκηνοθετήσει μια κενή ζωή, όχι επειδή της ανήκει, αλλά επειδή μόνο μέσα από το κενό μπορεί να ξεκινήσει το παραμικρό νόημα να αναδύεται.
Δεν έχει μάτια, κι όμως βλέπει τα πάντα
ή ίσως βλέπει μόνο όσα οι άνθρωποι προσπερνούν,
εκείνα τα λεπτά ρεύματα σκοταδιού
που αλλάζουν θέση χωρίς ποτέ να τα αντιληφθεί κανείς,
εκείνες τις μικρές κινήσεις του κενού
που μοιάζουν με αναπνοές ενός κόσμου
που δεν κατάφερε να γεννηθεί εγκαίρως.
Η καρέκλα, με την απλή, σχεδόν ταπεινή της μορφή,
απλώνει μια αόρατη χειρονομία προς το μαύρο,
σαν να του ζητά να σταθεί ακίνητο για λίγο,
να της επιτρέψει να χαράξει πάνω του μια σκηνή,
μια σκέψη, ένα βλέμμα που δεν ειπώθηκε ποτέ,
έναν διάλογο ανάμεσα στο τίποτα
και στο λίγο πριν γίνει κάτι.
Κι αν πλησιάσεις αρκετά,
αν σκύψεις όσο χρειάζεται
ώστε η ανάσα σου
να ακουμπήσει την άκρη της σιωπής της,
θα ακούσεις μέσα της έναν λεπτό, αόριστο ήχο,
ένα σχεδόν θρόισμα που δεν θυμίζει ξύλο,
ούτε αντικείμενο, ούτε πρακτική ύπαρξη,
αλλά μια μνήμη που διασώθηκε κατά λάθος
και τώρα ζητά να μεταμορφωθεί σε σκηνή.
Η λευκή καρέκλα δεν παραινεί,
δεν διατάζει, δεν προστάζει
μονάχα επιμένει να οργανώνει το σκοτάδι
με την υπομονή μιας καρδιάς
που δεν της δόθηκε ποτέ
το δικαίωμα να χτυπήσει δυνατά,
μα παρόλα αυτά επιμένει να ακούγεται
στην αθέατη πλευρά του κόσμου.
Και κάπως έτσι,
στην άκρη του τίποτα,
εκεί όπου η ζωή δεν έχει
ούτε βάρος ούτε κατεύθυνση,
εκείνη σκηνοθετεί την κενή ζωή
σαν να πρόκειται για το πιο εύθραυστο έργο
που δεν γράφτηκε ακόμη
αλλά περιμένει,
με έναν τρόπο σχεδόν ιερό,
να βρει το θάρρος να αρχίσει.
Αλλά την ίδια εκείνη στιγμή,
πριν προλάβει η καρέκλα
να συνεχίσει το άφωνο έργο της,
το μαύρο κενό της θάλασσας
προβάλλει μπροστά της,
μια σκοτεινή απεραντοσύνη
που σέρνει αργά την οριστική της σιωπή,
και στέκεται απέναντί της
σαν να ήταν αυτό το βλέμμα
που περίμενε τόσο καιρό.
Το κενό κοιτάζει την καρέκλα
βαθύ, άναρχο, άδειο και αυστηρό
με εκείνη τη σχεδόν ανθρώπινη επιμονή
που έχουν μόνο οι άπνοες νύχτες της θάλασσας
και για πρώτη φορά
δεν είναι η καρέκλα που ατενίζει,
αλλά η ίδια η απουσία
που γυρίζει επάνω της το πρόσωπο.
Έτσι μένουν οι δύο τους, η θάλασσα μπροστά, η καρέκλα πίσω της, σε μια αντιστροφή σχεδόν τελετουργική, να στέκονται αντικριστά εκεί όπου το μαύρο κενό αναγνωρίζει στο λευκό σώμα της καρέκλας το μόνο πράγμα που μπορεί ακόμη να του απαντήσει.
~~ Λευκή Καρέκλα - Κική Κωνσταντίνου
Αιώνια σου η μνήμη, αξιομακάριστε αδερφέ ημών Γιάννη Σταθαρέ. Αναπαύσου εν ειρήνη.

Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
ΕΚΦΡΑΣΟΥ ΚΑΙ ΕΣΥ