"Μια Ιδέα-Μια Έμπνευση"
Τρίτος κύκλος
Κεντρική Ιδέα Πλοκής
Ο θόρυβος των μηχανών ελαττώθηκε. Οι στροφές έπεφταν καθώς το πλοίο ήδη έκοβε ταχύτητα. Έστεκε ψηλά στο κατάστρωμα, το θαλασσινό αγέρι ανέμιζε τα μαλλιά του/της. Στα δεξιά ο μεγάλος λιμενοβραχίονας του λιμανιού οριοθετούσε το λιμάνι. Ένα λιμάνι μεγάλο, όμορφο. Στα δεξιά δεμένα, σαν πολύχρωμα στολίδια διάφορα σκάφη και στα αριστερά στο κέντρο, ο άδειος χώρος για τον οποίο το πλοίο που τον/την μετέφερε ήδη είχε βάλει ρώτα.
Η καλοκαιρινή ζέστη του δειλινού ήταν εμφανής και η υγρασία μούσκευε το κορμί του/της. Άπλωσε το βλέμμα του/της σε όλο το μήκος του λιμανιού. Ένα υπέροχο καρτ-ποστάλ ήταν ζωγραφισμένο στα μάτια του/της.
Λίγα μέτρα χώριζαν το πλοίο από την αποβάθρα και έπρεπε να ετοιμάζεται για την αποβίβαση. Άνοιξε το κινητό του/της. Έψαξε τα μηνύματα, στάθηκε στο τελευταίο και διάβασε προσεκτικά:
“Φτάνει στο τέλος του μήνα. Πρέπει να βιαστείς. Δεν υπάρχει πια χρόνος”
Πήρε μια βαθιά ανάσα. Το είχε διαβάσει άπειρες φορές στη διαδρομή προς το νησί. Έβαλε το κινητό στην τσέπη και κινήθηκε προς την έξοδο. Ένιωθε τόσο παράξενα. Οι σκέψεις έρχονταν να πλημμυρίζουν το μυαλό του/της και έδεναν με την υπέροχη γαλήνη του νησιού.
Το Χειρόγραφο
Νόμιζε πως έτσι, θα έρθει κατά μία περίεργη έννοια, κοντά της.
Πως αν κατέφευγε στο παρελθόν, θα μπορούσε να κατανοήσει και να αντικρίσει το μέλλον.
Είχε τόσα χρόνια να επισκεφτεί το νησί και νόμιζε, πως θα το έβρισκε αλλιώτικο.
Τίποτα δεν είχε αλλάξει. Όλα ίδια, με έναν αξιοπερίεργο τρόπο.
Η ομορφιά, αυτή του η μεθυστική ομορφιά, ήταν ίδια. Έντονη και άγρια, όπως ακριβώς τη θυμόταν.
Κατα βάθος ευχόταν να της φαινόταν άσχημο, έρημο, παλαιωμένο.
Τίποτα, όλα έμοιαζαν ιδανικά και πρόσχαρα. Είχε καιρό να αισθανθεί αυτή την γαλήνη του νησιού και έστω και για λίγα λεπτά, θα άφηνε αυτό το συναίσθημα στον εαυτό της, να ευδοκιμήσει.
Μόλις πάτησε το πόδι της στη γη, όμορφες μνήμες της παιδικής της ηλικίας την κατέκλυσαν. Κοίταξε τριγύρω και πήρε μια βαθιά ανάσα λες και μέσα της, έκρυβε το αντίδοτο για ότι την ταλαιπωρεί.
Αισθάνθηκε την ανάγκη να κολυμπήσει στα γαλαζοπράσινα νερά της θάλασσας και να παίξει, όπως όταν ήταν παιδί. Να φτιάξει κάστρα στην άμμο, να ακούσει τον ήχο της θάλασσας μέσα από τα κοχύλια, να νιώσει την αλμύρα να γιατρεύει το κορμί της, να νιώσει δυνατή και λεύτερη.
Δεν ήθελε να νιώθει έτσι, σα να τιμωρούσε τον εαυτό της και να μην του επέτρεπε να νιώσει ευχάριστα, έδιωξε τις όμορφες σκέψεις από το μυαλό της και επέτρεψε σε κάθε σκοτεινό και θλιμμένο να κατοικήσει.
Αμέσως, η ματιά της μετατράπηκε σε μια μαύρη μπάλα οργής και θυμού που στον πυθμένα της, κατοικούσε η χρόνια θλίψη.
Ήταν Πέμπτη πρωί, όταν άκουσε τη μητέρα της, στο δίπλα δωμάτιο να κλαίει, σαν πληγωμένο άγριο ζώο.
Φωνές και κλάματα κατοίκων και γειτόνων, την έκαναν να καταλάβει πως κάτι πολύ κακό, είχε χτυπήσει την πόρτα τους.
Το επόμενο που θυμόταν ήταν να συνοδεύει τον πατέρα της, ντυμένη στα λευκά και κρατώντας μια λευκή γαρδένια, στην τελευταία του κατοικία.
Ήταν μόλις είκοσι οχτώ χρονών και εκείνη δέκα. Τόσο κοντά του και τόσο μακριά.
Δεν θυμόταν πολλά πάρα μόνο διάσπαρτες φωνές να λένε πόσο εύκολο είναι να πνιγεί ένας ψαράς από τα ίδια του τα δίχτυα. Δεν θέλει και πολύ. Ένα μοιραίο λάθος, μια κακιά στιγμή, η απρόβλεπτη κακοκαιρία, η μοίρα. Πόσο δύσκολο είναι άραγε να μπλεχτεί ένας ψαράς στα δίχτυα του; Ποια τραγική ειρωνεία να κυνηγά ανά αιώνες αυτό το επάγγελμα, αυτούς τους ανθρώπους.
Γιατί από τότε ένιωθε πως όλα ήταν λάθος;
Το ξενοδοχείο της ήταν πανέμορφο και υπερσύγχρονο όπως το είχε δει στις φωτογραφίες.
Είχε ανοίξει πριν δυο χρόνια στο νησί και οι εγκαταστάσεις του, ήταν κάτι παραπάνω από καλές, ήταν άριστες.
Θα προτιμούσε βέβαια να είχε το δικό της σπίτι, να μπορούσε έστω να επισκεφτεί το πατρικό της αλλά με τα όσα είχαν γίνει δεν ήθελε να έχει καμία επαφή. Ούτε με το κτίσμα ούτε με τους ανθρώπους που έμεναν εκεί. Πέρασε στα χέρια τους με ύπουλο και βρώμικο τρόπο, οπότε και δεν ήθελε καμία επαφή. Ούτε απ’ έξω να περάσει δεν ήθελε. Της αρκούσε που ήταν μετά από τόσα χρόνια στο νησί, δεν χρειαζόταν κάτι περισσότερο. Ο πατέρα της άλλωστε υπήρχε παντού, το ίδιο δυστυχώς και η μητέρα της.
«Δέσποινα», ακούστηκε μια φωνή που τρίκλιζε και η γυναίκα χώθηκε στην αγκαλιά της.
«Πολυτίμη μου, αγαπημένη μου φίλη», πρόφερε και κλάματα πλημμύρισαν το πρόσωπό της.
«Δεν το πιστεύω, τόσα χρόνια. Ήμουνα νια και γέρασα». Ακούστηκε η ιδιαίτερη φωνή της Πολυτίμης.
«Δεσποινάκι μου, τόσα χρόνια. Δεν μπορώ να το πιστέψω, σε κρατώ στην αγκαλιά μου όπως τότε που ήμασταν έφηβες. Η καλύτερη μου φίλη, Θεέ μου, είναι εδώ». Συνέχισε, γεμάτη ένταση και χαρά.
Οι δυο γυναίκες, σαν μικρά ξαναμμένα κορτσούδια, έμοιαζαν έτοιμες να ξεχυθούν στο νησί και να παίξουν σαν ανέμελα παιδιά.
Τι κι αν είχαν περάσει τόσα χρόνια, τι κι αν είχαν μεγαλώσει αρκετά, τι κι αν η επικοινωνία τους ήταν ελάχιστη αλλά ουσιαστική μέσα από τα social media, εκείνη τη στιγμή όλα έμοιαζαν υπέροχα και ιδανικά, όπως όταν ήταν μικρές και έπαιζαν δίχως αύριο και δίχως μισοκουρασμένες σκέψεις.
«Πόσο θα μείνεις;» Τη ρώτησε πίνοντας μια γουλιά από το παγωμένο τσάι της. Το ξενοδοχείο πρόσφερε καταπληκτικά ροφήματα δίπλα στην κρυστάλλινη πισίνα.
«Έχω κάνει κράτηση για μια εβδομάδα στο ξενοδοχείο, ίσως μείνω περισσότερο, ίσως φύγω και νωρίτερα. Θα δείξει, όσο αντέξω».
«Δύσκολο;»
«Πιο εύκολο μέχρι στιγμής απ’ ότι περίμενα. Οι σκέψεις μου ήταν όμορφες βλέποντας το νησί και συνεχίστηκαν, βλέποντας εσένα. Προσπαθώ να θυμάμαι μόνο τα όμορφα αλλά είναι τόσο πίσω βλέπεις, που αρχίζω να κουράζομαι με την ανάγκη μου να τα φέρω στην επιφάνεια και να καλύψω τα όσα άσχημα έχουν συμβεί».
«Καταλαβαίνω…».
«Όχι, Πολυτίμη μου, δυστυχώς δεν μπορείς. Πίστεψέ με, είναι τόσο δύσκολο που αιώνες να περάσουν, δεν ξεπερνιέται».
«Πως είναι;».
«Η Νίκη; Καλά είναι για τα δεδομένα της. Πως να είναι; Προσπαθεί».
«Με το όνομά της τη λες;».
«Πως να τη πω; Μάνα; Έχασε το δικαίωμα αυτό χρόνια τώρα».
«Την βλέπεις;».
«Αναγκαστικά, για τα διαδικαστικά του ιδρύματος κάποιες φορές, καταλαβαίνεις».
«Θυμάται;».
«Τα πάντα, με απόλυτη σαφήνεια».
«Έχει μετανιώσει που τον υπερασπίστηκε στη δίκη;»
«Ουδέποτε έδειξε την οποιαδήποτε μετάνοια ή μεταμέλεια αν θες».
«Καταλαβαίνεις όμως ότι και για αυτήν δεν ήταν εύκολο. Χήρεψε τόσο νέα, όφειλε να συνεχίσει τη ζωή της, που να φανταστεί την τόσο λάθος επιλογή, που να ξέρει…».
«Σωστά, τη συνέχισε. Με τον εραστή της, που όπως αποδείχτηκε ήταν και ο δολοφόνος του άντρα της, δηλαδή του πατέρα μου».
«Δέσποινά μου…».
«Τι; Που το λέω τόσο ωμά; Μου πήρε χρόνια και πολλές συνεδρίες, η ψυχοθεραπεία, να με κάνει να μπορώ να συζητώ για αυτό λες και δεν συνέβη ποτέ ή ότι δεν συνέβη σε εμένα».
«Έτσι λειτουργεί η ψυχοθεραπεία; Θέλω να πω…».
«Τίποτα μη πεις Πολυτίμη μου, εγώ, έτσι δεν βασανίζομαι. Βρήκα έναν τρόπο μετά από χρόνια και με αστείρευτο κόπο ψυχής να μιλώ για αυτό αποστασιοποιημένη και χωρίς να πονάω, οπότε θα κρατήσω αυτόν τον τρόπο, ακόμη κι αν είναι λανθασμένος».
«Ο γιατρός σου, τι λέει;»
«Κουράστηκε να λέει κι αυτός και εγώ κουράστηκα να αναζητώ λύσεις στα συνταγογραφημένα, έτσι αποφάσισα να πάρω τη ζωή στα χέρια μου, που λέει και ο πονεμένος λαός και να αντιμετωπίσω ευθέως τον φόβο μου κι όπως βλέπεις τα κατάφερα, είμαι εδώ».
«Χαίρομαι για σένα και σε καμαρώνω. Μπράβο σου για το θάρρος. Είσαι πολύ δυνατή».
«Και τόσο μόνη…».
«Θα έρθεις σπίτι αύριο, το μεσημέρι, να φάμε μαζί;» συνέχισε προσπαθώντας να αλλάξει κουβέντα και να αποφορτιστεί η όλη κατάσταση.
«Εξαρτάται».
«Τι εννοείς;» ρώτησε έκπληκτη.
«Μένεις στο πατρικό σου; Θυμάμαι σωστά; Δηλαδή δυο βήματα δίπλα από το δικό μου πατρικό;»
Το καταφατικό νεύμα, τη διαβεβαίωσε.
«Τότε λυπάμαι αλλά δεν μπορώ να έρθω. Ευχαριστώ πολύ για την πρόσκληση αλλά δεν μπορώ να έρθω και να αντικρίσω το σπίτι μου να κατοικείται από το σόι αυτού, του δολοφόνου. Μου πήρε ότι πιο πολύτιμο είχα, τον πατέρα μου, έπειτα μου πήρε τη μάνα, στη συνέχεια το σπίτι μου, το πατρικό μου, τις αναμνήσεις μου, τα συναισθήματα μου, μου πήρε το δικαίωμα και τη θέληση να έρχομαι στο νησί μου, όλα μου τα πήρε».
«Είναι τόσο δύσκολο, ε;»
«Όσο δε φαντάζεσαι».
«Να ξέρεις όλα στη ζωή πληρώνονται. Κι αυτός πλήρωσε και μάλιστα με τραγικό τρόπο. Έχασε το πρωτότοκο παιδί του, που βαθιά αγαπούσε και καμάρωνε. Αν δεν είναι αυτό η χειρότερη τιμωρία ενός γονιού ποια είναι;»
«Λες να με νοιάζει;»
«Μα Δέσποινά μου… ήταν αδερφός σου, όπως αδέλφια σου είναι και ο Λεωνίδας με την Μαρία που ζούνε στο σπίτι και ξέρεις ότι δεν φταίνε σε τίποτα, ξέρεις ότι θέλανε και προσπαθούσανε να επικοινωνήσουν μαζί σου με οποιονδήποτε τρόπο αλλά εσύ δεν ήθελες. Τουλάχιστον αυτό λένε. Μήπως αν τα βρεις μαζί τους, μήπως αν θρηνήσεις για όσα έχασες, καταφέρεις να επανέλθεις στη ζωή;»
Τα πληγωμένα και συνάμα οργισμένα μάτια της Δέσποινας, έκαναν την Πολυτίμη να ντραπεί για όσα ξεστόμισε και έκανε κίνηση για να σηκωθεί να φύγει.
«Συγνώμη, δεν ξέρω γιατί είπα όσα είπα. Η πρότασή για αύριο ισχύει, αν θέλεις, μπορούμε να αλλάξουμε το μέρος και να πάμε για φαγητό σε ένα ωραίο ταβερνάκι που έχει ανοίξει στην άκρη της παραλίας, είναι πιο απόμερα και πιο μηχανικά, θα σου αρέσει».
«Ξέρεις τι θέλω, Πολυτίμη; Να πάμε για πεζοπορία όπως παλιά, γίνεται;»
«Βεβαίως και γίνεται. Σα να μη πέρασε μια μέρα». Η ζεστή αγκαλιά της Πολυτίμης την έκανε να νιώσει γαλήνη.
Μόλις είδε την Πολυτίμη να απομακρύνεται, άνοιξε το κινητό της και οδηγήθηκε αστραπιαία στο μήνυμα:
“Φτάνει στο τέλος του μήνα. Πρέπει να βιαστείς. Δεν υπάρχει πια χρόνος”
Το μειδίαμα που χαράχτηκε στο πρόσωπό της, δεν μπορούσε να ερμηνευτεί.
Οι σκέψεις της ξεχύθηκαν σε ’κείνη την ημέρα που βρήκε το χειρόγραφο σημείωμα στο ημερολόγιο της μητέρας της.
Αμέσως κατάλαβε και το φωτογράφισε ως το μόνο πειστήριο.
«Το ήξερες, έτσι δεν είναι;» ρώτησε καθώς τραβούσε τις κουρτίνες του δωματίου του ιδρύματος.
«Τι να ήξερα;» ακούστηκε η παγερή φωνή της ηλικιωμένης γυναίκας.
«Σου έδωσε εντολή να τον στείλεις εκείνη την ημέρα, εκείνη την ώρα, σε εκείνο το μέρος για ψάρεμα, σωστά;»
«Που αναφέρεσαι;»
«Μη κάνεις την ανήξερη, πες την αλήθεια επιτέλους, να αλαφρώσεις κι εσύ κι εγώ που από πάντα ένιωθα ότι κάτι με παραμονεύει. Πάντα ένιωθα ένα αλλότριο σκηνικό, πάντα είχα την αίσθηση πως όλα ήταν λάθος».
Η ηλικιωμένη γυναίκα με τα προβλήματα υγείας που τη ταλάντευαν, ένιωθε πλήρως συνειδητοποιημένη για την στιγμήν που είχε έρθει.
«Ναι, το ήξερα». Κοίταξε μέσα στα μάτια της δίχως ίχνος ντροπής.
«Θεέ μου, είσαι αισχρή. Έστειλες τον μπαμπά στην παγίδα του αγαπητικού σου για να τον σκοτώσει και να συνεχίσεις τη ζωή σου μαζί του».
«Είμαι περισσότερο αισχρή απ’ όσο νομίζεις». Τα μάτια της, ένα σύννεφο, μαύρου καπνού.
«Τι εννοείς;»
«Εδώ που φτάσαμε, τι νόημα έχει;» η γυναίκα ξεφύσησε ανήσυχα.
«Τα ’χασα όλα, όταν τον έχασα».
«Τον μπαμπά εννοείς;»
«Όχι βέβαια, όταν χάθηκε ο πατέρας σου λυτρώθηκα αλλά εσύ που να καταλάβεις;»
Ποια ήταν η γυναικεία μορφή απέναντί της που έμοιαζε τόσο πολύ με τη μητέρα της; Γιατί η μητέρα της σίγουρα δεν ήταν. Η μητέρα της είχε καρδιά, είχε αισθήματα. Εκείνη η φιγούρα είχε μόνο παγωνιά και σκληρότητα.
«Έζησα δέκα χρόνια κοντά του, τα ομορφότερα της ζωής μου, έπειτα όλα χάθηκαν. Όλα μαύρα, όλα οικτρά».
«Στα χρόνια δίπλα στον Νάσο, αναφέρεσαι; Στα χρόνια δίπλα στο δολοφόνο του μπαμπά;»
«Είναι δυνατόν; Ακόμη και τώρα, τόσα χρόνια μετά από την αποκάλυψη της αλήθειας, πως αυτός δηλαδή σκότωσε το μπαμπά, εσύ τον αγαπάς; Καταλαβαίνεις τι λες; Καταλαβαίνεις τι έχει συμβεί; Ο εραστής σου, σκότωσε τον πατέρα μου, σου πούλησε έρωτα, μπήκε στο σπίτι μας, στη ζωή μας, σου έκανε τρία παιδιά, μας πήρε όλη την περιουσία και έπειτα σε παράτησε για άλλον έρωτα και πήρε κοντά του και τα παιδιά σας, τα οποία, που είναι μάνα; Βλέπεις κανένα να είναι κοντά σου; Μόνο εγώ, εγώ που δεν θα έπρεπε, εγώ που δεν θέλω».
«Αν δεν έχω αυτόν, δεν έχω κανέναν. Κι εσύ, να φύγεις». Τόσο σκληρή τόσο κενή τόσο πληγωμένη. Απάνθρωπη.
«Είσαι τρελή, έτσι; Δεν εξηγείτε διαφορετικά».
«Είμαι μια χαρά και ξέρω πλήρως τι λέω και τι νιώθω. Εσύ αρνείσαι, όπως πάντα, να δεις και να κατανοήσεις».
«Να κατανοήσω, τι;»
«Πως η αγάπη σε κάνει έρμαιο».
«Η αγάπη κάνει μόνο καλά πράγματα, αυτό που έκανε εσένα έρμαιο, όπως αποκαλείς, είναι κάτι άλλο. Το πάθος; Η ματαιοδοξία; Ο εγωισμός; Ο ναρκισσισμός; Ίσως όλα αυτά μαζί, πάντως σίγουρα, αγάπη δεν είναι».
«Τον αγαπώ πιότερο από τη ζωή μου. Δεν έπαψα και δεν θα πάψω λεπτό. Αυτός τα πάντα, αυτός όλα, δεν ξέρω γιατί συνεχίζω και ζω τόσα χρόνια χωρίς αυτόν, τι νόημα έχει μακριά του;»
«Σε χρησιμοποίησε, το καταλαβαίνεις; Όταν ανακαλύφθηκε, έστω και μετά από δέκα χρόνια το έγκλημά του, ευτυχώς όχι τόσα πολλά ώστε να παραγραφεί και να σαπίσει στη φυλακή όπως του αξίζει, όλοι σε λυπήθηκαν και είπαν η άμοιρη γυναίκα, της σκότωσε τον σύζυγο και στη συνέχεια την παντρεύτηκε και έκανε οικογένεια μαζί της χωρίς εκείνη να γνωρίζει το κακό που της είχε κάνει. Μόνο εγώ κατάλαβα στη πορεία ότι υπήρχε στη ζωή σου πριν χαθεί ο μπαμπάς αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορούσα να φανταστώ πως ότι έγινε έγινε εις γνώσιν σου, θεωρούσα πως όλα έγιναν πίσω από την πλάτη σου και εσύ εθελοτυφλούσες. Όταν όμως τον συνέλαβαν για την δολοφονία πίστευα ότι θα τον μισήσεις αλλά προς μεγάλη μου έκπληξη, σε είδα και πάλι να τον υπερασπίζεσαι και να μένεις κοντά σου ενώ σε είχε παρατήσει πριν αποκαλυφθούν όλα για να ζήσει τον ερωτά του με μια άλλη, κατά πολύ νεότερή σου, γυναίκα.
«Αυτή τα διέλυσε όλα, αυτή». Το σώμα της ένα άγαλμα συσσωρευμένης οργής.
«Σε έπεισε να σκοτώσετε τον άντρα σου και να συνεχίσετε μαζί, το καταλαβαίνεις; Έκανε παιδιά μαζί σου, μας πήραν τη περιουσία και σε φόρτωσαν σε μένα σαν να ήσουν σάκος με άπλυτα ρούχα ενώ εγώ είχα εξαφανιστεί από τη ζωή σου αμέσως μόλις βγήκα από την εφηβεία. Και παρόλα αυτά, μη γνωρίζοντας το γιατί, ακόμα κι έτσι, σε προσέχω.
«Αν δεν έχω αυτόν, δεν θέλω κανέναν. Κι αν δεν τον έχω εγώ δεν θα τον έχει καμιά». Μιλούσε και κοιτούσε λες και κάποιο δαιμονικό την είχε κατακλύσει.
«Χριστέ μου».
«Νομίζεις πως το χειρόγραφο σημείωμα που βρήκες στο ημερολόγιο μου το έγραψε αυτός, λάθος, εγώ το έγραψα και του το είχα δώσει για να πάρει επιτέλους την απόφαση να κάνει αυτό που έπρεπε να κάνει για να είμαστε ελεύθεροι, μαζί. Τέλος του μήνα θα μας έπαιρνε για να ζήσουμε στο εξωτερικό, θυμάσαι; Για μια καλύτερη ζωή μας έλεγε. Μα για ’μένα δεν θα υπήρχε ζωή χωρίς τον Νάσο».
«Όχι…». Δεν μπορούσε να συλλάβει την έννοια των λέξεων που μόλις είχε ακούσει.
«Εγώ του το ’δωσα και εγώ το φύλαξα για να είμαι σίγουρη πως θα τον έχω για πάντα κοντά μου. Να του θυμίζω όποτε χρειαστεί ότι για πάντα θα είμαστε μαζί, δεμένοι.»
«Νομίζεις ότι αποκαλύφθηκε τυχαία, μετά από τόσα χρόνια το έγκλημα, αφού με είχε εγκαταλείψει με την αγαπητικιά; Του είχα πει ότι αν δεν τον έχω εγώ δεν θα τον έχει καμιά. Δε με πίστεψε. Είμαστε δεμένοι εμείς του έλεγα, αλλά δεν με άκουγε, ήθελε να φύγει μακριά μου. Δεν θα το επέτρεπα. Έτσι λοιπόν – όλως τυχαίως - βρέθηκαν πειστήρια από ανώνυμα τηλεφωνήματα για τον δολοφόνο του άντρα μου. Τι κρίμα, διπλά χαροκαμένη. Να ανακαλύπτω μετά από τόσα χρόνια πως έχω παντρευτεί και γεννοβολήσει παιδιά από τον δολοφόνο του άντρα μου. Πως να το αντέξω; Πως να μην τρελαθώ; Η άμοιρη γυναίκα. Θεέ μου, έβλεπα τον οίκτο τους και μου ερχόταν να γελάσω. Μα τόσο καλή ηθοποιός; Αδικήθηκα».
Η Δέσποινα, μη μπορώντας να κατανοήσει και να πιστέψει όσα είχε ακούσει, έκανε ένα βήμα πίσω στην ανέλπιδη προσπάθεια να βγει από το χώρο. Δεν μπορούσε να πάρει ανάσα, είχε πάθει κρίση πανικού. Το μόνο που κατάφερε να ψελλίσει ήταν «Η τιμωρία σου, ο χαμός του γιού σου, τίποτα δεν καταλαβαίνεις; Δεν φοβάσαι το Θεό με τόσα κρίματα πάνω σου;»
«Η τιμωρία μου, η μόνη, που δεν είναι πλάι μου, τίποτε άλλο». Οι λέξεις της ηχούν σαν πυροβόλο όπλο στα αυτιά της.
«Είσαι άρρωστη».
«Αγαπώ».
«Είσαι άρρωστη».
«Αγαπώ».
«Πρέπει να φύγω».
«Θα το ξανάκανα, αν γύριζα το χρόνο πίσω, θα το ξανάκανα και μάλιστα δεν θα περίμενα τόσο, θα σκότωνα με τα ίδια μου τα χέρια τον πατέρα σου πριν σε γεννήσω ώστε να είμαι μαζί με τον άντρα που αγαπώ».
«Πως μπορείς και το λες αυτό; Ήταν τόσο καλός, σε αγαπούσε».
«Δεν τον αγαπούσα όμως εγώ. Ποτέ δεν τον αγάπησα».
«Ας έφευγες, ας τον παρατούσες, όχι όμως αυτό».
«Ήταν άρρωστος».
«Σε αγαπούσε και αγαπούσε κι εμένα».
«Ήταν άρρωστος».
«Σε αγαπούσε και αγαπούσε κι εμένα».
«Πρέπει να φύγεις».
«Ο μόνος που με αγάπησε αληθινά σε αυτή τη ζωή».
«Πρέπει να φύγεις».
Το επόμενο πράγμα που θυμάται, είναι τα χέρια της, επάνω στο λευκό, πουπουλένιο μαξιλάρι που αγκαλιάζει ασφυκτικά, το χλωμό πρόσωπο της μητέρας της.
Έγραψε ένα γρήγορο μήνυμα στο κινητό της και από την μια κάρτα sim που είχε, το έστειλε στην άλλη, για να το διαβάζει και να θυμάται:
“Φτάνει στο τέλος του μήνα. Πρέπει να βιαστείς. Δεν υπάρχει πια χρόνος”
Ήταν τα λόγια του χειρόγραφου…
______________________ ΤΕΛΟΣ ____________________
Δεν κρατιέμαι να μοιραστώ μαζί σας τη συμμετοχή μου στο δρώμενο της μπλοκογειτονιάς με εμπνευστή τον αγαπημένο όλων μας, Γιάννη Πιταροκοίλη.
Τόσο όμορφο θέμα, μας δίνει τροφή για σκέψη για δημιουργία.
Ευγνώμων, Γιάννη μου.
Αυτά από εμένα, εκφραστικοί μου.
Να είστε καλά και να περνάτε όμορφα!
Φιλιά πολλά σε όλους και εύχομαι, να σας άρεσε και να σας άγγιξε η ιστορία μου!
Τι φαντασία ειναι αυτή; Συγκλονισμένη για τη συμμετοχή σου! Πονέμορφο, αγριο, ακραία ανθρώπινη συμπεριφορά, όλα τα περιγράφεις ολοζώντανα. Μπράβο Κική μου
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο απόλαυσα
Τα φιλιά μου
Υπέροχη ιστορία, για ένα μεγάλο δράμα, έναν μεγάλο έρωτα και θύματα, όπως γίνεται συνήθως, τα παιδιά τους. Δύσκολη ιστορία, ειδικά για την αμετανόητη ερωτευμένη γυναίκα η οποία αρνείται να ελαφρύνει την ψυχή της. Δύσκολη και για την πρωταγωνίστρια η οποία αδυνατεί να κατανοήσει ποια είναι η μητέρας της επιτέλους.
ΑπάντησηΔιαγραφήΝάσαι καλά, Κική!
Σκληρό έως και ωμό σε ορισμένα σημεία, αλλά αυτή είναι και η μαγεία του ρεαλισμού στη λογοτεχνία. Μπράβο Κική μου! Γιατί όταν η αγάπη γίνεται παθολογική & ψυχωσική, κάπως έτσι καταλήγει. Δίχως νικητές και ηττημένους και με θύματα "πολέμου" τα παιδιά. Ο επίλογος με το μαξιλάρι, κλείνει τον αιματοβαμμένο κύκλο με τραγικό τρόπο. Και οι διάλογοί σου, είναι άμεσοι και δημιουργούν μια θεατρική ατμόσφαιρα. Σαν να ήμουν εκεί κοντά τους...
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα είσαι καλά, βρε Κική! Ξεκινάς επάξια το νέο δρώμενο και βάζεις ψηλά τον πήχη.
Τι να πω για την τόσο ευφάνταστη και ρεαλιστική ιστορία σου Κική μου. Με άφησε σε άφωνη όλη η πλοκή και ο χαρακτήρας της μάνας. Παθολογικές και δύσκολες καταστάσεις που δεν διορθώνονται και που έχουν την κατάληξη αυτή. Οι διάλογοι κρατούσαν το ενδιαφέρον μου μέχρι το τέλος της ιστορίας σου με την κίνηση της ηρωίδας σου να δίνει την οδυνηρή λύση και για τις δύο!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠράγματι έχεις ανεβάσει τον πήχη ψηλά με την συμμετοχή σου Κική μου μπράβο σου!
Κική, αγαπημένη μου φίλη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΔιάβασα με κομμένη την ανάσα, σε μια ροή, το διήγημά σου, κοπέλα μου και, όπως οι φίλοι μας, έμεινα συγκλονισμένος με το "Χειρόγραφο".
Τι πλοκή ήταν αυτή, που έστησες, κορίτσι μου! Τι σκοτάδι, τι πάθος, εμμονή, νοσηρή αγάπη, χθόνος. Αλήθεια κανείς αναγνώστης δεν μπορεί, εύκολα να καταλάβει τι έχει μπροστά του να εξελιχθεί. Κανείς δεν υποπτεύεται τη ροή των πραγμάτων. Το δολερό σχέδιο της παράφορα ερωτευμένης γυναίκας.
Η αντίληψη της αγάπης, ως μορφή ιδιοκτησίας και τα τρομερά νοσηρά της αποτελέσματα, έρχονται στο φως, ως δίδαγμα ζωής και σκέψης για στάση ζωής.
Πραγματικά εκπληκτικό.
Τι να πω για σένα, Κική μου. Είμαι τόσο περήφανος και συγκινημένος, που ένα μεγάλο ευχαριστώ, με την καρδιά μου, δεν αρκεί.
Αλήθεια ανεβάζεις τον πήχη στον τρίτο κύκλο του δρώμενου με ένα πρώτο διήγημα που αφήνει τόσο έντονα το αποτύπωμά του.
Καλημέρα σου Κική μου! Τι να πω για την ιστορία σου; Υπέροχη, φανταστικά περιγραφική, γεννάει τόσα συναισθήματα με εναλλαγές, φοβερή σύλληψη ιδέας! Μπράβο! Όσο για την πρωταγωνίστρια σου, πραγματικό θύμα όπως θύμα και ο πατέρας της! Τα πάντα πρέπει να έχουν όρια για μένα! Μια τέτοια αγάπη είναι αρρωστημένη πραγματικά για μένα. Δίκαιη κατάληξη για τους θύτες. Μια έμπνευση γεμάτη ανατροπές! Μου άρεσε το απρόσμενο σου! Φιλιά πολλά καλό σ/κ
ΑπάντησηΔιαγραφήΣυγχαρητήρια Κική μου. Άνοιξες την αυλαία στο δρώμενο με μια ιστορία καταστροφικής αγάπης γεμάτη ανατροπές.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜπράβο!
Μια δραματική ιστορία, με έντονα συναισθήματα και πλοκή, με φόντο μια παθολογική αγάπη και ένα έγκλημα και επίλογο ένα ακόμα. Υπέροχη η ιστορία σου, Κική μου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣε φιλώ γλυκά.
Καλή εβδομάδα!
Εντυπωσιακή συμμετοχή, Κική μου! Σκοτεινό θέμα, πολύ καλά αναπτυγμένο, και με αναπάντεχη λύση στο τέλος! Ό,τι και να πω, είναι λίγο!
ΑπάντησηΔιαγραφήΜπράβο σου! Έκανες πολύ δυναμικό ποδαρικό!
Φιλάκια πολλά