Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από 2025

Nέο Διαδικτυακό Δρώμενο - Καλοκαιρινός Θησαυρός: Τα Κρυμμένα Σημεία της Γειτονιάς μας - Η Βρύση «Μαυρομαντήλα»

Καλημέρα, εκφραστικοί μου φίλοι! Ελπίζω να σας βρίσκω καλά. Υπάρχει χώρος και όρεξη για ένα ακόμη καλοκαιρινό διαδικτυακό δρώμενο στη γειτονιά μας; Νομίζω πως ναι! 😉 Ελάτε λοιπόν να σας παρουσιάσω τη δική μου ιδέα, η οποία εύχομαι να μην σας μπερδέψει, αλλά αντίθετα να σας βάλει στη διαδικασία της συμμετοχής και του μοιράσματος — η οποία, φυσικά, είναι ανοιχτή και αφορά όλο το καλοκαίρι. Εύχομαι να την απολαύσετε! Το concept είναι απλό: 🌞 Καλοκαιρινός Θησαυρός: Τα Κρυμμένα Σημεία της Γειτονιάς μας 🌿 Έχεις κάποιο αγαπημένο, κρυφό σημείο στη γειτονιά που λίγοι γνωρίζουν; Εκείνη τη γωνιά που σε μαγεύει, το μικρό μονοπάτι που ανακαλύπτεις στα καλοκαιρινά σου περπατήματα ή το μυστικό μέρος με την πιο όμορφη θέα; 📸 Μοιράσου μαζί μας μια φωτογραφία, ένα βίντεο, ένα τραγούδι ή ήχο που στο θυμίζει, μια ιστορία ή μια σύντομη περιγραφή. Αν θέλεις, πρόσθεσε και οδηγίες για να το βρούμε κι εμείς! Ας φτιάξουμε μαζί έναν χάρτη με τους μικρούς θησαυρούς που κρύβει η γειτονιά μας — να τα αν...

Ο Πιανίστας που έμεινε Άγγιγμα

  Κάθισε απέναντί του σαν ιερέας χωρίς πίστη, σαν φλόγα δίχως σώμα.   Το πιάνο — όχι πια όργανο, μα τάφος των ήχων, ένα κουφάρι από έβενο που κάποτε τραγουδούσε.   Δεν είχε δάχτυλα. Του τα πήρε ο χρόνος, ή ίσως η μουσική, σαν τιμωρία γι’ αυτό που τόλμησε ν’ αγαπήσει πολύ.   Κι όμως, δεν λύγισε.   Έσκυψε στο πιάνο όπως σκύβει κανείς στη γη που δεν του ανήκει πια — κι άρχισε να παίζει.   Όχι με δάχτυλα. Με βλέμμα. Με ανάσα. Με τη σιωπή που ξέρει τι σημαίνει να υπήρξες ήχος και να έγινες μνήμη.   Οι πλήκτρες δεν ακούστηκαν, μα ο κόσμος σώπασε. Σώπασε — όπως σώπασε η πρώτη μάνα όταν της πήραν το παιδί.   Γιατί εκείνη τη στιγμή, κάτι μεγαλύτερο απ’ τη μουσική γεννήθηκε: η αλήθεια του ανθρώπου που συνεχίζει να δημιουργεί παρόλο που του λείπουν όλα τα μέσα.   Κι αν ο Θεός κάποτε έπαιξε με το φως, ο πιανίστας έπαιξε με την έλλειψη. Και τον νίκησε.   Κική Κωνσταντίνου 

Υπόσχεση

1. σήμερα έμεινε άπλυτο το φως. το νερό κοιμήθηκε νωρίς και οι τοίχοι, μιλούν χαμηλόφωνα. κάτι ξέχασε να ξυπνήσει — ίσως το δέρμα ίσως το ζύγι ίσως εγώ. το κουμπί δεν πατιέται. η λέξη δεν κατεβαίνει στο στόμα. μόνο κάτι παλάμες γυρισμένες ανάποδα σ’ ένα σώμα που θυμάται χωρίς να ζητάει. κι εσύ, εκεί. ολόκληρη. χωρίς να με ρωτάς αν υπάρχω. σ’ ευχαριστώ. 2. ο χρόνος σκύβει κάτω από τη σκόνη, τραβάει τις σκιές πιο κοντά, κι η ανάσα μου γίνεται φως που χάνεται — λίγο πριν τη νύχτα. δεν υπάρχει φωνή για να φωνάξει, μόνο το σώμα που ξέρει να περιμένει, σαν πέτρα βυθισμένη σε ρέμα που δεν γλιστράει, αλλά μαλακώνει. 3. μετράω τις στιγμές που δεν μετριούνται, στο κενό ανάμεσα σε δυο χτύπους καρδιάς, εκεί που οι λέξεις φεύγουν και οι σιωπές μιλάνε, εκεί που είμαι και δεν είμαι. όχι απουσία, αλλά μια παύση — μια κίνηση που ξεκουράζει τα φτερά, για να πετάξουν ξανά, όταν η νύχτα σβήσει. 4. μια μικρή ρωγμή στο γκρι, ένα φως που δεν ζητάει, απλώς υπάρχει — όπως η ανάσα που δεν θυμάσαι πως κρατούσες....

Η Γυναίκα Με Τα Αθόρυβα Μάτια

  Η γυναίκα με τα αθόρυβα μάτια, παρακολουθεί τον κόσμο να χάνεται στον θόρυβο του, κι εκείνη, σιωπηλή, χορεύει— χωρίς να χρειάζεται λέξεις, χωρίς να χρειάζεται να φωνάξει για να υπάρξει. Το βλέμμα της, ακίνητο σαν θάλασσα, είναι ο κόσμος ολόκληρος, και εμείς, θεατές, παρακολουθούμε την αλήθεια της να ξεδιπλώνεται. Φλαμένγκο, είναι το σώμα της, η φλέβα που χτυπάει στο χορό της, η φωτιά που δεν καίει μόνο, αλλά αναγεννά. Ο ρυθμός της κιθάρας την καλεί, αλλά εκείνη δεν ακολουθεί, εκείνη είναι η μουσική, είναι το βήμα που μιλάει πιο δυνατά από οποιοδήποτε ήχο. Η φτέρνα της χτυπά τη γη και ο αέρας διστάζει, σαν να μην τολμά να την αγγίξει. Τα χέρια της κινούνται αργά, σαν το φως που εισχωρεί αθόρυβα στο σκοτάδι. Αυτή, η γυναίκα με τα αθόρυβα μάτια, είναι ο ήχος του φλαμένγκο χωρίς τον θόρυβο του. Κάθε κίνηση της είναι ποίημα, κάθε γύρισμα της είναι υπόσχεση, κάθε της βήμα, μια σιωπηλή κραυγή που ο κόσμος δεν ακούει, αλλά νιώθει. Το φλαμένγκο μέσα της δεν είναι απλώς χορός, είναι το αίμ...

ανεπαρκής

  φοράει το δέρμα της σαν κάτι δανεικό που δεν της ανήκει. κάθε της κίνηση μια προσπάθεια να πει "είμαι εδώ" και κάθε ήχος που βγαίνει πνίγεται στη μέση. οι καθρέφτες την κοιτούν όχι για να την δουν μα για να της θυμίσουν ότι δεν φτάνει. λέει λέξεις που πέφτουν στο πάτωμα χωρίς να ακουστούν χωρίς να σημαίνουν. ντύνεται με χαμόγελα ξέρει πώς φαίνονται απ’ έξω δεν ξέρει πώς νιώθουν. στον ύπνο της ονειρεύεται να είναι άλλη. στο ξύπνιο της παλεύει να είναι κάτι. αλλά πάντα λείπει το ένα. το λίγο. το αρκετό. και μέσα της μια φωνή ψιθυρίζει: «δεν είσαι αρκετή» τόσο σταθερά που γίνεται αλήθεια. Κική Κωνσταντίνου

χωρίς τίτλο

  κάθεται στο πάτωμα με την πλάτη στον τοίχο σαν να στηρίζει το βάρος μιας σιωπής που δεν ειπώθηκε ποτέ. το φως κόβει τη σκιά της στα δύο — κανένα μισό δεν χωρά. τα ρούχα της μυρίζουν νύχτα όχι ύπνο μόνο νύχτα. έξω περνούν φωνές δεν τη φωνάζει καμία. ψάχνει στα χέρια της κάτι που ίσως ήταν χάδι ή ιδέα. και μέσα της ένα δωμάτιο πιο άδειο από το δωμάτιο   Κική Κωνσταντίνου 

κανείς δεν την είδε

  φοράει τη θλίψη της όπως φοράς το δέρμα σου — όχι για να φαίνεται αλλά γιατί δεν μπορείς να την βγάλεις. στο βλέμμα της κάτι ραγίζει διαρκώς μα δεν ακούγεται. μιλάει με φωνή που ξέρει να μην ενοχλεί να μη βαραίνει να περνά απαρατήρητη. κι έτσι όλοι λένε πως είναι καλά. κανείς δεν την είδε όταν ξυπνά με μάτια υγρά χωρίς να ξέρει γιατί. κανείς δεν κατάλαβε πως κάθε χαμόγελο είναι μια πράξη κόπωσης — μια πράξη επιβίωσης. όταν λέει "είμαι εντάξει", θέλει μόνο να μην χρειαστεί να εξηγεί αυτό που δεν χωρά σε λέξεις. η μοναξιά της δεν είναι επειδή είναι μόνη. είναι επειδή κανείς δεν μπαίνει μέσα. κανείς δεν αντέχει τον ήχο του πόνου της ακόμα κι όταν δεν τον ακούει. κι έτσι στέκεται ήσυχη, ντυμένη με τη σκιά της, σαν κάτι φυσικό — ένα έπιπλο που δεν αλλάζει θέση. μέχρι που γίνεται αόρατη. Κική Κωνσταντίνου

Νανούρισμα στην ευτυχία

Νανούρισε την ευτυχία με λέξεις απαλές σαν ψίθυρο. Τύλιξέ την σ’ ένα βλέμμα, σε μια αγκαλιά που δεν ξεχνά και άσε την να λυγίσει απαλά στο φως της σιωπής. Κοιμήθηκε ο κόσμος για χρόνια, με μάτια ανοιχτά και καρδιές κλειδωμένες. Μα η ζωή δεν είναι παραμύθι— ούτε όνειρο φθινοπωρινό. Είναι φιλί που γεννά το ξημέρωμα, χτύπος που βρίσκει ρυθμό μόνο όταν τον αγγίξεις. Ένα άγγιγμα, κι όλα αλλάζουν. Η σκόνη του χρόνου σηκώνεται, η ψυχή αναπνέει, και το σκοτάδι γίνεται σπίτι. Το χάδι δεν είναι μόνο πράξη— είναι υπόσχεση. Να είσαι εδώ. Να μένεις. Να θυμίζεις πως το θαύμα υπάρχει. Μην ξυπνάς την ευτυχία απότομα. Άφησέ την να ανθίσει σαν πρωινή αύρα. Κι όταν ανοίξει τα μάτια της, να της χαρίσεις το μόνο που κρατά αιώνια— την αλήθεια σου. Κική Κωνσταντίνου

Οι Μπαλαδόροι και τα Πρόσωπα

  Τα πρόσωπα, μου έκοψαν το χέρι. Σαν μαγνήτης, εθελοτυφλούσα, μπλεγμένος σε ερμητικά κύματα αλήθειας και ψεύδους. Σαν λήψη φωτογραφικής μηχανής, άλλαζα διαθέσεις και παραστάσεις, μια διαρκής μεταμόρφωση, χωρίς σχήμα, χωρίς σταθερότητα. Η καθημερινότητα, σαν σκόνη σε τζάμι, κολλούσε επάνω μου και ασφυκτιούσα, μία αίσθηση εγκλωβισμού που δεν είχε τέλος, μόνο έναν αόρατο αγώνα για ελευθερία. Οι μνήμες, λατινογενείς γλώσσες που αιμορραγούν, όλες εκείνες οι λέξεις που χάνονται και πολλές, ξεψυχάνε στον αέρα, όπως τα φτερά μιας πεταλούδας που έσβησε. Ο ουρανός αντηχεί, ένα άδειο κενό που σφυρίζει, και μια ξέπνοη ομίχλη, τυλίγει τον κόσμο. Επέστρεψαν οι μπαλαδόροι, οι παίκτες του κόσμου, οι φίλαθλοι, μου έκλεψαν τη μπάλα, και το παιχνίδι των προσώπων, συνεχίζεται αδιάκοπα. Προσφέρονται επίμαχα οι αντιπαραθέσεις, όλα αναμετρήσεις με την αλήθεια, με τον καθρέφτη της ψυχής μας, όπου όλοι προσπαθούν να βρουν τον εαυτό τους σε μια σκιά που δεν τους ανήκει. Ο αγώνας, ατελείωτος, το παιχνίδι τη...

Η Μνήμη Έχει Ήχους – Κι Ένα Δωμάτιο Που Αναπνέει Όταν Λείπω

Δεν ξέρω αν θυμάμαι καλά. Όχι επειδή πέρασε πολύς καιρός ή επειδή τα πράγματα αλλάζουν. Αλλά γιατί… η μνήμη μου δεν κρατάει εικόνες, δεν κρατάει φωτογραφίες. Κρατάει ήχους. Ήχους που ζουν και αναπνέουν μαζί μου, αθόρυβα, στα βάθη ενός δωματίου που δεν έχει παράθυρα. Ο ήχος της καρέκλας όταν σύρεται στο παλιό παρκέ. Το ξύσιμο του στυλού στο λεπτό χαρτί, που μοιάζει να γράφει όχι λέξεις, αλλά τις σκέψεις μου, που ακόμα ψάχνουν τρόπο να βγουν. Το απαλό κλικ που κάνει το παλιό κασετόφωνο όταν ξεκινά να παίζει ένα τραγούδι που δεν ακούγεται πια. Κι εκείνη η παύση — η σιωπή πριν απαντήσεις κάτι που πονάει, σαν να κρατιέται ο χρόνος για μια ανάσα. Η μνήμη μου δεν είναι κινηματογραφική. Δεν έχει καρέ, δεν έχει εικόνες σε διαδοχή. Είναι ηχητική. Σαν κάποιος να άφησε μέσα μου ένα παλιό μαγνητόφωνο που ηχογραφεί τα πιο μικρά, ανείπωτα κομμάτια της ζωής μου — όχι για να τα δω ξανά, αλλά για να τα ακούσω, όταν όλα γύρω γίνονται σιωπηλά. Και τότε, σε στιγμές που ο κόσμος ησυχάζει κ...

Ο Δρόμος προς την Ευτυχία

Πάμε, ολοταχώς, προς την Ευτυχία, σαν μια φωτεινή καταιγίδα που κυλάει στον αέρα, με τα φτερά της ελπίδας να αναστενάζουν, σε μια πορεία ασταμάτητη, αμέτρητη. Το Αριστείο μου, το έχασα, σαν φύλλο που ταξιδεύει στο άνεμο, το έχασα και δεν θυμάμαι πού, ίσως σε κάποια σκοτεινή γωνιά της ύπαρξής μου, σε εκείνο το μέρος που σιωπά και αγωνιά, δίχως φως. Και όμως, μέσα στη σκοτεινιά, υπήρξε μια χαραμάδα, μια τόση δα, παραμικρή χαραμάδα, που φώτισε την ψυχή μου, λες και το φως ήρθε κρυφά από το βάθος της σιωπής. Φωνές, σιωπηλές φωνές, σχεδόν αφανείς, σαν να καραδοκούσε η ενοχή, και τότε… λύθηκα. Σαν άγριο ζώο, λύθηκα, περίεργο, μα δεν ήμουν σε κλουβί. Αγρίμι, με την καρδιά γεμάτη πάθος και αγωνία, έτοιμο να αναστηθεί. Πολλά στάχυα, όλα στροβιλίζονται γύρω μου, ο κόσμος φυλλορροεί, και ο δρόμος μπροστά μου, ένας πελώριος, γκρεμισμένος δρόμος, ανοίγεται για να με πάρει μακριά. Ένα μακρύ ταξίδι, ένα ξέφρενο ωτοστόπ, και μέσα του, σαν αστραπή, γεννιέται η Ελπίδα. Πάμε, ολοταχώς, προς την Ευτυχία! ...

Ένα άνθος που δεν ζητά ανταμοιβή

Το λουλούδι δεν μαράθηκε — ανέβηκε. Έγινε άστρο με χρώμα φλογισμένο, φως που δεν ζήτησε ούτε έπαινο, ούτε μνήμη. Μόνο πέρασε. Κι έπεσε. Δεν πρόλαβα να κάνω ευχή. Ή ίσως... καμία ευχή δεν μπορούσε να το κρατήσει. Το απόγευμα οι γλάστρες έμειναν κενές· οι ρίζες βουβές, οι βλαστοί ξέχασαν να πρασινίσουν. Το χώμα έγινε στάχτη από μια φωτιά που δεν φάνηκε. Καφέ — του θαρραλέου η γουλιά πικρή, σαν λέξεις που δεν ειπώθηκαν. Θυμάμαι: Η γλάστρα ήταν δώρο. Όχι απλό. Όχι τυχαίο. Και το άνθος; Ήταν το «ευχαριστώ» που δεν ειπώθηκε ποτέ. Μα το βράδυ δεν κρατά για πάντα. Νύχτωσε, ναι — μα η σιωπή δεν είναι τέλος. Είναι ανάσα. Είναι χώμα που περιμένει την πρώτη σταγόνα. Αύριο — αν πέσει βροχή, αν φυσήξει λίγο φως, αν ακουστεί ένα όνομα ξεχασμένο, ίσως το χώμα θυμηθεί πώς είναι να γεννάει. Ίσως ξαναγεννηθεί ένα άνθος που δεν ζητά ανταμοιβή, που δεν γνωρίζει το βάρος της προσδοκίας, που ανθίζει για να υπάρχει κι ύστερα φεύγει, όπως έρχεται η αγάπη: σ...

Κάποιες λέξεις δεν γράφονται. Ψιθυρίζονται.

  Έτσι ξεκίνησε κι αυτό το κείμενο — αθόρυβα, σαν σκιά που γλιστρά κάτω από την πόρτα όταν όλοι και όλα κοιμούνται. Δεν είχε πρόθεση να γίνει φωνή, ούτε απαίτησε βλέμματα. Ήταν ένας ψίθυρος που έσταξε στην καρδιά όπως πέφτει μια στάλα βροχής σε ξηραμένη γη: όχι για να την πλημμυρίσει, αλλά για να της θυμίσει πως ακόμη μπορεί να νιώσει. Δεν ήξερα αν έπρεπε να το μοιραστώ. Υπάρχει μια λεπτή γραμμή ανάμεσα στην εξομολόγηση και τη γύμνια. Κι όμως, όταν η ψυχή γράφει, η σιωπή δεν είναι πλέον σιωπή∙ είναι κλείδωμα, ασφυξία, μια προδοσία αθόρυβη που σαπίζει εκ των έσω. Υπάρχουν λόγια που δεν χωρούν στην καθημερινότητα, που δεν μπορούν να ειπωθούν πάνω από το φως της κουζίνας ή ανάμεσα σε τρεις ειδοποιήσεις του τηλεφώνου. Λόγια που φορούν σκιές, περπατούν ξυπόλυτα μέσα στη νύχτα και ζουν μονάχα στα όρια του ονείρου και της ανάμνησης. Είναι τα λόγια που δεν φωνάζονται — γιατί ό,τι είναι αληθινό, δεν έχει ανάγκη από ένταση, μα από αλήθεια. Από τρέμουλο. Από εσωτερικό σεισμό. Πόσα τέτοια ...

Όταν τελειώνει η γραφή, αρχίζει η αλήθεια.

  ✍️ Επίλογος: Όταν τελειώνει η γραφή, αρχίζει η αλήθεια Η σειρά «10 Κείμενα Ψυχής»  έφτασε σήμερα στο τέλος της. Μια σειρά γραπτών που ξεκίνησε από μια ανάγκη, μια φωνή που ζητούσε να ακουστεί μέσα στον θόρυβο, μέσα στην εσωτερική αναστάτωση, μέσα στη σιωπή. Μια φωνή που, παρά τον δισταγμό και τον φόβο, βρήκε τη δύναμη να μιλήσει. Δέκα κείμενα — δέκα στάσεις στην πορεία μου, δέκα σημεία όπου σταμάτησα να κοιτάζω έξω και άρχισα να κοιτάζω βαθιά μέσα μου. Δεν ήταν μια εύκολη διαδρομή. Ήταν δύσκολη, γιατί όταν γράφεις την αλήθεια, αναγκάζεσαι να γδυθείς από τις μάσκες και τα ψέματα. Δεν είναι ποτέ απλό να σκάψεις στα βάθη της ψυχής σου και να αφήσεις τον αναγνώστη να κοιτάξει εκεί μέσα. Η γραφή αυτή δεν ήρθε για να εντυπωσιάσει. Δεν ήρθε για να γεμίσει σελίδες με λόγια κενά και ανώδυνα. Ήρθε για να ανασαίνει. Για να πονάει. Για να ματώνει και ταυτόχρονα να θεραπεύει. Ήρθε για να γίνει γέφυρα ανάμεσα σε μένα και σε σένα, ανάμεσα σε ψυχές που αναζητούν μια αλήθεια πέρα από το...

Κείμενο 10: Η Σιωπή Μεταξύ των Σελίδων

  Κείμενο 10: Η Σιωπή Μεταξύ των Σελίδων Υπάρχουν μέρες που δεν γράφεται τίποτα. Μέρες που το χαρτί μένει λευκό και το μυαλό γεμάτο. Μέρες που οι λέξεις αρνούνται να εμφανιστούν, λες και έχουν φοβηθεί κι αυτές την τόση φασαρία του κόσμου. Μα και τότε κάτι γίνεται. Κάτι αλλάζει. Γιατί ακόμη κι η σιωπή είναι μέρος της δημιουργίας. Η παύση, το κενό, το άδειο — είναι όλα μέρος του ρυθμού. Όταν η καρδιά σωπά, δεν σημαίνει πως σταματά. Σημαίνει πως κάτι μέσα της ωριμάζει. Κάτι ετοιμάζεται. Και όταν έρθει η στιγμή, η ψυχή ξέρει να μιλήσει. #ΣιωπήΚαιΈμπνευση #ΛευκέςΣελίδες #ΚαλλιτεχνικήΣιωπή #Σ υγγραφήΜεΡυθμό #ΨυχικήΔιαδρομή #ΓράφωΌτανΈρθειΗΣτιγμή #ΑποδοχήΤηςΠορείας 🕊️ Όταν η σιωπή σε πνίγει, μα δεν έχεις πού να την αφήσεις… Υπάρχουν στιγμές που δεν γράφω. Όχι επειδή δεν έχω τι να πω — αλλά γιατί οι λέξεις δεν χωράνε αυτό που νιώθω. Γιατί υπάρχουν συναισθήματα τόσο βαριά, τόσο άγρια ή τόσο ιερά… που η γλώσσα σωπαίνει μπροστά τους. Υπάρχουν μέρες που στέκομαι μπροστά στο λε...