Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από 2025

Η μοναξιά του συγγραφέα: Σιωπηλές συνομιλίες με το μέσα μου

  Υπάρχουν βράδια που κάθεσαι μπροστά στο χαρτί — ή στην οθόνη — κι ακούς μόνο τον εαυτό σου να ανασαίνει. Όχι γιατί δεν υπάρχουν άλλοι γύρω σου· υπάρχουν. Αλλά δεν ανήκεις σ’ αυτόν τον χώρο εκείνη τη στιγμή. Δεν είσαι ακριβώς παρών , αλλά ούτε και απών . Βρίσκεσαι αλλού: στον ενδιάμεσο χώρο όπου γεννιούνται οι λέξεις, στη βουβή επικράτεια της μοναξιάς. Η μοναξιά του συγγραφέα δεν είναι κοινωνική. Δεν είναι το "δεν έχω κανέναν". Είναι το "δεν μπορώ να μοιραστώ αυτό που σκέφτομαι τώρα με κανέναν". Είναι η ανάγκη να μείνεις μόνος, για να ακούσεις τη φωνή μέσα σου — αυτή που δεν μιλάει όταν οι άλλες μιλούν. Μια φωνή που δεν φωνάζει, αλλά απαιτεί σιωπή για να ακουστεί. Και αυτή η σιωπή, αν τη δεχτείς, γίνεται εργαλείο. Γίνεται ο δρόμος. Και ενίοτε, και τιμωρία. Στοχάζομαι συχνά την ιδιαιτερότητα αυτού του είδους μοναξιάς. Δεν πρόκειται για μια παθητική κατάσταση. Αντίθετα, είναι ενεργή, σχεδόν δημιουργική. Ο συγγραφέας αποσύρεται, όχι για να κρυφτεί, αλλά για να συγκε...

Κύκλοι Φωτός

  Φως που ανατέλλει αργά. Σκιά που γλιστρά ανάμεσα στα δάχτυλα. Κάθε λεπτό εύθραυστο, σαν νερό που κυλάει χωρίς φράγμα.   Πουλιά στον ανοιχτό ουρανό. Φτερά που χτυπούν αργά, η καρδιά ακολουθεί τον ρυθμό τους, χωρίς προορισμό, μόνο πνοή, μόνο πτήση.   Σκέψεις σαν σπίθες που αιωρούνται. Δεν έχουν δρόμο, δεν χρειάζονται χάρτη. Απλώς καίνε απαλά, μέσα στο στήθος, αφήνοντας ίχνη φωτός στον αέρα.   Νύχτα που βαραίνει σαν πέτρα, η κούραση που τρώει τα πόδια, δίψα για ανάσα που δεν έρχεται, κι όμως η φλόγα μένει — αθόρυβη, αέναη, δυνατή.   Χαρτί ανοικτό, χωρίς κριτή. Λέξεις που γεννιούνται γίνονται φως, μονοπάτια που ανοίγουν μέσα μου, αναπνοές που φτερουγίζουν, σιωπές που φωνάζουν.   Ο δρόμος είναι παραμύθι, κάθε ανάσα ένα ταξίδι, κάθε φτερούγισμα ένας χτύπος καρδιάς, κάθε φως μια υπόσχεση.   Ανάσα. Σιωπή. Κύκλος. Φλόγα που ανεβαίνει, αέρας που γεμίζει πνοή, πουλιά που φεύγουν, επιστρέφουν, χορεύουν.   Δεν χρειάζονται ονόματα. Ούτε συγχώρεση. Η δύναμη υπ...

Μαζί, πέρα από το τώρα

  Δεν του έφτανε το «τώρα». Ούτε το «ίσως». Ούτε το «για λίγο». Ήθελε κάτι που να μη φεύγει. Να μη ξεθωριάζει. Να μη λέει «αν αλλάξουμε, βλέπουμε». Και τότε ήρθε εκείνη. Με φτερά από λόγια. Με βλέμμα που δεν κρυβόταν. Και του είπε: «Θα σε πάω εκεί που οι αγκαλιές δεν τελειώνουν». Στη χώρα του Πάντα. Όχι του Ποτέ. Όχι του Κάποτε. Όχι του Μάλλον. Αλλά του ΠΑΝΤΑ. Που κρατιούνται χέρια χωρίς φόβο. Που αγαπιούνται ψυχές χωρίς πρόγραμμα. Που δεν λένε «θα δούμε», αλλά «είμαι εδώ». Την ακολούθησε. Όχι γιατί ήξερε. Αλλά γιατί πίστεψε. Κι έτσι, για πρώτη φορά... Δε φοβήθηκε να μείνει. Κική Κωνσταντίνου

Τα ρούχα στην αυλή (μια μπουγάδα από χρόνια)

  Ήταν πάντα το ίδιο σκοινί, δεμένο ανάμεσα στις δύο μουριές, που το χειμώνα έγερναν από το βάρος της βροχής και το καλοκαίρι άντεχαν να κρατούν τις μνήμες. Άπλωνα τα ρούχα ένα-ένα, σαν να τα τοποθετούσα σε ράφι μουσείου. Πρώτο το παλτό του πατέρα — βαρύ, σκούρο, με τα φθαρμένα μανίκια που κάποτε έκρυβαν τα παγωμένα του χέρια όταν γύριζε αργά απ’ τη δουλειά. Πάντα το δίπλωνε προσεκτικά στη ραφιέρα του διαδρόμου, μα εγώ ήξερα: εκεί μέσα έκλεινε τη σιωπή του, όλη του τη σκληρότητα, και λίγη ντροπή. Δίπλα του το φόρεμα της μάνας. Εκείνο το φτηνό βαμβακερό, με το ξεθωριασμένο λουλούδι στον ώμο. Το φορούσε τις Κυριακές, όταν έπλενε τα τζάμια κι έφτιαχνε γλυκό του κουταλιού. Μύριζε ξύδι, λεβάντα και υπομονή. Σαν να μην το έβγαζε ποτέ από πάνω της — και ίσως δεν το έβγαλε, ούτε όταν έφυγε. Μετά τα πουκάμισα του αδερφού μου. Παιδικά, με σχέδια πειρατές, μετά εφηβικά — μονόχρωμα, και κάποια στιγμή, λευκά, για το στρατό. Τα έβγαζα απ’ τη λεκάνη και νόμιζα πως άκουγα τη φωνή του να με πειράζε...

Ο Κλόουν που ντύθηκε άνθρωπος

  Φόρεσε ρούχο χωρίς ρίγες. Έκρυψε τη μύτη σε συρτάρι παλιών αναμνήσεων. Έσβησε απ’ τα μάγουλα το γέλιο — όχι εκείνο το αληθινό, το άλλο, το βαμμένο με πίσσα και ζάχαρη. Και βγήκε στον κόσμο. Ούτε τύμπανα, ούτε παιδιά να φωνάζουν “κοίτα!”. Μόνο ένας γέρος σκύλος τον μύρισε λίγο παραπάνω και μια γυναίκα του έδωσε την πλάτη της σαν να του χάριζε αγάπη. Ο κλόουν έμαθε να περπατά χωρίς παπούτσια τεράστια. Να μην παραπατά απ’ το γέλιο των άλλων. Να πονά στα σοβαρά. Έμαθε και να σωπαίνει. Κι αυτό, ξέρεις, είναι το πιο δύσκολο απ’ όλα για έναν που γεννήθηκε θόρυβος. Μα τα βράδια, όταν όλοι γίνονται σκιές στις κουρτίνες, ξαναβάφει με το δάχτυλο δυο μπλε τρίγωνα στα μάτια και κοιτάζει τον καθρέφτη όπως κοιτά ένας Θεός που ξέχασε να γελάσει. Γιατί κανείς δεν είπε στον κλόουν πως το να ντύνεσαι άνθρωπος είναι μια τέχνη πιο σπαρακτική απ’ το να ντύνεσαι καρδιά. Κική Κωνσταντίνου

Όταν δεν υπήρχε ακόμα φωνή

  Πριν υπάρξει λέξη υπήρξε βλέμμα. Πριν υπάρξει βλέμμα υπήρξε σιωπή. Κι εκεί μέσα γεννήθηκαν δύο φτερά — το ένα, από στάχτη. το άλλο, από φως. Κι έγιναν ξωτικά. Όχι για να φανούν, μα για να φυλάνε την πρώτη ανάσα της αγάπης. Συναντήθηκαν δίπλα σε πέτρα που δεν θυμόταν και φύλλο που δεν ήξερε πτώση. Το ένα, τους μιλούσε με ανάσες. Το άλλο, απαντούσε με ρίζες. Δεν υπήρχε "μαζί". Υπήρχε μόνο "τώρα". Όχι χρόνος. Μόνο κύκλος. Χόρεψαν στη σκόνη της παλιάς σελήνης χωρίς χέρια, χωρίς όρια. Και τότε, το δάσος άλλαξε μορφή. Έγινε σώμα. Έγινε ψίθυρος. Έγινε φυλαχτό για όποιον αγάπησε χωρίς να ακουστεί. Κάθε νύχτα από τότε όταν πέφτει μια σκιά χωρίς λόγο, όταν τρέμει ένα φως χωρίς άνεμο, εκεί είναι. Δεν ζητούν να τους δεις. Μονάχα να θυμηθείς ότι κάποτε — υπήρξες κι εσύ φτερό. Κική Κωνσταντίνου

Η νοσταλγία είναι ο τρόπος που η ψυχή μας συνεχίζει να γράφει, ακόμη κι όταν εμείς δεν κρατάμε πια μολύβι.

    Υπάρχουν μέρες που δεν χρειάζεται να μιλήσεις για να ειπωθούν όλα. Η σιωπή κουβαλάει μέσα της μνήμες που ποτέ δεν γράφτηκαν, μα υπάρχουν, όπως οι λίμνες που δεν θυμούνται και δεν ξεχνούν. Κάποια αντικείμενα στο σπίτι —ένα ψυγείο που δεν βουίζει, μια σελίδα που ήπιε τα γράμματα, οι κουρτίνες της γιαγιάς που χορεύουν χωρίς αέρα— έχουν τον δικό τους τρόπο να ψιθυρίζουν όσα δεν τολμάμε να πούμε. Είναι παράξενο πόσο εύκολα οι λεπτομέρειες γίνονται αιωνιότητα. Μια μυρωδιά από πεύκο, λίγη λάσπη κολλημένη στο παπούτσι, ένα παιδικό φως που επιμένει να μη σβήνει· όλα αυτά είναι τα μικρά θαύματα που κουβαλάμε μέσα μας. Όχι γιατί τα καταγράψαμε, αλλά γιατί δεν μπόρεσαν ποτέ να μας εγκαταλείψουν. Η γραφή δεν είναι πάντα λέξεις στο χαρτί. Μερικές φορές είναι το βλέμμα που στέκεται λίγο παραπάνω σε μια σκιά, το χέρι που ακουμπάει ένα ποτήρι νερό, η παύση ανάμεσα σε δύο ανάσες. Είναι εκεί που ο κόσμος σταματά για λίγο, για να μας θυμίσει ότι υπήρξαμε παιδιά, ότι αγαπήσαμε, ...

Καλοκαιρινός Θησαυρός: Τα Κρυμμένα Σημεία της Γειτονιάς μας – Η Αυλή της Κατίνας

Καλημέρα σας, εκφραστικοί μου! Δεν ήξερα αν θα κάνω άλλη ανάρτηση για τον καλοκαιρινό θησαυρό που εμπνεύστηκα, αλλά τελικά ένιωσα πως ήταν ανάγκη να το κάνω. Ίσως γιατί γυρνάμε πίσω στα παιδικά μας χρόνια, σε εκείνες τις γλυκές, αθώες αναμνήσεις που φωτίζουν την ψυχή. Ίσως γιατί το καλοκαίρι φτάνει στο τέλος του και μια γλυκιά μελαγχολία με γυρίζει εκεί που η καρδιά νιώθει ασφαλής. Δεν ξέρω ακριβώς το γιατί, ξέρω μόνο πως το θέλησα – κι αυτό έχει σημασία. Σε αυτή την ανάρτηση σας καλώ να θυμηθείτε μαζί μου την ιδέα και τον σκοπό του διαδικτυακού δρώμενου, που στόχο έχει να φέρει στο φως μικρές στιγμές από τις ζωές μας, εκείνες που ίσως μοιάζουν ασήμαντες αλλά κρύβουν θησαυρούς. Στο τέλος της δημοσίευσης θα βρείτε και όλες τις συμμετοχές μέχρι στιγμής για τις οποίες σας ευχαριστώ μέσα από την καρδιά μου. Αν κατά λάθος ξέχασα κάποια, σας παρακαλώ συγχωρέστε με και προσθέστε τη στα σχόλια. Δεν χρειάστηκε πολλή σκέψη για το τι θα γράψω – το ήξερα καλά. Και αυτή τη φορά, ήξερα τι ή...

Η Ήσυχη Αλλαγή

  Κοιτάζω πίσω και βλέπω τα χρόνια να κυλούν σαν μικρά παραμύθια κρυμμένα σε αχνές εικόνες. Κάθε στιγμή, κάθε βλέμμα, κάθε ψίθυρος κρατούσαν μυστικά που ήθελαν να ειπωθούν, να γίνουν λέξεις, στίχοι, να ζωντανέψουν στη σιωπή τους.   Με τον καιρό, πολλά έμειναν κενά, σαν σκιές που περιμένουν το φως να τις αγκαλιάσει. Μόνο εκείνα που μπορούσαν να συνοδέψουν ποιήματα ή να γεννήσουν νέα μέσα από τη σιωπή κρατούσαν νόημα — τα κομμάτια της αλήθειάς μου που άντεξαν στον χρόνο.   Και τώρα, αφήνω να υπάρξει κάτι νέο. Δεν χρειάζονται λόγια για να μιλήσει, ούτε στίχοι για να υπάρξει. Η στιγμή παίρνει μορφή μόνη της, μια παρουσία που αναπνέει φως και σκιές, σαν ψίθυρος που γίνεται τρυφερότητα, μια ήσυχη δύναμη που γεμίζει τον χώρο και αφήνει κάθε λεπτομέρεια να λάμψει.   Η φωνή μου ανασαίνει στη σιωπή, αγκαλιάζει τα χρόνια που πέρασαν, τις στιγμές που δεν είδαν λέξεις, και τις αφήνει να ζωντανέψουν ξανά σαν μια ξεθωριασμένη ιστορία που ζητά φως και χρώμα.   Η αλλαγή είναι λε...

🌙 Το παραμύθι του Σολόμα

    Στην άκρη μιας πόλης βυθισμένης σε σιωπή, εκεί όπου οι τοίχοι μιλούσαν με ρωγμές κι οι καμπάνες αντηχούσαν βαριά σαν στεναγμοί, περπατούσε ένα παιδί μόνο. Το έλεγαν Σολόμα . Το όνομά του θύμιζε θρόισμα σταχυών, μα η μορφή του έμοιαζε με σκιά που πάλευε να κρατήσει ένα μικρό κερί αναμμένο. Κρατούσε μια βαλίτσα δεμένη με σχοινί κι ένα αρκουδάκι με μάτια ξεθωριασμένα. Τα παπούτσια του φθαρμένα, μα η καρδιά του άθικτη. Οι άνθρωποι, όταν τον έβλεπαν, νόμιζαν πως κουβαλούσε κάτι εύθραυστο· σαν μια υπόσχεση που δεν έσβηνε, πως ακόμη κι η πιο μικρή σπίθα μπορεί να γίνει ήλιος. Τα βράδια, ξάπλωνε δίπλα στους τοίχους της πόλης και ψιθύριζε στο αρκουδάκι του ιστορίες: για σπίτια με ανοιχτά παράθυρα, για φίλους που ίσως τον περίμεναν, για έναν κόσμο που δεν γνώριζε, μα τον ένιωθε να τον καλεί. Και τότε, η σκιά γύρω του άρχιζε να μαλακώνει. Οι δρόμοι έμοιαζαν λιγότερο έρημοι, οι καμπάνες χτυπούσαν πιο γλυκά, σαν να δανείζονταν λίγη από την ελπίδα του. Γιατί ο...

Ο Αύγουστος μας αποχαιρετά

  Ο Αύγουστος περπατά αργά, με τα βήματά του βαριά από ήλιο που σβήνει, σαν να κουβαλάει ολόκληρο τον χρόνο σε μια ανάσα, σε μια τελευταία ματιά πριν χαθεί πίσω από το κατώφλι του φθινοπώρου. Η πόλη μοιάζει να κρατά την αναπνοή της, με το χώμα ακόμα ζεστό κάτω από τα πόδια, το κελάηδημα των πουλιών λιγοστό και νωχελικό, τα τζιτζίκια σιγούν, μα ο αέρας ακόμα φέρνει την ανάμνηση του ατελείωτου καλοκαιριού — των απογευμάτων που λιώσαμε σε γέλια, των βραδιών με αστέρια να πέφτουν σαν βροχή και της θάλασσας που αγκάλιαζε κάθε μας βήμα. Στην αυλή η κούνια κουνιέται ακόμα, σαν να χαιρετάει εκείνους που σίγουρα θα φύγουν, τραγουδώντας έναν ήσυχο αποχαιρετισμό, μ’ ένα γλυκό, μακρινό τραγούδι που θυμίζει: «Μείνετε εδώ λίγο ακόμα — η στιγμή δεν τέλειωσε». Τα δέντρα στέκονται βαρύθυμα, φύλλα χρυσά, κόκκινα και καφέ, αρχίζουν να πέφτουν απαλά στο χώμα, σαν να φυλάνε μέσα τους μνήμες που θα κρατήσουν τη ζεστασιά του ήλιου και της βροχής, το άρωμα των λουλουδιών που έλιωσα...

Εντός

  Εντός (ποίηση σαν πάχνη) οι λίμνες (σαν σκιά που στάζει) δεν έχουν μνήμη. δεν ξεχνούν επειδή ποτέ δεν θυμήθηκαν. σε κοιτάζουν χωρίς να κυματίζουν, χωρίς να σε προσμένουν. η θάλασσα φωνάζει αλλά η λίμνη ονειρεύεται ότι είσαι ακόμη παιδί. μυρίζει πεύκο, λάσπη, σχεδόν θλίψη. ένα φύλλο που δεν βούλιαξε ποτέ μένει εκεί. κι εσύ καθισμένος δίπλα, χωρίς ρολόι, χωρίς “γιατί”. οι κουρτίνες παλιάς γιαγιάς με λουλούδια που μαράθηκαν αναστενάζουν στο φως του απογεύματος, σαν να θυμούνται εσένα, σαν να θυμούνται εμένα. δεν φυσάει κι όμως χορεύουν, προτού η σιωπή μαζέψει το φως και το σβήσει απαλά. σήμερα δεν άναψε το ψυγείο. σιωπή. ούτε ο γνώριμος βόμβος της καθημερινότητας. κάθισα στην καρέκλα δίχως σκιά παρατηρώντας την παύση να μεγαλώνει, σαν παιδί που δεν ήθελα να αφήσω ποτέ. η σελίδα είναι λευκή. όχι γιατί δεν έγραψα, αλλά γιατί δεν άντεξε. την άφησα δίπλα στο ποτήρι με νερό. ήπιε τα γράμματα, έβρεξε τη σιωπή. τώρα μυρίζει σύννεφο και θυμάται τις λίμνες, τα φύλλα, τα χέρια που καθόταν δίπ...

Κραγιόν και άλλες σιωπές

  Σήμερα δεν έβαλα κραγιόν. Ούτε για μένα, ούτε για σας. Τα χείλη μου είναι ρωγμές και λένε μόνο την αλήθεια. Με κοίταξα στον καθρέφτη κι ήμουν ακόμα εκεί. Όχι όπως μ’ έμαθαν — όρθια, αθόρυβη, χωρίς γωνίες. Ήμουν εκεί. Με όλα τα λάθη αναμμένα. Το σώμα μου δεν ζητά πια συγγνώμη. Δεν μαζεύεται σε καρέκλες. Δεν κρατά την ανάσα του σε meetings. Δεν φοβάται τα βλέμματα. Φοβάται μόνο να ξεχαστεί. Κάποτε νόμιζα πως "θηλυκότητα" είναι κάτι που φοριέται. Τώρα ξέρω: είναι κάτι που επιβιώνει. Μου μάθαν να προσέχω. Να μη δίνω αφορμές. Να περνάω απαρατήρητη σαν υποσημείωση. Να είμαι «σωστή». Όμως εγώ ήθελα να είμαι ολόκληρη . Να μιλάω κι ας μην αρέσει. Να ζητάω χώρο, κι όχι "κατανόηση". Περπατάω στον δρόμο και μετράω όχι βήματα, αλλά βλέμματα. Όχι θαυμασμό — αξιολόγηση. Κατηγορίες. Ρούχα. Στήθος. Απόψεις. Δεν είμαι από αυτές που «δεν έχουν κάτι να πουν». Έχω κρατήσει σημειώσεις από κάθε φορά που με έκαναν σκηνή αντί για πρωταγωνίστρια. ...