Η
βροχή έπεφτε με το βάρος των κρυφών της ιστοριών, μαστιγώνοντας αργά
τους δρόμους της πόλης. Ο ουρανός είχε ένα γκρι χρώμα βαριάς κουβέρτας,
και οι σταγόνες έπεφταν χωρίς να κάνουν θόρυβο, σαν να ήθελαν να
κρατήσουν μυστικά που κανείς δεν έπρεπε να ακούσει.
Μέσα
σ’ αυτό το αδιάκοπο γκρίζο, περπατούσε εκείνη. Μια γυναίκα βγαλμένη από
παραμύθι, που έμοιαζε να ξεπήδησε από έναν κόσμο που οι άλλοι είχαν
ξεχάσει. Το φόρεμά της ήταν πορτοκαλί — όχι απλά ένα χρώμα, αλλά μια
φλόγα που έκαιγε μέσα στην υγρασία της βροχής. Το ύφασμα κολυμπούσε γύρω
της σαν φως που αντιστέκεται στην παγωνιά, αντανακλούσε σταγόνες και
τις μετέτρεπε σε μικρές φλόγες που χόρευαν στον αέρα.
Τα
μαλλιά της, καστανά και πυκνά, γλίστρησαν στα μάτια της, υγρά και
βαριά, σαν να κουβαλούσαν τις μυρωδιές των καλοκαιριών που ποτέ δεν
έφτασαν. Δεν είχε ομπρέλα, δεν έτρεχε. Έμενε ακίνητη, σαν να ήθελε να
νιώσει κάθε σταγόνα που χτυπούσε το δέρμα της, κάθε ψίθυρο του ανέμου
που περνούσε ανάμεσα στα δέντρα και τα κτίρια.
Στα
χέρια της κρατούσε ηλίανθους — τεράστιους, σχεδόν μεγαλύτερους από την
παλάμη της, με πέταλα που έλαμπαν ένα ζωηρό κίτρινο, σαν μικροί ήλιοι
που αρνούνταν να σβήσουν. Ήταν οι ηλίανθοι που μόλις είχε αγοράσει από
μια γωνιά της αγοράς, αλλά για εκείνη δεν ήταν απλά λουλούδια. Ήταν μια
υπόσχεση. Μια υπόσχεση φωτός μέσα στο σκοτάδι, μια υπόσχεση ότι ακόμα
και στις πιο σκοτεινές στιγμές, η ζωή βρίσκει τρόπο να ανθίσει.
Οι
περαστικοί την κοίταζαν. Μερικοί σάστιζαν, άλλοι αναρωτιούνταν αν ήταν
μια φαντασία, μια εικόνα από έναν άλλο χρόνο ή τόπο. Κάποιοι έβγαζαν
κινητά και έβγαζαν φωτογραφίες. Αλλά εκείνη δεν τους πρόσεχε. Δεν υπήρχε
βιασύνη, δεν υπήρχε κανένας λόγος για λέξεις ή βιαστικές κινήσεις. Ήταν
εκεί, παγωμένη σε μια στιγμή που έμοιαζε να μην ανήκει πουθενά και σε
καμία εποχή.
Έστρεψε το πρόσωπό
της προς τον ουρανό, κλείνοντας τα μάτια για μια στιγμή. Σαν να
προσπαθούσε να απορροφήσει τη βροχή μέσα της, να την κάνει δική της. Σαν
να ήθελε να διαβάσει τα μυστικά που κουβαλούσε ο ουρανός, να βρει τη
ζεστασιά που έκρυβε πίσω από το γκρι και το κρύο.
Κάποιος
θα μπορούσε να πει πως ήταν απλά μια γυναίκα με ένα φωτεινό φόρεμα και
μερικούς ηλίανθους σε μια βροχερή μέρα. Αλλά εκείνη ήξερε κάτι που οι
άλλοι είχαν ξεχάσει. Ήξερε πως μέσα στη βροχή μπορεί να λάμπει κάτι που
δεν σβήνει ποτέ. Κάτι που δεν χρειάζεται ήλιο για να ζήσει.
Ήταν η ίδια το φως.
Και
οι ηλίανθοί της; Ήταν το σημάδι πως, όσο και αν σκοτεινιάζουν οι μέρες,
ο ήλιος πάντα περιμένει να ξαναγεννηθεί — ακόμα και μέσα στη βροχή.
Κική Κωνσταντίνου
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
ΕΚΦΡΑΣΟΥ ΚΑΙ ΕΣΥ