"Μερικές φορές, οι πιο δυνατοί άνθρωποι δεν λένε τίποτα. Μόνο στέκονται."
Δεν θυμάμαι πότε τον είδα πρώτη φορά. Ίσως γιατί, για να θυμηθείς κάτι, πρέπει πρώτα να το αναγνωρίσεις. Και εκείνος δεν έμοιαζε με κανέναν που είχα γνωρίσει.
Καθόταν πάντα στο ίδιο σημείο, στην άκρη της μεγάλης αίθουσας του παλιού μουσείου. Εκεί όπου οι προβολείς δεν έφταναν ποτέ ακριβώς — μόνο μια υποψία φωτός, σαν αναστεναγμός.
Μαύρο τζιν, ξεβαμμένο. Φανέλα χωρίς σχέδιο.
Σκούφος, πάντα τραβηγμένος χαμηλά.
Ποτέ δεν τον είδα να βγάζει τον σκούφο. Ακόμα και όταν όλοι φορούσαν κοστούμια και έπιναν κρασί κάτω από πίνακες που κανείς δεν ήξερε τι απεικόνιζαν.
Τον παρατηρούσα καιρό, χωρίς να με βλέπει. Ή τουλάχιστον, έτσι πίστευα. Ίσως, στην πραγματικότητα, ήταν ο μόνος που με έβλεπε στ’ αλήθεια.
Την πρώτη φορά που στάθηκα δίπλα του, δεν μιλήσαμε.
Δεν έκανε ούτε νεύμα.
Και όμως, ο τρόπος που κρατούσε τα χέρια του πίσω από την πλάτη, ο τρόπος που κοιτούσε τον κεντρικό πίνακα με μια σχεδόν ενοχική προσήλωση… έλεγαν περισσότερα απ’ όσα θα μπορούσε να πει με λόγια.
Ήταν σαν να είχε μεγαλώσει μέσα σ’ εκείνον τον πίνακα.
Σαν να είχε γεννηθεί από την αντίθεση του άσπρου με το μαύρο.
Ο πίνακας ήταν τεράστιος.
Ένα σταυροδρόμι ασπρόμαυρο, με σύννεφα από πάνω και αυτοκίνητα ακίνητα σε κάθε κατεύθυνση.
Στη μέση, ένα μικρό ανθρώπινο σχήμα — σχεδόν διαφανές — κοιτούσε τον ουρανό.
Πάνω του, ένα αεροπλάνο περνούσε βιαστικά, κάτω από ένα μαύρο σύννεφο σε σχήμα αγκαλιάς που έσταζε ψιχάλες.
Όλοι προσπερνούσαν τον πίνακα με μια αμήχανη ματιά. Ήταν "βαρύς", έλεγαν. "Σκοτεινός".
Κανείς δεν ήθελε να σταθεί.
Κανείς — εκτός από εκείνον.
«Τι βλέπεις εκεί;» τόλμησα να ρωτήσω, μετά από ώρες σιωπής.
Δεν απάντησε.
Μόνο γύρισε ελαφρώς το κεφάλι του.
Ίσα που διέκρινα ένα χαμόγελο — εκείνο το στραβό, ειρωνικό βελάκι που σήκωνε τη μια του άκρη σαν αμφιβολία.
Κι έπειτα μίλησε. Με φωνή σχεδόν ψιθυριστή.
Μια φωνή που έμοιαζε να μην την είχε χρησιμοποιήσει καιρό.
«Βλέπω εμένα. Και όλους αυτούς που δεν βλέπουν τίποτα».
Σιώπησα.
Πρώτη φορά κάποιος απάντησε σε ερώτημά μου με κάτι πιο βαρύ από λέξεις.
Έμεινα πλάι του.
Από εκείνη τη μέρα, άρχισα να φοράω και εγώ σκούφο.
Όχι από μίμηση.
Αλλά επειδή ήθελα να καταλάβω.
Και σιγά-σιγά, ο κόσμος γύρω μου άλλαξε.
Όχι γιατί άλλαξαν οι άλλοι.
Αλλά γιατί άρχισα να τους παρατηρώ διαφορετικά.
Ο κόσμος ήταν γεμάτος φιγούρες που έτρεχαν — μα δεν ήξεραν πού.
Γεμάτος πρόσωπα που μιλούσαν — μα δεν έλεγαν τίποτα.
Και ανάμεσά τους, εμείς.
Με τους σκούφους.
Σιωπηλοί.
Όχι άφωνοι — επιλεκτικά ηχηροί.
Ίσως η σιωπή μας να είναι η πιο δυνατή κραυγή.
Ίσως το βλέμμα μας να λέει όσα δεν τολμούν τα λόγια.
Είμαστε οι Άνθρωποι Σκούφοι.
Κι αν μας κοιτάξεις πραγματικά, ίσως δεις κι εσύ τον εαυτό σου.
Κική Κωνσταντίνου
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
ΕΚΦΡΑΣΟΥ ΚΑΙ ΕΣΥ