Ήταν ένα δέντρο
ψηλό — όχι από περηφάνια,
μα από βαθιά προσμονή.
Τα φύλλα του ψιθύριζαν
με τις μελωδίες του ανέμου,
κι ο κορμός του
έκρυβε στην καρδιά του
μια μικρή φλογέρα.
Δεν την έπλασε άνθρωπος.
Την έπλασε η άνοιξη,
μια μέρα που χόρευε με τα πουλιά.
Το δέντρο δεν ήξερε λέξεις,
μα ήξερε νότες.
Κάθε αυγή,
πριν ξυπνήσουν οι παπαρούνες,
έπαιζε.
Έπαιζε για τις πεταλούδες,
για τις στάλες της πρωινής δροσιάς,
για το σπουργίτι που έχασε τη μητέρα του.
Κι η μελωδία του
ήταν γέλιο νεογέννητου ήλιου,
και χάδι που δεν ξέχασε ποτέ.
Όποιος περνούσε,
σταματούσε.
Όχι από περιέργεια —
από σεβασμό.
Γιατί ήξερε:
το δέντρο δεν έπαιζε για να το ακούσουν —
έπαιζε γιατί έτσι αγαπούσε.
Μια βραδιά του Αυγούστου,
που το φεγγάρι φόρεσε
το ολόγιομο φόρεμά του,
το δέντρο αποφάσισε να κατέβει.
Έστειλε ρίζες σαν πόδια,
κούνησε τα φύλλα σαν ώμους,
και — δίχως θόρυβο —
πήρε τον δρόμο για τη θάλασσα.
Εκεί, στο μικρό θεατράκι της αμμουδιάς,
όπου οι καρέκλες ήταν κοχύλια
και η σκηνή στρωμένη με φως φεγγαριού,
κάθισε.
Δεν μίλησε.
Δεν χρειάστηκε.
Έβγαλε από τον κορμό του τη φλογέρα
και άρχισε να παίζει.
Η μουσική του κύλησε πάνω στο νερό,
έγινε άρωμα αλμυρού ονείρου,
τα παιδιά που ήρθαν με τα καλά τους
έμειναν άφωνα.
Ένα δελφίνι ξεπρόβαλε λίγο πιο πέρα.
Η θάλασσα,
για πρώτη φορά,
κοίταξε προς τη στεριά.
Κι το φεγγάρι —
σαν παλιός φίλος —
κατέβηκε κι αυτό,
να σταθεί στη σιωπηλή αυλή του θεάτρου.
Εκείνη τη νύχτα
κανείς δεν έκλαψε.
Ακόμα και οι πιο λυπημένες ματιές
φωτίστηκαν λίγο.
Γιατί ένα δέντρο,
που αγάπησε πολύ τη μουσική,
έπαιξε με την καρδιά του
για όσους δεν είχαν άλλη φωνή
εκτός από το φεγγάρι.
Κική Κωνσταντίνου
- Λήψη συνδέσμου
- X
- Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο
- Άλλες εφαρμογές
Ετικέτες
Ποιητικά Παραμύθια- Λήψη συνδέσμου
- X
- Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο
- Άλλες εφαρμογές
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
ΕΚΦΡΑΣΟΥ ΚΑΙ ΕΣΥ