Στην άκρη μιας πόλης βυθισμένης σε σιωπή,
εκεί όπου οι τοίχοι μιλούσαν με ρωγμές
κι οι καμπάνες αντηχούσαν βαριά σαν στεναγμοί,
περπατούσε ένα παιδί μόνο.
Το έλεγαν Σολόμα.
Το όνομά του θύμιζε θρόισμα σταχυών,
μα η μορφή του έμοιαζε με σκιά
που πάλευε να κρατήσει ένα μικρό κερί αναμμένο.
Κρατούσε μια βαλίτσα δεμένη με σχοινί
κι ένα αρκουδάκι με μάτια ξεθωριασμένα.
Τα παπούτσια του φθαρμένα,
μα η καρδιά του άθικτη.
Οι άνθρωποι, όταν τον έβλεπαν,
νόμιζαν πως κουβαλούσε κάτι εύθραυστο·
σαν μια υπόσχεση που δεν έσβηνε,
πως ακόμη κι η πιο μικρή σπίθα
μπορεί να γίνει ήλιος.
Τα βράδια, ξάπλωνε δίπλα στους τοίχους της πόλης
και ψιθύριζε στο αρκουδάκι του ιστορίες:
για σπίτια με ανοιχτά παράθυρα,
για φίλους που ίσως τον περίμεναν,
για έναν κόσμο που δεν γνώριζε,
μα τον ένιωθε να τον καλεί.
Και τότε, η σκιά γύρω του άρχιζε να μαλακώνει.
Οι δρόμοι έμοιαζαν λιγότερο έρημοι,
οι καμπάνες χτυπούσαν πιο γλυκά,
σαν να δανείζονταν λίγη από την ελπίδα του.
Γιατί ο Σολόμα δεν ήταν φτιαγμένος για να μείνει.
Ήταν φτιαγμένος για να ταξιδεύει,
να περνά μέσα από το σκοτάδι
και να το μεταμορφώνει σε φως.
Κι αν τον δεις ποτέ σε κάποιο σταυροδρόμι,
με τη βαλίτσα του και το αρκουδάκι του,
μην τον προσπεράσεις.
Χαμογέλασέ του·
γιατί εκείνος θα σου το επιστρέψει διπλάσιο,
σαν σπίθα που ανάβει
στην πιο σκοτεινή γωνιά της καρδιάς σου.
Κική Κωνσταντίνου
🌾 Προέλευση του ονόματος:
Το όνομα Σολόμα προέρχεται από τη ρωσική λέξη για το «άχυρο». Το άχυρο είναι ταπεινό στην όψη, όμως κρύβει δύναμη· ζεσταίνει, στηρίζει, προστατεύει. Έτσι κι ο Σολόμα — παιδί φτιαγμένο από σκιές και φως, απλό μα αναγκαίο, όπως το ίδιο το άχυρο στη ζωή.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
ΕΚΦΡΑΣΟΥ ΚΑΙ ΕΣΥ