Εκφραστικοί, σας έχω ετοιμάσει όμορφο θέμα σήμερα.
Υπόσχομαι πως έχει την μαγεία ενός παραμυθιού.....
Ελάτε μαζί μας:
Θεμέλια
κάτω απ' τα θεμέλια. Οι εκκλησιές κάτω απ' τα σπίτια. Καμπαναριά πάνω
απ' τα σπίτια. Σε ποιο βάθος του βράχου κρατιέται η ρίζα της συκιάς; Σε
ποιο κλαδί του αγέρα κρατιέται ο χρυσοφτέρουγος Αρχάγγελος; Θ' ανεβούμε
πάνω στηριγμένοι στους ώμους των νεκρών, με το χώμα στο στήθος, σε μια
πομπή ερειπίων, κι οι φραγκοσυκιές παραταγμένες κατά μήκος του χρόνου,
βουβές, ανανταπόκριτες, με τα φαρδιά τους χέρια να στομώνουν τη βοή της
θαμμένης καμπάνας.
Γιάννης Ρίτσος, Επίπεδα διάρκειας
Γιάννης Ρίτσος, Επίπεδα διάρκειας
Ο Βαρκάρης των κεραυνών - Μίλτος Σαχτούρης
Ο βαρκάρης των κεραυνών
γυρίζει από ακτή σ’ ακτή.
Δεν θέλει ν’ αράξει πουθενά
δεν θέλει ν’ αράξει πουθενά
δεν θέλει ν’ αράξει πουθενά.
Μόνο στη βάρκα ψιθυρίζει.
Φύγαν φύγαν τα νερά!
Φύγαν φύγαν τα νερά!
γυρίζει από ακτή σ’ ακτή.
Δεν θέλει ν’ αράξει πουθενά
δεν θέλει ν’ αράξει πουθενά
δεν θέλει ν’ αράξει πουθενά.
Μόνο στη βάρκα ψιθυρίζει.
Φύγαν φύγαν τα νερά!
Φύγαν φύγαν τα νερά!
Έγειρα στο παραθύρι
για να σε συλλογιστώ,
σαν κλαδί που έχει γείρει
σ’ ένα σπιτικό κλειστό.
για να σε συλλογιστώ,
σαν κλαδί που έχει γείρει
σ’ ένα σπιτικό κλειστό.
Των ανθρώπων το αγκάθι
μ’ αγκυλώνει πιο βαθειά
κι είναι οι πίκρες και τα λάθη,
φίδι στην ξερολιθιά.
Έγειρα στο παραθύρι
για να σε συλλογιστώ,
σαν κλαδί που έχει γείρει
σ’ ένα σπιτικό κλειστό.
Έγειρα στο μαξιλάρι
κι απ’ τον ύπνο μου περνάς
μ’ ένα κόκκινο λυχνάρι
κι απ’ τον Άδη με γυρνάς.
Των ανθρώπων το αγκάθι
μ’ αγκυλώνει πιο βαθειά
κι είναι οι πίκρες και τα λάθη,
φίδι στην ξερολιθιά.
Έγειρα στο μαξιλάρι
κι απ’ τον ύπνο μου περνάς
μ’ ένα κόκκινο λυχνάρι
κι απ’ τον Άδη με γυρνάς.
Έγειρα στο παραθύρι.
Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου
Μουσική: Βασίλης Δημητρίου
Ερμηνεύει η Χαρούλα Αλεξίου:
https://www.youtube.com/watch?v=llJaHaFLvsk
Ίσως η λίμνη να είναι το δικό του παραθύρι σ' ένα σπιτικό κλειστό...
μ’ αγκυλώνει πιο βαθειά
κι είναι οι πίκρες και τα λάθη,
φίδι στην ξερολιθιά.
Έγειρα στο παραθύρι
για να σε συλλογιστώ,
σαν κλαδί που έχει γείρει
σ’ ένα σπιτικό κλειστό.
Έγειρα στο μαξιλάρι
κι απ’ τον ύπνο μου περνάς
μ’ ένα κόκκινο λυχνάρι
κι απ’ τον Άδη με γυρνάς.
Των ανθρώπων το αγκάθι
μ’ αγκυλώνει πιο βαθειά
κι είναι οι πίκρες και τα λάθη,
φίδι στην ξερολιθιά.
Έγειρα στο μαξιλάρι
κι απ’ τον ύπνο μου περνάς
μ’ ένα κόκκινο λυχνάρι
κι απ’ τον Άδη με γυρνάς.
Έγειρα στο παραθύρι.
Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου
Μουσική: Βασίλης Δημητρίου
Ερμηνεύει η Χαρούλα Αλεξίου:
https://www.youtube.com/watch?v=llJaHaFLvsk
Ίσως η λίμνη να είναι το δικό του παραθύρι σ' ένα σπιτικό κλειστό...
Η φήμη έφτασε κολυμπώντας σαν κύκνος...
μέσα στη χρυσή ομίχλη και συ, αγάπη μου ..
ήσουν για μένα πάντα η απόγνωση...
Άννα Αχμάτοβα
Α. ΛΑΜΑΡΤΙΝΟΣ «Η ΛΙΜΝΗ»
Μεταφραστής: Αριστοτέλης Βαλαωρίτης
Μεταφραστής: Αριστοτέλης Βαλαωρίτης
Πάντα λοιπόν θα τρέχωμε προς άγνωστο ακρογιάλι,
θα καταποντιζώμεθα στου τάφου τη νυχτιά,
χωρίς ποτ’ εν’ απάνεμο μες στην ανεμοζάλη,
ουτ’ ένα καταφύγιο στη βαρυχειμωνιά!
Κύτταξε, λίμνη, κύτταξε! Δεν έκλεισ ένας χρόνος
πόπαιζε με το κύμα σου χαρούμενη, τρελλή,
και τώρα, τώρα ο δύστυχος, κάθομαι, λίμνη, μόνος
στην πέτρα εδ’ οπού πάντοτε μας έβλεπες μαζί.
Καθώς και τώρα εμούγκριζες και τότε αγριεμένη
κ’ εξέσχιζες τα στήθη σου στου βράχου τα πλευρά,
ανήσυχη επαράδερνες στην άκρη θυμωμένη
κ’ εράντιζες τα πόδια της με τον αφρό συχνά.
Θυμάσαι, λίμνη, μόνοι μας μια νύχτα εγώ κ’ εκείνη
ελάμνανε άφωνοι οι φτωχοί στα κρύα σου τα νερά,
τ’ αγέρι δεν ανάσαινε, είχες και συ γαλήνη,
στον ύπνο σου, δεν άκουες παρά τα δυό κουπιά.
Με μιας τραγούδι ουράνιο, πρωτάκουστο, δροσάτο
το γέρο τον αντίλαλο τριγύρω μας ξυπνά.
Έμειν’ ευθύς παράλυτο το κύμα σου το αφράτο,
και τέτοια λόγια ακούστηκαν, θυμάμαι, αρμονικά:
«Δίπλωσε, Χρόνε, δίπλωσε τ’ ακούραστα φτερά σου,
ώρες γλυκές, μην τρέχετε, σταθήτε μια στιγμή,
και συ μη φεύγεις, νύχτα μου, με την αστροφεγγιά σου,
τώρα που ζευγαρώσαμε ειν’ όμορφη η ζωή.
»Του κόσμου αυτού τα βάσανα, την ερημιά, τη φτώχεια,
θέλουν να φύγουν άμετροι• γι’ αυτούς γοργά-γοργά,
χρόνε μου, πέτα κι’ άφησε στου έρωτα τα βρόχια
τα δυό μας να χορτάσωμε τόσο γλυκεία σκλαβιά.
»Του κάκου. Οι ώρες φεύγουνε. Κανείς δε με προσμένει…
Κανείς δε μ’ ακουρμαίνεται… Η νύχτα είναι σκληρή…
Αχνίζουν τ’ άστρα, χάνονται… Κρυφά κρυφά προβαίνει,
τ’ άσπλαχνο γλυκοχάραμα… Λυπήσου μας, αυγή…
»Του κάκου. Όλα ξεγέλασμα είν’ όνειρα και πλάνη,
ζωή μας είν’ η αγάπη μας, και μοναχή χαρά,
ας μη ζητούμε ανύπαρκτο στον κόσμο άλλο λιμάνι,
του χρόνου η άγρια θάλασσα δεν έχει ακρογιαλιά.
»Χρόνε ζηλιάρη, δύστροπε! Πε μου, γιατί να σβηώνται,
σαν αστραπή να φεύγουνε οι ώρες της χαράς,
καθώς περνούν και φεύγουνε χωρίς να λησμονιώνται
κ’ οι μαύρες, κ’ οι ολόπικρες στιγμές της συμφοράς;
»Απ’ τη βαθειά την άβυσσον, όπου μας καταπίνει,
απ’ την αιωνιότητα, όπου μας πλημμυρεί,
τίποτε, Χρόνε, τίποτε στο φως δεν αναδίνει,
δεν ξεφυτρώνει τίποτε… όλα τα τρως εσύ.
»Λοιπόν, απ’ όσα εχάρηκα, δε θ’ απομείνη τρίμμα,
δεν θα ν’ αφήσω τίποτε σ’ αυτήν τη μαύρη γη!
Απ’ το γοργό μας πέρασμα δεν είναι τάχα κρίμα
να μη σωθή ένα πάτημα, ω Χρόνε αδικητή;»
Ω λίμνη, ω βράχοι μου άφωνοι, ω σεις σπηλιές και δάση,
που βλέπετε τον πόνο μου, μια χάρη σας ζητώ•
Εσείς, όπου δε σκιάζεσθέ κανείς να σας χαλάση,
ποτέ μη μας ξεχάσετε, στο μνήμ’ αν πάω κι’ εγώ.
Κι’ όταν σε δέρνη ο σίφουνας, κι όταν βαθειά κοιμάσαι,
ω λίμνη μου αφροστέφανη, να μη μας λησμονής,
εσ’ είδες την αγάπη μας, και μόνη εσύ θυμάσαι
πως άναφταν τα στήθη μας και θα μας συμπονής.
Θέλω τα πεύκα, τα έλατα, οι βράχοι, η ρεματιά σου,
τ’ αφρού σου το μουρμούρισμα, τ’ αντίλαλου η φωνή,
τα δροσερά σου σύγνεφα, τ’ αγέρι, η καταχνιά σου,
η βρύση, ο καλαμιώνας σου, το χόρτο, το πουλί,
Τ’ άστρο το ασημομέτωπο, η μυρωδιά που χύνει
το γαλανό το κύμα σου, ω λίμνη μου γλυκεία,
ό,τι στην πλάση έχει αίσθηση, πνοή, νοημοσύνη,
όλα να λένε: «Αγάπησαν τα μαύρα φλογερά!»
θα καταποντιζώμεθα στου τάφου τη νυχτιά,
χωρίς ποτ’ εν’ απάνεμο μες στην ανεμοζάλη,
ουτ’ ένα καταφύγιο στη βαρυχειμωνιά!
Κύτταξε, λίμνη, κύτταξε! Δεν έκλεισ ένας χρόνος
πόπαιζε με το κύμα σου χαρούμενη, τρελλή,
και τώρα, τώρα ο δύστυχος, κάθομαι, λίμνη, μόνος
στην πέτρα εδ’ οπού πάντοτε μας έβλεπες μαζί.
Καθώς και τώρα εμούγκριζες και τότε αγριεμένη
κ’ εξέσχιζες τα στήθη σου στου βράχου τα πλευρά,
ανήσυχη επαράδερνες στην άκρη θυμωμένη
κ’ εράντιζες τα πόδια της με τον αφρό συχνά.
Θυμάσαι, λίμνη, μόνοι μας μια νύχτα εγώ κ’ εκείνη
ελάμνανε άφωνοι οι φτωχοί στα κρύα σου τα νερά,
τ’ αγέρι δεν ανάσαινε, είχες και συ γαλήνη,
στον ύπνο σου, δεν άκουες παρά τα δυό κουπιά.
Με μιας τραγούδι ουράνιο, πρωτάκουστο, δροσάτο
το γέρο τον αντίλαλο τριγύρω μας ξυπνά.
Έμειν’ ευθύς παράλυτο το κύμα σου το αφράτο,
και τέτοια λόγια ακούστηκαν, θυμάμαι, αρμονικά:
«Δίπλωσε, Χρόνε, δίπλωσε τ’ ακούραστα φτερά σου,
ώρες γλυκές, μην τρέχετε, σταθήτε μια στιγμή,
και συ μη φεύγεις, νύχτα μου, με την αστροφεγγιά σου,
τώρα που ζευγαρώσαμε ειν’ όμορφη η ζωή.
»Του κόσμου αυτού τα βάσανα, την ερημιά, τη φτώχεια,
θέλουν να φύγουν άμετροι• γι’ αυτούς γοργά-γοργά,
χρόνε μου, πέτα κι’ άφησε στου έρωτα τα βρόχια
τα δυό μας να χορτάσωμε τόσο γλυκεία σκλαβιά.
»Του κάκου. Οι ώρες φεύγουνε. Κανείς δε με προσμένει…
Κανείς δε μ’ ακουρμαίνεται… Η νύχτα είναι σκληρή…
Αχνίζουν τ’ άστρα, χάνονται… Κρυφά κρυφά προβαίνει,
τ’ άσπλαχνο γλυκοχάραμα… Λυπήσου μας, αυγή…
»Του κάκου. Όλα ξεγέλασμα είν’ όνειρα και πλάνη,
ζωή μας είν’ η αγάπη μας, και μοναχή χαρά,
ας μη ζητούμε ανύπαρκτο στον κόσμο άλλο λιμάνι,
του χρόνου η άγρια θάλασσα δεν έχει ακρογιαλιά.
»Χρόνε ζηλιάρη, δύστροπε! Πε μου, γιατί να σβηώνται,
σαν αστραπή να φεύγουνε οι ώρες της χαράς,
καθώς περνούν και φεύγουνε χωρίς να λησμονιώνται
κ’ οι μαύρες, κ’ οι ολόπικρες στιγμές της συμφοράς;
»Απ’ τη βαθειά την άβυσσον, όπου μας καταπίνει,
απ’ την αιωνιότητα, όπου μας πλημμυρεί,
τίποτε, Χρόνε, τίποτε στο φως δεν αναδίνει,
δεν ξεφυτρώνει τίποτε… όλα τα τρως εσύ.
»Λοιπόν, απ’ όσα εχάρηκα, δε θ’ απομείνη τρίμμα,
δεν θα ν’ αφήσω τίποτε σ’ αυτήν τη μαύρη γη!
Απ’ το γοργό μας πέρασμα δεν είναι τάχα κρίμα
να μη σωθή ένα πάτημα, ω Χρόνε αδικητή;»
Ω λίμνη, ω βράχοι μου άφωνοι, ω σεις σπηλιές και δάση,
που βλέπετε τον πόνο μου, μια χάρη σας ζητώ•
Εσείς, όπου δε σκιάζεσθέ κανείς να σας χαλάση,
ποτέ μη μας ξεχάσετε, στο μνήμ’ αν πάω κι’ εγώ.
Κι’ όταν σε δέρνη ο σίφουνας, κι όταν βαθειά κοιμάσαι,
ω λίμνη μου αφροστέφανη, να μη μας λησμονής,
εσ’ είδες την αγάπη μας, και μόνη εσύ θυμάσαι
πως άναφταν τα στήθη μας και θα μας συμπονής.
Θέλω τα πεύκα, τα έλατα, οι βράχοι, η ρεματιά σου,
τ’ αφρού σου το μουρμούρισμα, τ’ αντίλαλου η φωνή,
τα δροσερά σου σύγνεφα, τ’ αγέρι, η καταχνιά σου,
η βρύση, ο καλαμιώνας σου, το χόρτο, το πουλί,
Τ’ άστρο το ασημομέτωπο, η μυρωδιά που χύνει
το γαλανό το κύμα σου, ω λίμνη μου γλυκεία,
ό,τι στην πλάση έχει αίσθηση, πνοή, νοημοσύνη,
όλα να λένε: «Αγάπησαν τα μαύρα φλογερά!»
Όλες οι επάνω πανέμορφες φωτογραφίες ανήκουν στην αγαπημένη μου Αλεξάνδρα Μουριοπούλου από την Καστοριά. Όπως βλέπετε αφορά τον γύρο της Λίμνης από πολλές οπτικές σκοπιές μάλιστα.
Ευχαριστώ πολύ που μου επέτρεψες τόσο να τις δημοσιεύσω όσο και αν τις συνοδέψω με τα επάνω πολύτιμα που άλλα ήξερα και άλλα ανακάλυψα στο διαδίκτυο.
Τα δέντρα είναι ποιήματα που γράφει η γη προς τον ουρανό.
Και εμείς κόβουμε τα δέντρα και τα κάνουμε χαρτί,
για να καταγράφουμε την κενότητά μας…
Και εμείς κόβουμε τα δέντρα και τα κάνουμε χαρτί,
για να καταγράφουμε την κενότητά μας…
Χαλίλ Γκιμπράν
Οι λίμνες….Πρόσεξες ποτέ τις λίμνες; Δεν είναι σαν τις θάλασσες.
Οι θάλασσες μιλούν… Τραγουδούν.
Οι λίμνες ονειρεύονται !!!
Αλκυόνη Παπαδάκη
Εκφραστικοί, δεν γινόταν να μην κλείσω τούτη την ανάρτηση με το γνωστό, πιστεύω σε όλους, μύθο - παραμύθι του Νάρκισσου που καθρεπτιζόταν στα νερά της λίμνης..
Ήταν ο Νάρκισσος, γιος του ποταμίσιου θεού Κηφισσού και της Νύφης Λειριώτης. Νέος όμορφος και δυνατός. Μακριά μαλλιά, δέρμα κατάλευκο και σώμα σμιλεμένο μα τρυφερό καθώς δίχως καθόλου ηρωικός ή πολεμικός να είναι, κυνηγούσε στα δάση και λόγω της εξαιρετικής ομορφιάς του, οι νύμφες τον καταδίωκαν ανάμεσα στα πεύκα και αποζητούσαν τη συντροφιά και ερωτικό σμίξιμο μαζί του. Εκείνος όμως, δεν επέτρεπε σε καμία νύμφη να τον προσεγγίσει και όλες τις έδιωχνε μακριά με την άσχημη και εγωιστική συμπεριφορά του. Ανάμεσα σε αυτές τις νύμφες που ερωτεύθηκαν άκαρπα τον όμορφο νέο, ήταν και η Ηχώ. Η Ηχώ όμως, είχε τιμωρηθεί από την Αρχόντισσα του Ολύμπου, την Ήρα, γιατί με την πολυλογία της την καθυστερούσε και της αποσπούσε την προσοχή τη στιγμή που προσπαθούσε να ξετρυπώσει το Δία που έσμιγε ξανά με κάποια θνητή. Ήταν τιμωρημένη λοιπόν να μην μπορεί να μιλά παρά να επαναλαμβάνει τα τελευταία λόγια του συνομιλητή της!
Έτσι έβλεπε το Νάρκισσο μα δεν μπορούσε να του μιλήσει. Τον παρακολουθούσε κρυμμένη ανάμεσα στα φυλλώματα των δένδρων να κυνηγά. Ώσπου μια μέρα, ο Νάρκισσος, αντίκρισε στα νερά μιας λίμνης το είδωλο του. Θαμπώθηκε από την ομορφιά του, παράτησε το σκοπό του και βάλθηκε να κοιτάζει συνέχεια το είδωλο του που καθρεπτιζόταν στα στάσιμα νερά της λίμνης. Ερωτεύτηκε τον εαυτό του! Έπεσε στο έδαφος και δε χόρταινε να βλέπει το πρόσωπο του! Προσπαθούσε πολλές φορές να αγγίξει το είδωλό του, να το φιλήσει. Μα, όλες οι προσπάθειές του, ήσαν μάταιες! Και όσο αναφωνούσε και αναστέναζε από τον καημό του, αλίμονο, τιμωρημένος θαρρείς από τις Νύμφες να παιδευτεί σε έρωτα δίχως ανταπόκριση, η Ηχώ, επαναλάμβανε: "Αλίμονο!"
Μα, μαράζωνε αντικρίζοντας στο είδωλο του, στάσιμος σαν τα νερά της λίμνης, δίχως να νοιάζεται πια για τροφή ώσπου βλέποντας το είδωλο του να ασχημαίνει, και το σώμα του να χάνει το σφρίγος και τους χυμούς του φώναξε:
" Είναι κανείς εδώ;"
και τότε η Ηχώ, ανταπάντησε καταδικασμένη να επαναλαμβάνει συνεχώς μα μονάχα την τελευταία λέξη του συνομιλητή της: "Εδώ, εδώ, εδώ". Και ο δύστυχος Νάρκισσος, έχοντας το μυαλό του ναρκωθεί από τον έρωτα προς το είδωλο του και τη στασιμότητα, νόμισε πως ήταν το είδωλο που απάντησε πίσω από τον υδάτινο καθρέπτη και βούτηξε για να σμίξει με τον έρωτά του, μα με το Θάνατοαγκαλιάστηκε στα υδάτινα βάθη.
Και στη θέση όπου καθόταν για να αντικρίζει το είδωλό του στην όχθη της λίμνης, οι Θεοί για να λησμονηθεί ο Μύθος του, έκαναν να φυτρώσει ένα λουλούδι που φέρει το όνομά του.
Καλό υπόλοιπο μέρας, φίλοι.
Να περνάτε όμορφα και να θαυμάζετε την φύση μας.
Υπάρχουν τόσες ευλογημένες ομορφιές εκεί έξω...
Υπέροχη ανάρτηση και πολύ όμορφες φωτογραφίες! Αγαπώ τη λίμνη της Καστοριάς, και ειδικά το δρομάκι δίπλα της.
ΑπάντησηΔιαγραφήΦιλιά!
Καστορια δεν εχω παει και πολυ θα το ηθελα, ειδικα μετα απο αυτες τις εκπληκτικες φωτογραφιες!
ΑπάντησηΔιαγραφήΟσο για τα ποιηματα, μικροι θησαυροι που μιλανε μεσα μας!
Ο Ναρκισσος την πατησε... η εγωπαθεια ποτε δε βγαινει σε καλο...
Φιλια!
Όταν οι λέξεις προεκτείνουν το βάθος της εικόνας, τότε το τοπίο συνεχίζεται αδιαίρετο μέσα μας μόνιμα ενισχύοντας τη μαγεία του..
ΑπάντησηΔιαγραφήΥπέροχη ανάρτηση..
Υπέροχες οι λίμνες!! και τα ποιήματα που τις συνόδεψες εξισου!! φιλακια!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕχω ταϊσει κυκνάκια όταν ήμουν παιδί στην λίμνη!! Τι όμορφες φωτό!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚι όταν συνδυάζονται με πηγαίες λέξεις, είναι διπλή η απόλαυση!!!
Σε φιλώ!!