Καλημέρα εκφραστικοί μου! Ελπίζω να σας βρίσκω καλά.
Σήμερα ένιωσα την ανάγκη να γράψω ένα διήγημα από εκείνα, τα αγαπημένα, που με γυρίζουν τόσο πίσω, σε μια ζεστή αγκαλιά…
Ήταν απόγευμα, πριν λίγες μέρες, όταν με κέρασαν μια μουσταλευριά από ένα μικρό μίνι μάρκετ της γειτονιάς μου. Το φτιάχνει μια τοπική, οικογενειακή επιχείρηση. Δεν ξέρω αν ήταν η γεύση της, η υφή της ή η μυρωδιά του μούστου που με χτύπησε κατευθείαν στην καρδιά. Πάντως, δεν ήταν ούτε τόσο νόστιμη ούτε τόσο όμορφη (εξωτερικά) όπως ήταν η δική της.
Ξαφνικά βρέθηκα αλλού. Σαν να γύρισα πίσω, πολλά χρόνια πριν.
Εκεί, στο χωριό…
Στην αυλή της γιαγιάς, της δικής μου της λεβέντισσας. Με το χώμα να μυρίζει φθινόπωρο και τα τζιτζίκια να έχουν πια σωπάσει. Με τα ρούχα πλυμένα στο πλυσταριό και έπειτα απλωμένα στο σχοινί και το πατητήρι γεμάτο σταφύλια που μας περίμεναν υπομονετικά. Κι όλα αυτά πλαισιωμένα με τη μυρωδιά του ασβέστη όταν ασβέστωνε το σπίτι της.
Η εποχή του τρύγου…
Αχ, αυτή η εποχή πόσο γρήγορα πάντα περνούσε.
Τη θυμάμαι να ανυπομονεί. Αγαπούσε σαν παιδί το αμπέλι της, το φρόντιζε, το έθρεφε, όλα τα έκανε άψογα. Και μετά, σαν κάτι βαθιά σημαντικό, όταν ήμουν μικρή, θυμάμαι να μαζεύουμε τα σταφύλια κι εγώ και η ξαδέρφη μου, μικρές, να αλωνίζουμε στα αλώνια και να «χαλάμε» τις σακούλες που μάζευαν τη ρετσίνα από τα πεύκα. Κι έπειτα, να περιμένουμε στο πατητήρι να πατήσουμε κι εμείς τα σταφύλια μετά τους μεγάλους. Πόση ανυπομονησία και πόση χαρά.
Όταν μαζεύαμε και πατούσαμε τα σταφύλια, ο μούστος που έβγαινε δεν έμενε σπίτι. Η γιαγιά τον πήγαινε στον ειδικό ενός άλλου μεγαλύτερου χωριού, στο μικρό του οινοποιείο. Εκεί, μετρούσαν τους βαθμούς του μούστου, την ποσότητα ζάχαρης που είχε, για να ξέρουν πότε θα γίνει κρασί.
Εκεί γινόταν όλη η μαγεία της ζύμωσης. Και φυσικά πάντα εκτός από το κρασί φρόντιζε να κρατάει μούστο και να μας προσφέρει την υπέροχη μουσταλευριά της.
Και θα σταθώ στη μουσταλευριά της γιατί πραγματικά εκτός από καλή νοικοκυρά και ήταν και άψογη μαγείρισσα.
Έφτιαχνε την πιο ωραία μουσταλευριά που έχω γευτεί ποτέ στη ζωή μου. Και πόσο με στεναχωρεί που δεν έμαθα ποτέ τις συνταγές της… Βλέπετε, πάντα μου άρεσε να τρώω και όχι να μαγειρεύω. Τότε δεν το καταλάβαινα, μα τώρα νιώθω βαθιά τη σημασία του "από γενιά σε γενιά".
Και κάπως έτσι, συγκινημένη και γεμάτη αναμνήσεις, θέλησα να γράψω μια ιστορία. Ήταν επιτακτικό για εμένα θα έλεγα να γράψω αυτή την ιστορία.
Η Μουσταλευριά
![]() |
Η εικόνα είναι φτιαγμένη με τεχνητή νοημοσύνη |
Εκείνο το πρωινό, η γυναίκα με τα μεγάλα, αμυγδαλωτά μάτια, μάτια που έμοιαζαν να κρατούν μέσα τους το απαλό φως της αυγής και την ιστορία κάθε σταφυλιού που είχε πατηθεί, ξύπνησε νωρίς, πριν ακόμα ο ήλιος γεμίσει τον ουρανό.
Τα μαλλιά της, χρώματος καρυδιού, ήταν πυκνά και κατσαρά, πέφτοντας σαν απαλά κύματα γύρω από το πρόσωπό της, σαν ένα αμπέλι που κρύβει κόπο και γλύκα.
Το σώμα της ήταν ψιλό, με έντονες γυναικείες καμπύλες που μαρτυρούσαν τη ζεστασιά και την απλότητα της ζωής που είχε ζήσει. Κάθε της κίνηση ήταν γεμάτη χάρη και φροντίδα, σαν να χόρευε αθόρυβα μέσα στο σπίτι που είχε γίνει το καταφύγιό της.
Αφού τελείωσε όλες τις δουλειές του σπιτιού, άπλωσε με προσοχή τα πλυμένα ρούχα, σκούπισε το παλιό ξύλινο πάτωμα που μύριζε ακόμα τη βροχή της προηγούμενης μέρας, άναψε τη σόμπα και άφησε τη φωτιά να ζεστάνει τον χώρο. Εκείνη τη στιγμή ένιωσε μέσα της να κυλάει ο μούστος, ζεστός και παχύρρευστος, σαν ένα γλυκό ποτάμι ζωής.
Ο μούστος αυτός δεν ήταν απλά ένα υγρό. Ήταν η ζωντανή καρδιά του αμπελιού, η γλυκύτητα και η υπομονή της φύσης που γέμιζε το σώμα της με ενέργεια και αγάπη. Ήταν αίμα που χτυπούσε μέσα στις φλέβες της και οξυγόνο που είχε ανάγκη για τη ζωή της.
Τα χέρια της, παρόλο που είχαν δουλέψει σκληρά, ήταν απαλά και γεμάτα ζεστασιά. Κάθε κίνηση είχε μέσα της την φροντίδα ενός ανθρώπου που αγαπά βαθιά, που σέβεται και τιμά το δώρο της φύσης.
Τότε ήταν που μπήκε μέσα η Νεφέλη. Η εγγονή της. Με το κινητό στο χέρι, σορτσάκι και μαλλιά πιασμένα κάπως άτσαλα. Μια λεπτή μυρωδιά από γλυκό κρασί και κανέλα την τύλιξε, σχεδόν την σταμάτησε στην πόρτα.
Ο αέρας της κουζίνας ήταν πυκνός, σαν να είχε βράσει μαζί με τον μούστο και λίγη μνήμη. Ήταν η μυρωδιά του φθινοπώρου: ζεστή, υγρή, με νότες από βρασμένο σταφύλι, μοσχοκάρυδου και μια υποψία καρυδιού καβουρδισμένου στο τηγάνι. Σαν κάτι γνώριμο που είχε ξεχάσει ότι ήξερε.
<<Τι φτιάχνεις πάλι, γιαγιά; Μουσταλευριά; Ποιος κάθεται τώρα να φτιάχνει τέτοια;>>
Η γιαγιά χαμογέλασε, χωρίς να σταματήσει το ανακάτεμα. Η κατσαρόλα ήταν μεγάλη, σχεδόν παλιά, με σημάδια από χρόνια χρήσης. Μέσα, το σκούρο μωβ μείγμα είχε αρχίσει να πήζει, αφήνοντας βαριές κυματιστές γραμμές πίσω από κάθε κίνηση του ξύλινου κουταλιού.
<<Εγώ, καρδούλα μου. Είναι φρέσκος ο μούστος. Αν δεν τη φτιάξεις τώρα, χάνεται. Και δεν είναι απλώς γλυκό, ξέρεις. Είναι κάτι σαν... επιστροφή>>.
<<Επιστροφή; Πού;>>
<<Στους ανθρώπους που ήμασταν. Πριν γίνουν όλα τόσο γρήγορα, έτοιμα, πρόχειρα, ανθυγιεινά>>.
Η Νεφέλη την κοίταξε χωρίς να μιλήσει. Δεν είχε μάθει να ακούει τέτοια λόγια. Όλα τα ήξερε απ’ το YouTube και το TikTok.
<<Άμα θες, έλα να σου δείξω>>.
Η Νεφέλη δίστασε, αλλά τελικά πλησίασε. Έβγαλε τ’ ακουστικά, άφησε το κινητό στην άκρη κι έβαλε δειλά τα χέρια της πάνω στο κουτάλι. Το μείγμα ήταν ζεστό, βαρύ, αργό. Άρχισε να πήζει σιγά σιγά, με έναν ρυθμό σχεδόν καθησυχαστικό.
<<Μην ανακατεύεις πολύ δυνατά, θέλει υπομονή>>. Η φωνή της την πλαισίωνε με αγάπη.
<<Έτσι, μπράβο. Σαν να αγκαλιάζεις κάτι που αγαπάς, όχι σαν να το πιέζεις>>.
Η διαδικασία ήθελε ώρα. Η γιαγιά είχε ήδη δέσει τον μούστο με το αλεύρι, είχε ρίξει μέσα το ξύλο κανέλας, λίγο γαρύφαλλο, και ένα κομμάτι λεμονόφλουδα για ισορροπία. Το είχε σουρώσει καλά, για να βγει λείο, και τώρα το ανακάτευαν υπομονετικά μέχρι να σφίξει. Η υφή του γινόταν βελούδινη, σχεδόν μεταξένια.
Όταν το γλυκό ήταν έτοιμο, το μοίρασαν σε μικρά πήλινα μπολ. Πάνω από τη μουσταλευριά, η γιαγιά πασπάλισε καβουρδισμένο σουσάμι, κανέλα και χοντροκομμένα καρύδια – τραγανά, αρωματικά, φρεσκοσπασμένα. Η επιφάνεια γυάλιζε ακόμα από τη ζέστη, με ένα σχεδόν πορφυρό χρώμα. Στο κέντρο, έβαλε ένα μικρό φύλλο φρέσκιας δάφνης, "για το καλό", όπως είπε.
Η κουζίνα είχε γίνει ένα μικρό ιερό μέρος. Μύριζε σπίτι, παρελθόν και υπομονή.
Ήταν μια ήσυχη στιγμή. Αληθινή.
Και χωρίς να το καταλάβει, η Νεφέλη χαμογέλασε.
Ίσως η μουσταλευριά να μην ήταν <<μόνο ένα γλυκό>>.
Ίσως ήταν ο τρόπος που οι γιαγιάδες λένε "σ’ αγαπώ" χωρίς λόγια, μόνο με ζεστά χέρια και μια κουταλιά παράδοση.
Κική Κωνσταντίνου
Πραγματικά πολύ όμορφο! Γλυκό και νοσταλγικό! Ίσως αξίζει τον κόπο να μάθουμε να τα φτιάχνουμε όλα αυτά, ζωντανές μνήμες ενός κόσμου που χάνεται…
ΑπάντησηΔιαγραφήΕγώ δυστυχώς δεν τα έμαθα, Χριστίνα μου και τώρα μετανιώνω κάθε στιγμή!
Διαγραφή