Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΣΚΙΕΣ ΤΗΣ ΒΙΚΥΣ ΔΕΡΜΑΝΗ

      Θέλω να ευχαριστήσω μέσα από τη καρδιά μου το ΛΥΧΝΟ ΚΑΙΟΜΕΝΟ που μου επέτρεψε να αναδημοσιεύσω και εγώ στη προσωπική μου σελίδα ένα ποίημα το οποίο με το που το διάβασα  το πρωί με έκανε να γουρλώσω τα μάτια απο ικανοποίηση! Ναι... από ικανοποίηση για μια τέτοια σπουδαία γραφή γιατί αγαπημένη μου ΛΥΧΝΕ πρέπει να σου πω ότι όλα σου του ποιήματα είναι εξαιρετικά αλλά το συγκεκριμένο με μαγνήτισε, με προσήλωσε πριν καν καταφέρω να ολοκληρώσω την ανάγνωσή του. Ειλικρινά είναι ένα ποίημα που μπορεί να δώσει στον αναγνώστη βαθιά συναισθήματα, αρκεί να αφήσει τον εαυτό του για άλλη μια φορά να ψάξει και πίσω από τις λέξεις!


                                      
                                       ΣΚΙΕΣ.


                           Ίχνος φωνής δεν θα μείνει
                          στη σκιά που απλώνει σκιές

                          η θέληση άνισο επιφώνημα
                         σε γέφυρα ελπίδας
                         στην ανάσα που διαφεύγει
                         απ’ τα χείλη επιθυμώντας
                         να γλιστράει μες στο άπειρο

                         τροχός η ζωή που εκτροχιάζεται
                         υφάδι των φευγαλέων αντιθέσεων
                         ο δρόμος τραχύς
                         της εύπλαστης ψυχής


                         να πέφτω να σηκώνομαι
                         να τινάζω τη σκόνη από μέσα μου
                         να σκάνε οι ρίζες μου
                         τις πληγές ν’ αλείφω
                         με βάλσαμο από δάκρυα
                        να βηματίζω με την νύχτα
                        άυπνη άπνοη ανώλεθρη
                        μα πάντα πεινασμένη
                        τρέχω τρέχω τρέχω
                        τρέχω με την ανελέητη απληστία
                        της πορείας μου στο άχρονο

                        πέφτω πέφτω πέφτω  
                        σε μια πείνα που την τρέφω
                        με τους μαστούς της φαντασίας
                        με κομμένη ανάσα
                        στην γεύση της φωνής

                        έρημα τα δάχτυλα μένουν
                        ν’ αμφιρρέπουν στο κενό…
                        μπρος στα ύστερα της μύχιας ροής
                        τι να την κάνω την αγάπη, αγάπη μου;
                        μπρος στον χείμαρρο του ανελέητου αίματος
                        τι να το κάνω το λεπίδι;





signature












     * Σε ευχαριστώ πολύ που μου επέτρεψες αυτή την αναδημοσίευση που τόσο πολύ ήθελα και ζητώ συγνώμη που άλλαξα το χρώμα γραμματοσειράς και το μέγεθος αλλά το έκανα γιατί με το φόντο του blog μου η συγκεκριμένη γραμματοσειρά με το χρώμα που είχες δε θα το καθιστούσαν καθόλου ευανάγνωστο με το δικό μου backround! :)

Σχόλια

  1. δεν έχω λόγια να σ' ευχαριστήσω... ούτε να περιγράψω την συγκίνησή μου που τούτο το πόνημα, το κυρίως της ψυχής, βρήκε ανταπόκριση και στην δική σου…
    τα επαινετικά σου λόγια, το ίδιο με συγκίνησαν…

    καθόλου μη ζητάς συγνώμη για την γραμματοσειρά και το χρώμα! άλλωστε το ξέρεις πολύ καλά, ότι, η ουσία των πραγμάτων δεν βρίσκεται στο φαίνεσθαι αλλά του είναι!

    όποτε το θέλεις μπορείς να πάρεις, ότι θέλεις…

    σε φιλώ!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. ΕΚΦΡΑΣΟΥ να σου πω αρχικά ότι μου αρέσει απίστευτα το nickname σου γιατί έχει από μόνο του μια ελευθερία!!
    Το ποίημα του Λύχνου υπέροχο αλλά μπράβο και σε σένα που το δημοσίευσε με τόσο σεβασμό προς τον συγγραφέα του!!
    Καλημέρα!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. * Λύχνε θα στο πω για άλλη μια φορά: Εγώ σε ευχαριστώ που μου επέτρεψες αυτή την αναδημοσίευση που τόσο πολύ ήθελα αλλά και γιατί μέσω των ποιημάτων σου με έμαθες να διαβάζω πέρα από αυτά που μπορεί να αντικρίσει ένα γυμνό μάτι!


    * Μοντέρνα Σταχτοπούτα σε ευχαριστώ πολύ για τα τόσο καλά σου λόγια! Ειλικρινά σε ευχαριστώ!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Πράγματι πολύ ωραίο..πάω για επίσκεψη στο Λύχνο..

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

ΕΚΦΡΑΣΟΥ ΚΑΙ ΕΣΥ

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΓΙΑ ΤΗΝ ΞΑΔΕΡΦΑΡΑ ΜΟΥ ΜΕ ΑΓΑΠΗ!

Εκφραστικοί μου φίλοι, καλημέρα! Τί μου κάνετε, είστε όλοι καλά; Εγω μια χαρά. Καταιγισμός γενεθλίων το τελευταίο διάστημα βρε παιδιά! Πολύ με χαροποιεί αυτό! Ευχές, ευχές, ευχές! Μ' αρέσουν οι ευχές! Σήμερα λοιπόν θέλω και εγώ να δώσω τις ευχές μου σε ένα αγαπημένο μου πρόσωπο, με ένα ιδιαίτερο θα έλεγα τρόπο! (Είμαι σίγουρη πως όταν η ξαδέρφη μου δει αυτή την ανάρτηση θα γουρλώσει το μάτι πίσω από τα γυαλιά, θα βγάλει τη γλώσσα έξω απο αμηχανία, θα βγάλει μια κραυγή απόγνωσης και θα κρυφτεί όπου βρει πρόχειρα εκεί τριγύρω χαχαχαχα) (Ιωάννα σα να είμαι εκεί και να σε βλέπω νοιώθω - πολύ το διασκεδάζω! :P) Σκορπίνα λοιπόν η ξαδερφάρα μου! Δυναμική προσωπικότητα, όσο κι αν δε το δείχνει με τη πρώτη ματιά!  Σήμερα λοιπόν, το κορίτσι μου έχει γενέθλια και εγώ δε θα μπορούσα να μη κάνω ανάρτηση μοναχά για πάρτη της! Τόσα έχει κάνει εκείνη για μένα, ας κάνω και εγώ κάτι μικρό αυτή τη φορά! ;) Χρόνια πολλά λοιπόν σε σένα που όταν ήμουνα μικρή με έβαζες να ...

Κάδος Εξομολόγησης

Στη γωνία μιας παλιάς γειτονιάς της Χαλκίδας, ανάμεσα σε δυο ξεθωριασμένα φανάρια και κάτω από μια γέρικη νεραντζιά, ζούσε ένας κάδος σκουπιδιών. Όχι από αυτούς τους καινούριους, τους πράσινους με τα ροδάκια που τρίζουν. Όχι! Αυτός ήταν παλιός, μεταλλικός, με βαθουλώματα και σημάδια από βροχές, κλωτσιές και καλοκαιρινές φωτιές. Τον έλεγαν Στέφανο. Ο Στέφανος δεν ήταν απλά ένας κάδος. Ήταν παρατηρητής. Ήξερε ποιος πετάει σκουπίδια στις δέκα το πρωί και ποιος στις τρεις τα ξημερώματα. Ήξερε ποια παιδιά κάνουν κοπάνα και κρύβουν τις τσάντες τους πίσω του, ποιος πετάει χαρτιά γεμάτα τύψεις αλλά και ποιος με ευχαρίστηση, ποιος πετάει το φαγητό του χωρίς να ενδιαφέρεται για όσους πεινούν αλλά και ποιοι φροντίζουν σε ειδική σακούλα, να κρεμάνε στο πλάι του φαγητά για τους άπορους.  Ένα βράδυ, καθώς η πόλη έβγαζε τις ρυτίδες της στο φως των δρόμων, ένας νεαρός στάθηκε μπροστά του. Κρατούσε ένα μικρό πακέτο χρώματος καφέ, το οποίο δεν έμοιαζε με σκουπίδι, αλλά ούτε και με σακούλα. Ο νεαρός ...

Οι κουρτίνες της γιαγιάς Χρυσάνθης

  Πηγή Η γιαγιά Χρυσάνθη ξύπνησε πολύ πρωί. Ο ήλιος  είχε αρχίσει να φωτίζει δειλά το σαλόνι της. Οι σκιές πάνω στα έπιπλα έλιωναν αργά και το φως χάιδευε τις λευκές κουρτίνες της, εκείνες με το κέντημα που είχε φτιάξει η ίδια, χρόνια πριν. Δεν ήταν απλές κουρτίνες. Τις είχε φτιάξει η ίδια, ώρες ατέλειωτες στα χέρια της, βελονιά τη βελονιά, τότε που είχε υπομονή και τα χέρια της δεν έτρεμαν. Τότε που οι μέρες ΄ήταν διαφορετικές. Τότε που όλα γίνονταν πιο αργά, πιο απλά, πιο ήρεμα. Χωρίς πίεση, χωρίς ρολόγια και προθεσμίες. Οι κουρτίνες της κρέμονταν σαν ανάλαφρα σύννεφα μπροστά στα παράθυρα. Ήταν σχεδόν διάφανες. Άφηναν το φως να μπει αλλά κρατούσαν για τον εαυτό τους τη σιωπή και τη λαχτάρα της. Εκεί στεκόταν κάθε τόσο, τραβούσε λίγο τη μία και μετά λίγο την άλλη, με τα λεπτά της δάχτυλα, εκείνα που πια κουράζονται γρήγορα, και κοίταζε έξω. Ο δρόμος ήταν ήσυχος. Που και που περνούσε ένα αυτοκίνητο και έσπαγε για λίγο την ησυχία. Τίποτα ακόμα. Αλλά ήξερε ότι θα έρθουν. Της ...