Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΤΑ ΛΑΦΥΡΑ ΣΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟΣΠΙΤΟ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΠΙΣΚΟΠΕΙΟ.


Εντάξει, είμαι αδικαιολόγητη, το ξέρω.
Εγκατάλειψη του μπλακακίου μου, για λίγο θέλω να πιστεύω.

Επιστροφή σήμερα για να κλείσω τον κύκλο του ταξιδιού μας στη Σύρο με την αγαπημένη μου Γιάννα και να επανέλθω σιγά σιγά στην  μπλοκογειτονιά. Θα περάσω απο τα στενά σας σύντομα να δω αν είστε όπως σας άφησα. 

Έχουμε και λέμε, μία υπενθύμιση:

Ταξιδέψαμε στην όμορφη Σύρο, ακολουθώντας τις εξής διαδρομές:


Και σήμερα, τελειώνουμε την βόλτα αυτή με την εξής φωτογραφία που κράτησα για τους λόγους που θα καταλάβετε παρακάτω:

"Τα Λάφυρα της Ψυχής μου" στο Κοκκινόσπιτο στην περιοχή Πισκοπειό. 






Υπάρχουν διάφοροι θρύλοι που θέλουν το οίκημα στοιχειωμένο αλλά το μόνο σίγουρο είναι πως αυτό το σπίτι αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για τον Μ. Καραγάτση (πραγματικό όνομα Δημήτρης Pοδόπουλος) για να γράψει τη "Μεγάλη Χίμαιρα". 

Μου έγραψε η Γιάννα και εγώ της απάντησα: 






Μα καλά, είσαι σοβαρή τώρα; Μου πήγες τα Λάφυρα σε στοιχειωμένο οίκημα; χαχαχαχαχα Joanna Siros Eίσαι απίθανη! Το ξέρεις ή να στο (ξανα)πω; Σε ευχαριστώ πολύ για όλα Συριανό κορίτσι. Απο τα στοιχειωμένα απ' έξω και απο μακριά. Ή μήπως την επόμενη φορά να έρθω να μπούμε και μέσα;


Και έψαξα και βρήκα τα εξής:
 
Το ΕπισκοπείοΠισκοπειό) είναι οικισμός της Σύρου. Είναι χτισμένο στις πλαγιές ενός πευκόφυτου λόφου και είναι μία από τις πλουσιότερες πηγές πράσινου του νησιού. Βρίσκεται περίπου στο κέντρο της Σύρου και απέχει 4,5 χιλιόμετρα από την Ερμούπολη. Είναι έτσι ο πιο κοντινός παραθεριστικός οικισμός στην πρωτεύουσα.

Κοντά στο Επισκοπείο βρίσκονται τα ερείπια της οικοδομής που άλλοτε χρησιμοποιούταν ως κατοικία του καθολικού επισκόπου. Αυτή η οικοδομή του 15ου αιώνα έδωσε και το όνομά της στον οικισμό.
Υπήρξε το πρώτο αγαπημένο θέρετρο των πλούσιων Συριανών εμπόρων μετα τη δημιουργία της Ερμούπολης το 1830, οι οποίοι έχτισαν το 19ο αιώνα εντυπωσιακές και επιβλητικές επαύλεις με καταπράσινους κήπους. Ο δρόμος για τον οικισμό περνάει από το λόφο Σκληπί, όπου βρίσκεται το κτήμα και η έπαυλη "Αυροφίλητον" του ιατρού Ιωάννη Φουστάνου (πρώην Φθισιατρείο). Σήμερα κυριαρχεί η εγκατάλειψη και οι περισσότερες επαύλεις είναι ερειπωμένες.


Ο θρύλος του κόκκινου σπιτιού

Το κόκκινο σπίτι ή «κοκκινόσπιτο», όπως είναι γνωστό στους κατοίκους του νησιού, είναι ένα ερειπωμένο διώροφο αρχοντικό στην περιοχή του Επισκοπείου. Θεωρείται από πολλούς ως στοιχειωμένο και αμαρτωλό σπίτι και λέγεται πως ενέπνευσε τον Μ. Καραγάτση να γράψει το μυθιστόρημα "Η Μεγάλη Χίμαιρα" (1953). Το σπίτι εξωτερικά είναι βαμμένο στην ίδια απόχρωση του αίματος και κάπως έτσι πήρε το συγκεκριμένο όνομα.[1]
Σύμφωνα με τον θρύλο, η Μαρίνα Μπαρέ, μία νεαρή γαλλίδα παντρεμένη με τον Συριανό καπετάνιο Γιάννη Ρεϊζή, βρήκε παρηγοριά στην αγκαλιά του κουνιάδου της, Μηνά, αφού δεν μπορούσε να αντέξει τη μοναξιά της. Τη μοιραία νύχτα, χάνει τη μικρή Αννούλα (κόρη που έχει αποκτήσει με τον Γιάννη) από πνευμονία, ενώ παράλληλα μένει έγκυος από τον Μηνά. Η πεθερά της, που τους έχει πιάσει στο κρεβάτι της αμαρτίας, διώχνει τον Μηνά από το σπίτι μετά την κηδεία της εγγονής της και εκείνος αυτοκτονεί. Ο Γιάννης ενημερώνεται για όσα έχουν συμβεί ενώ βρίσκεται ήδη στο ταξίδι του γυρισμού. Όλα αυτά ωθούν τη Μαρίνα στην αυτοκτονία, στοιχειώνοντας με τη φασματική παρουσία της το σπίτι, το οποίο από τότε παραμένει έρημο αφού δεν βρέθηκαν ποτέ νόμιμοι κληρονόμοι.
Παλαιότερα υπήρχε η εντύπωση ότι τα βράδια ακούγονταν οι λυγμοί της Ρεΐζη, οι φωνές της Μαρίνας και τα γέλια του μικρού κοριτσιού. Πολλοί πιστεύουν ότι το σπίτι εξακολουθεί να έχει κακή ενέργεια και υποστηρίζουν πως όποιος τάραξε την ησυχία του ή τόλμησε να μετακινήσει έπιπλα και αντικείμενα, βρήκε τραγικό θάνατο κάτω από ανεξιχνίαστες συνθήκες. Έτσι, δημιουργήθηκε στο νησί ο μύθος του στοιχειωμένου κόκκινου σπιτιού. Κατά άλλους, όλα αυτά ανήκουν στη σφαίρα της φαντασίας και ότι ο χώρος ήταν απλά ένας τόπος συνάντησης χαρτοπαιχτών και παράνομων ζευγαριών, τους οποίους διασκέδαζε να τρομοκρατεί ένας κάτοικος με ελαφρά νοητική στέρηση.[2]


Και θα κλείσω με απόσπασμα από το βιβλίο αυτό:


Τον κοιτάει. Είναι νέος - πολύ νέος για καπετάνιος - ως τριάντα χρόνων. Όμορφος άντρας, με κορμί αρμονικό και πρόσωπο αδρό μα γλυκό, όπου γυαλίζουν δυο μάτια χρυσαφιά, χαμογελαστά και εξυπνότατα. «Ένας Έλληνας. Έτσι πάντα φανταζόμουν τους Έλληνες. Πρέπει να του μιλήσω ελληνικά».
Ναουκλερέ καλέ καγκατέ, Χαϊρέ! Ο καπετάνιος σαστίζει.
- Παρντόν, μαμζέλ. Δεν καταλαβαίνω τι λέτε. Μιλώ γαλλικά, αγγλικά, ιταλικά...
- Πώς! Ελληνικά δεν ξέρετε;
- Διάβολε! Είμαι Έλληνας.
- Η φράση που σας είπα είναι ελληνική. Αρχαία ελληνική.
- Δεν αποκλείεται. Αλλά...
- Τι εννοείτε; Σας βεβαιώνω ότι γνωρίζω πολύ καλά τη γλώσσα των προγόνων σας.
- Εγώ ομολογώ πως δεν είμαι τόσο δυνατός στη γλώσσα των προγόνων μου. Έχετε την καλοσύνη να ξαναπείτε τη φράση;
- Ευχαρίστως. Ναουκλερέ καλέ καγκατέ, Χαϊρέ!
Ο καπετάνιος αναστενάζει, πολύ στενοχωρημένος. Βγάζει από την τσέπη του ένα 
σημειωματάριο και ένα μολύβι.
- Παρακαλώ, δεν την γράφετε εδώ; Άμα την δω γραμμένη, ίσως την καταλάβω...
Με χέρι νευρικό, γράφει τη φράση. Ο καπετάνιος τη διαβάζει, και ξεσπάει σε γέλιο ομηρικό.

Ναύκληρε καλέ καγαθέ, χαίρε! Έτσι προφέρεται, κι όχι όπως το είπατε.
- Μιλώ με την ερασμιακή προφορά. Η δική σας, καθώς βλέπω, είναι εντελώς αλλιώτικη.
Είναι η σωστή. Μου την εξήγησε ο μικρός αδερφός μου, ένας νέος με μεγάλη μόρφωση. Το αποδείχνει, λέει, η μετρική, η προσωδία... Απόμειναν σιωπηλοί. Κοιτάζονταν και χαμογελούσαν. Κι η Μαρίνα είπε:
- Με συγχωρείτε που σας ενοχλώ, μα δεν έτυχε ποτέ να γνωρίσω Έλληνες. Είδα, λοιπόν, το πλοίο σας, το «Ιμαϊρά»...
- Πώς είπατε; Ιμαϊρά;
- Βεβαίως. Έτσι δε λέγεται το πλοίο σας;
Όχι, δεσποινίς. Λέγεται Χίμαιρα. Χίμαιρα.
  
                                                


Απόσπασμα από την Μεγάλη Χίμαιρα του Μ. Καραγάτση (σελ. 36-37)
Γιατί έτσι έπρεπε. :)
Γιάννα μου, Συριανή μου, ευχαριστώ για όλα! Την αγάπη μου και τα φιλιά μου!

Μία όμορφη μέρα σε όλους!  <3

Σχόλια

  1. Καλό φθινόπωρο Κική μου

    Σε φιλώ πολύ πολύ ♥

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Άντε μπράβο... έτσι να επανέλθουμε σιγά σιγά :)
    Φιλώ σε <3

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Τρελαίνομαι για κάτι τέτοιους θρύλους.
    Καλό Φθινόπωρο!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Καλώς όρισες πάλι Κική μου. Καλό Σεπτέμβρη να έχεις κορίτσι μου. Συνεχίζουμε παρέα τη βόλτα σου την όμορφη μαζί με τα έργα σου. Φιλιά πολλά.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Άντε..επιτέλους βρήκες το δρόμο για το μπλοκόσπιτο!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Καλώς ήρθες Κικουλη μου!! Πολύ ωραία η ανάρτησή σου!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Μου αρέσει!!! Καλώς ήρθες και πάλι και καλό φθινόπωρο!!!
    Φιλιά!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

ΕΚΦΡΑΣΟΥ ΚΑΙ ΕΣΥ

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΓΙΑ ΤΗΝ ΞΑΔΕΡΦΑΡΑ ΜΟΥ ΜΕ ΑΓΑΠΗ!

Εκφραστικοί μου φίλοι, καλημέρα! Τί μου κάνετε, είστε όλοι καλά; Εγω μια χαρά. Καταιγισμός γενεθλίων το τελευταίο διάστημα βρε παιδιά! Πολύ με χαροποιεί αυτό! Ευχές, ευχές, ευχές! Μ' αρέσουν οι ευχές! Σήμερα λοιπόν θέλω και εγώ να δώσω τις ευχές μου σε ένα αγαπημένο μου πρόσωπο, με ένα ιδιαίτερο θα έλεγα τρόπο! (Είμαι σίγουρη πως όταν η ξαδέρφη μου δει αυτή την ανάρτηση θα γουρλώσει το μάτι πίσω από τα γυαλιά, θα βγάλει τη γλώσσα έξω απο αμηχανία, θα βγάλει μια κραυγή απόγνωσης και θα κρυφτεί όπου βρει πρόχειρα εκεί τριγύρω χαχαχαχα) (Ιωάννα σα να είμαι εκεί και να σε βλέπω νοιώθω - πολύ το διασκεδάζω! :P) Σκορπίνα λοιπόν η ξαδερφάρα μου! Δυναμική προσωπικότητα, όσο κι αν δε το δείχνει με τη πρώτη ματιά!  Σήμερα λοιπόν, το κορίτσι μου έχει γενέθλια και εγώ δε θα μπορούσα να μη κάνω ανάρτηση μοναχά για πάρτη της! Τόσα έχει κάνει εκείνη για μένα, ας κάνω και εγώ κάτι μικρό αυτή τη φορά! ;) Χρόνια πολλά λοιπόν σε σένα που όταν ήμουνα μικρή με έβαζες να ...

Κάδος Εξομολόγησης

Στη γωνία μιας παλιάς γειτονιάς της Χαλκίδας, ανάμεσα σε δυο ξεθωριασμένα φανάρια και κάτω από μια γέρικη νεραντζιά, ζούσε ένας κάδος σκουπιδιών. Όχι από αυτούς τους καινούριους, τους πράσινους με τα ροδάκια που τρίζουν. Όχι! Αυτός ήταν παλιός, μεταλλικός, με βαθουλώματα και σημάδια από βροχές, κλωτσιές και καλοκαιρινές φωτιές. Τον έλεγαν Στέφανο. Ο Στέφανος δεν ήταν απλά ένας κάδος. Ήταν παρατηρητής. Ήξερε ποιος πετάει σκουπίδια στις δέκα το πρωί και ποιος στις τρεις τα ξημερώματα. Ήξερε ποια παιδιά κάνουν κοπάνα και κρύβουν τις τσάντες τους πίσω του, ποιος πετάει χαρτιά γεμάτα τύψεις αλλά και ποιος με ευχαρίστηση, ποιος πετάει το φαγητό του χωρίς να ενδιαφέρεται για όσους πεινούν αλλά και ποιοι φροντίζουν σε ειδική σακούλα, να κρεμάνε στο πλάι του φαγητά για τους άπορους.  Ένα βράδυ, καθώς η πόλη έβγαζε τις ρυτίδες της στο φως των δρόμων, ένας νεαρός στάθηκε μπροστά του. Κρατούσε ένα μικρό πακέτο χρώματος καφέ, το οποίο δεν έμοιαζε με σκουπίδι, αλλά ούτε και με σακούλα. Ο νεαρός ...

Οι κουρτίνες της γιαγιάς Χρυσάνθης

  Πηγή Η γιαγιά Χρυσάνθη ξύπνησε πολύ πρωί. Ο ήλιος  είχε αρχίσει να φωτίζει δειλά το σαλόνι της. Οι σκιές πάνω στα έπιπλα έλιωναν αργά και το φως χάιδευε τις λευκές κουρτίνες της, εκείνες με το κέντημα που είχε φτιάξει η ίδια, χρόνια πριν. Δεν ήταν απλές κουρτίνες. Τις είχε φτιάξει η ίδια, ώρες ατέλειωτες στα χέρια της, βελονιά τη βελονιά, τότε που είχε υπομονή και τα χέρια της δεν έτρεμαν. Τότε που οι μέρες ΄ήταν διαφορετικές. Τότε που όλα γίνονταν πιο αργά, πιο απλά, πιο ήρεμα. Χωρίς πίεση, χωρίς ρολόγια και προθεσμίες. Οι κουρτίνες της κρέμονταν σαν ανάλαφρα σύννεφα μπροστά στα παράθυρα. Ήταν σχεδόν διάφανες. Άφηναν το φως να μπει αλλά κρατούσαν για τον εαυτό τους τη σιωπή και τη λαχτάρα της. Εκεί στεκόταν κάθε τόσο, τραβούσε λίγο τη μία και μετά λίγο την άλλη, με τα λεπτά της δάχτυλα, εκείνα που πια κουράζονται γρήγορα, και κοίταζε έξω. Ο δρόμος ήταν ήσυχος. Που και που περνούσε ένα αυτοκίνητο και έσπαγε για λίγο την ησυχία. Τίποτα ακόμα. Αλλά ήξερε ότι θα έρθουν. Της ...