Ελλήνων πόροι
Ελλήνων
πόροι [Θαλασσινό καρναβάλι 2019 (Μέρη
7)]
Μέρος 1ο: Της Τροίας…
τρία τα τινά
Λεγάτωρ
(αφηγητής): Μετά από
χρόνους πολλούς ως δέκα ίσως κάτι, με πόλεμους, αμάχες, πόνο κι άμετρους
σκοτωμούς, η Τροία έστεκε ορθή κι οι Δαναοί, οι Έλληνες (που κίνησαν απ’ την Αυλίδα πέρα με Αγαμέμνων για αρχηγό και δίπλα του τον Αχιλλέα, Οδυσσέα, Αίαντα, Μενέλαο, Νέστωρα,
Διομήδη, Νεοπτόλεμο, Ιδομενέα, Ελεφήνορα της Εύβοιας βασιλέα, Τεύκρο,
Επειό κι άλλους πολλούς ανδρείους, που η Αθηνά παράστεκε κι ο Ποσειδών
αντάμα τους στις θάλασσες ως και στο στήσιμο τείχους ξύλινου σιμά στο ακρογιάλι,
κι ο Ήφαιστος των τεχνουργών ο νους και χέρι δίπλα τους), λυγούσαν
τώρα και σκέφτονταν – δίχως Ελένες,
θησαυρούς, τις Ελλησπόντου πύλες δικές του, που ’ναι Βοσπόρου οι εμπατές –
πώς πίσω να γυρίσουν!...
Από την
άλλη οι Τρώες (που φορές πολλές τον Δία είχαν παραστάτη κι τον Απόλλωνα και τον
Ερμή, την Αφροδίτη μακρύ, δικό τους χέρι), θάρρος έλαβαν πολύ σαν με την αυγή
είδαν το ξύλινο των Αχαιών το τείχος φλογισμένο κι οι Δαναοί άφαντοι,
φευγάτοι στο Αιγαίο!...
Κι από κοντά έκπληξη νέα. Στην καστρόπορτα σιμά ένας μεγάλος ίππος
ξύλινος το κάστρο τους το χαιρετά και προς τους Τρώες λέει: «Αφιερωμένο στην Αθηνά
από τους Αχαιούς, τους Έλληνες, για την επιστροφή τους στην πατρίδα.»
Μα πού να ξέραν οι καστρινοί πως τέχνασμα ήταν τούτο και πως – άθελά του – ο Ίππος…
δόλι-ος θα ήτο!... Γιατί, βλέπεις, της
Τροίας… τρία τα τινά που θα της φέρουν τα παντοτινά δεινά: η παλικαριά των
Αχαιών, ο νους του Οδυσσέως κι ο Ίππος μας ο Δούρειος,
που μες στην κοιλιά του για ‘‘τροφή’’ αμίλητους ‘‘γευότανε’’ πολεμιστές
ανδρείους.
Κι όταν σιμά όλο χαρά οι Τρώες τον σύρανε στην πόλη τους την
πολύτειχη κι αφήσαν τον Διόνυσο να τους κερνά κρασί, οι Δαναοί με κεφαλή τον
Οδυσσεύ μέσα από την κρύπτη χίμηξαν με το σπαθί στο χέρι, τους πήραν στο
κοντό και στο λεπτό σα τα θεριά Τρώες κι Έλληνες παλεύανε σώμα με σώμα!...
Ο Οδυσσεύ να ιαχεί: «Ίτε, παίδες Ελλήνων, Ίτε!»
Και η φωνή των Πανελλήνων αντίφωνο να ηχεί, να σχίζει τους αιθέρες:
«Ίτεεεεεεεεεε! Ίτεεεεεεεεεε! Ίτεεεεεε! Ίτεεε!...»
Κι από κοντά: λεηλασίες, αρπαγές, γόοι, ουρλιαχτά, κλαγγές, μορτός κατάτρωγαν
την πόλη και κατά την ώρα που η Νυξ φορούσε μέλανα νυχτικιά, η Τροία, το Ίλιον διαμιάς!... Διαμιάς!...
Διαμιάς, λαμπάς στους ουρανούς υψώθη κι ένα της ιστορίας και των ποιητών εις
τους αιώνες φέγγος, που ζει και δεν νυχτώνει!...
«Ίτε, παίδες Ελλήνων,
Ίτεεεεε!»
Μέρος 2ο: Εν όνειρο,
ΟΝΕΙΡΟ!…
Λεγάτωρ (αφηγητής): Αποκαμωμένος από τον πολυετή αγώνα για την κατάκτηση της Τροίας και
κύρια για το τελευταίο επίπονο και πολυαίματο εγχείρημα της πτώσης του κάστρου
του Ιλίου, που χάριν της δικής του πανουργίας έγινε κατορθωτό, τώρα βρίσκεται
ξαπλωμένος και αναπαυόμενος επάνω στης νίκης του τα δαφνοστέφανα.
Τούτες
τις ώρες της ανάπαυσης ο Μορφέας
γλυκά τόνε κοιμίζει και ο θεός της νύχτας
Ύπνος τού μαλάσει τις βαλαντωμένες από τον κάματο της μάχης σάρκες κι
όνειρα του φέρνουν από των Ηρώων τους πολύ παλαιούς καιρούς. Κι από κοντά, η Ίρις η εφτάχρωμη κόρη-θεά ως τόξο φωτός από τον Όλυμπο σταλμένη, φτερωτή τώρα φθάνει και στον Οδυσσέα πιάνει
πολλά να του γνωρίσει ή άλλα που από καιρό στον νου του ήταν λησμονημένα,
τώρα μες στ’ όνειρό του κινάει ωραία να ξυπνήσει. Κι ο Οδυσσεύς εικόνες τα βλέπει
ολόφωτες, τα φέρνει ομπρός του, τα ζει… Τα ζει…
Τα ζει…
Ναι… Ω! να, πατέρας του, ο Λαέρτης, νέος
πριν χρόνους πολλούς, ευθυτενής και της Ιθάκης βασιλέας!... Ναι… ο Λαέρτης… Κι
ένα πλοίο… Ένα πλοίο, αλλιώτικο από των Αχαιών στην Τροία!... Κι εντός του… Ω,
εντός του…
Ξάφνου,
ο Οδυσσέας τινάζεται ορθός και παίρνει του ονείρου του να διαλαλεί σκηνές.
Οδυσσέας: (Η κάμερα θα πέφτει μια στον Οδυσσέα, και μια στους άλλους
τρεις.) Ω, θεοί, τι όνειρο κι αυτό!... Ο
πατέρας μου, ο Λαέρτης, πριν χρόνους
πολλούς νέος τότε βασιλέας και σ’ ένα πλοίο (που η πλώρη του ανθρώπινη έβγαζε
μιλιά κι Αργώ είχε τ’ όνομά του) να είναι κωπηλάτης…
Και τώρα
μες στ’ όνειρό μου γέροντας να μου ιστορεί πως κάποτε ήτανε ο Πελίας της Ιωλκού ο βασιλιάς, που τον
θρόνο είχ’ αρπάξει από τον αδερφό του, τον Αίσωνα, κι αυτός φοβισμένος, τον
μικρό του γιο Ιάσωνα, για να τον σώσει από τον σκληρό Πελία, τον έστειλε στο
Πήλιο, στη χώρα των Κενταύρων.
Οι Κένταυροι – μισοί άνθρωποι, μισοί
ίπποι, άλογα – σοφοί ήταν πολύ, μα πιο σοφός απ’ όλους τους ήταν ο Χείρων Κένταυρος.
Ε,
λοιπόν, ως μου’ πε ο πρόγονός μου, τον
Ιάσωνα ο πατέρας του τον έστειλε στον Χείρωνα
να μάθει πράγματα σοφά, ο νους του πολύ να φωτιστεί και μ’ ήθος και με
αρετή στην κοινωνία να ζήσει.
Εκεί,
έμεινε μέχρι να μεγαλώσει. Και πολύ πρόσεχε τον δάσκαλό του και πολλά έμαθε
κοντά του, ώσπου μετά από καιρό, παλικαρόπουλο πια, πήρε την αρματωσιά του και
κίνησε για την επιστροφή στην ξακουστή
της Μαγνησίας πόλη, που ’χε καράβια βιος και δύναμη μεγάλη.
Στο
διάβα του όμως, να ’σου ένα ποτάμι με ορμητικά νερά και μια γριά, που ήθελε αντίπερα να πάει, μα δεν ήτανε η φτωχή, ως
έδειχνε γριά, αλλά η Ήρα η θεά, που ήθελε την καλοσύνη των ανθρώπων να
δοκιμάσει και έπειτα στη ζήση τους πάντοτε να συντρέχει.
«Γιαγιά, της λέει ο Ιάσωνας, ανέβα μου
στην πλάτη και σε περνώ απέναντι.»
Κι έτσι
στη ράχη του την παίρνει, διαβαίνουν τα νερά, μα χάνει το σανδάλι του και για
τη γειτονική Ιωλκό μ’ ένα σανδάλι φεύγει και στον Πελία (που
διέδιδε πως παιδί είναι του Ποσειδώνα) σαν έρχεται, αυτός πολύ τρομάζει, γιατί
παλιός έλεγε χρησμός πως από μονοσάνδαλο
αυτός τον θρόνο θε να χάσει!...
Όταν σε λίγο ο μακρυμάλλης νέος με
τη λερή προβιά, τ’ ακόντια στα χέρια και το μονό σανδάλι στάθηκε μπρος στον
θείο του, τον σφετεριστή του πατρικού του θρόνου και του ’πε ποίος είναι και τι
ζητάει πίσω, αυτός σκιάχτηκε, μα έκανε πως τον νιώθει και του υποσχέθηκε τον
θρόνο θα του δώσει, φτάνει πρώτα να φτιάξει καλό καράβι, να φύγει για την
Κολχίδα, πίσω το Χρυσόμαλλο το Δέρας να
του φέρει, που το ’χουν ξένα, του είπε, χέρια και Δράκοντας ακοίμητος χρόνους
πολλούς φυλάει!...
Πελίας:
«Ιάσων, του λέει ορθά κοφτά, ο θρόνος του πατέρα σου για να γενεί δικός σου, θα
πρέπει στην Κολχίδα να βρεθείς, το
Χρυσόμαλλο το Δέρας να μου φέρεις και… (Μασώντας
του τα λόγια.) Ύστερα… τον…
παίρνεις.»
Ιάσων: «Θα το υποστώ. Θα τρέξω όπου γης,
φτάνει το δίκιο μου να βρω», αγέρωχα ο βασιλόπαις λέγει και φεύγει να στείλει
κήρυκες στα ελληνικά μας κράτη, να ’ρθούν ανδρείοι, διαλεχτοί για το μακρύ
ταξίδι και πλοίο καλόπλωρο να του
στήσει ο γιος του Φρίξου ο φημισμένος
Άργος από τις Θεσπιές.
***********
Οδυσσέας: Κι ανάμεσό τους συ, πατέρα
μου Λαέρτη βασιλέα, που
ζεις!... Που ζεις και πολεμάς εις όλους
τους αιώνες!…
Ναι,
πατέρα μου, σε βλέπω νιο και χάλκινο, κουπί δρυός σε τούτο το σκαρί μαζί με
τους 50 διαλεχτούς ακάματα και ρυθμικά να χεροπιάνεις κι όλοι μαζί – στο ίδιο
Εύριπος πορθμός – του Ελλησπόντου το στενό γοργόκουποι να πλέετε, κι η Τροία να
σας χαιρετά, να γνέφει κατευόδιο, γιατί ’ταν Πελασγοί κι αυτοί σαν των Ελλήνων
τη θεϊκή γενιά!...
Ω, Ίρις θεϊκή, των Ολυμπίων ταχυφτέρουγη
κυρά και κόμισσα των εντολών του Δία, τι όνειρο και τούτο που ’πες στον νου να
πλέει τώρα η Αργώ μες στης
ψυχής τα πέλαγα, χίλια στοιχειά να σβει!...
Κι εντός της, αχ εντός της, ο πατέρας μου ο
Ιθακήσιος βασιλεύς Λαέρτης! Νιος, νιος και Άρηος με την Αργώ να σχίζει τα νερά,
εκεί όπ’ έπεσε απ’ του κριαριού τη ράχη η βασιλοπούλα Έλλη και χάθηκε μες στου Βοσπόρου
να νερά, στης θάλασσα τον λικνιστό πόρο-πέρασμα απ’ του Αιγαίου τη
νησιοθαλασσιά στον Εύξεινο με τα θεριά τα κύματα.
***********
Τα είδα, τα
είδα όλ’ αυτά στο όνειρο όπως και είχαν γίνει!... Και τα ’πα σε πολλούς, τα πήρανε κι οι ποιητές, τα κάνανε τροφή για τα
παιδιά, μύθο κι ωραίο λόγο κι ένας
καλλιλογάς Λεγάτορας σε σας σιμά θα ιστορήσει.
(Γονατιστός ο Οδυσσέας σαν να προσεύχεται και προσκυνά.) Ω Λαέρτη, ω πατέρα μου της
Ιθάκης λαμπρέ βασιλέα. Πιστός στις αρχές και τους λόγους σου για το καλό της
πατρίδας, για την αμάραντη τη δόξα των Ελλήνων δέκα πολεμούσα χρόνους και τώρα
να, της Τροίας το κάστρο το απόρθητο ήρθε στων Αχαιών τα χέρια και ο
Ελλήσποντος πάλι ελληνικό κανάλι ανοιχτό για του Ευξείνου Πόντου τα νερά πόρος καλός
και πέρασμα προς: τις πηγές του σίτου, του χρυσού, τα αγαθά που ’ναι λειψά στη
γη των Πανελλήνων…
Μέρος 3ο: Η σύναξη και
η οδός της Δόξης
Λεγάτωρ (αφηγητής): (Ανεβαίνει σε βάθρο αψηλό και στην
κοσμοπλημμύρα λέει.) Ο Ιάσων κάλεσε να ’ρθούν ανδρείοι,
διαλεχτοί για το μακρύ ταξίδι και πλοίο καλόπλωρο
να του στήσει ο γιος του Φρίξου ο φημισμένος Άργος από τις Θεσπιές.
Γρήγορα
τούτα γίνηκαν κι η Αργώ υψώθη μ’ ένα πανί στα ξάρτια και στους σκαρμούς κουπιά
από οξιά για τα πελάγη πέρα, του Αιγαία τις θάλασσες, τους κόλπους και τα θεριά
της φύσης.
Είναι
σκαρί αλλιώτικο από των Αχαιών τα πλοία. Πενήντα έχει τα κουπιά, στην πλώρη του
ξύλο Δρυός της Θεϊκής απ’ της Δωδώνης το Ιερό Μαντείο, που δίνει χρησμούς στους
Έλληνες, τους δείχνει τα μελλούμενα!...
Και τώρα
να. Μες στο σκαρί άνδρες πενήντα διαλεχτοί: ο Ηρακλής ο Ήρως των Ηρώων κι ο σύντροφός του Ύλας, ο αστρονόμος
Παλαμήδης από της Κάρυστος τα μέρη, κι – ο άλλος Ευβοεύς – ο Κάνθος απ’ την Κήρινθο ο γόνος του
Κανήθου, ο γιος του Φρίξου και πρώτος των πρώτων ναυπηγός ο Άργος Θεσπιεύς που
για τιμή του το σκαρί Αργώ
ονοματίσαν, οι Διόσκουροι Κάστωρ και Πολυδεύκης, ο παρατηρητής Λυγκέας, ο
μάντης Αμφιάραος, ο Αυγείας της Ηλείας, ο Λαέρτης
της Ιθάκης βασιλιάς, ο Φαληρεύς εξ
Αθηνών, ο μαγευτής των ζώων, των δέντρων και των στοιχειών Ορφέας μουσικός, ο Καινέας των Λαπήθων, ο εκ Πύλου υιός του
Ποσειδώνα Μελαμπός, η παρθένος κόρη και κυνηγός των άγριων θηρίων Αταλάντη, άλλοι σαράντα τόσοι νιοι.
Τώρα!... Ω, τώρα αρχόντισσα η Αργώ μας τον Βόσπορο τον
χαιρετά και πλέει για την Κολχίδα,
του Αιήτη βασιλιά την ποθητή τη χώρα, όπου ο Φροίξος μετά της Έλλης τον χαμό,
τη χρυσόμαλλη του κριαριού προβιά δώρησε κι ο Άρης τη τηρούσε ο θεός!...
Μα, ωχ, να!... Εμπόδιο μέγα ορθώνεται στην
άκρη του Βοσπόρου. Πέτρες ορθές και
αψηλές, δαγκάνα και λαβίδα! Ω!.. Ω, υψώνονται ορθές, τρυπούνε τα ουράνια!
Και στο λεπτό σκύβουν, λυγούν, πλαγιάζουν και πάνω στον θρασύ να τις διαβεί, χιμούνε
με ορμή και τον χτυπούν αλύπητα σαν της Αργούς μας το κουπί στη ράχη του
πελάγου!… Κι αλίμονο στ’ ανόητο ή θαρρετό πλεούμενο που βάλθη να
περάσει!...
***********
Ταχύ κι αψύ
ετούτο το σκαρί με μπράτσα στιβαρά, που λιώνουνε τα σίδερα και βράχια
θρυμματίζουν, μα ομπρός του ορθώνονται βράχοι σουβλεροί σαν καρχαρία στόμα. Να
τους διαβούν, παράτολμο, μα ξέρουν τον χρησμό, δοσμένον απ’ τον Φινέα, που γλίτωσαν από τις γυναίκες Άρπυιες με τα φτερά τ’ ανίκητα, που
βάσανους του έκαμαν με εντολές θεών, γιατ’ είχε κρίματα πολλά κι εκείνες του
’κλεβαν το φαγητό, με λέσο το βρομούσαν. Κι ο δόλιος φύραινε, πεινούσε,
ξεψυχούσε!... Μα ο πλοίαρχος τον πόνεσε κι έβαλε παλικάρια του με φτέρουγες στα
μπράτσα, τον Ζήτη, τον Καλάη, τα τέκνα του Βορέα, το δράμα του να λύσουν. Κι
αυτοί πήραν στο πέταγμα τα αρπακτικά ορνίθια, τα τρέξανε στους ουρανούς, στου
Ήλιου τα πελάγη! Τα τρέξαν και τα κούρασαν, τ’ αρπάξαν και τα δέσαν και ο
Φινέας βρήκε φαΐ και ίαση καλή!...
Τώρα, που ο
Ιάσωνας και οι φτερωτοί σώσανε τον Φινέα,
της Θράκης τον άλλοτε ένθρονο βασιλέα, ετούτος μάντης και όμηρος, τυφλός στο
όμμα, χρησμό τους δίνει κι οδηγό φυγής απ’ τα κρουστά τα βράχια:
[Φινέας:] «Ιάσωνα, για το καλό που μου ’κανες, γέρος
πολύσκεφτος κι αόμματος μαζί από χέρι Ποσειδώνα
για κρίματα που έχω, σου λέγω τούτο το σοφό, που άλλος δεν το ξεύρει: Τις
Συμπληγάδες θα διαβείς σαν πρώτα περιστερά
αφήσεις τις Πέτρες τούτες να διασχίσει. Αν το πουλί γοργόφτερο το κλείσιμο
αποφύγει, έτσι και συ γοργόκουπος τις Πέτρες θα περάσεις πριν κλείσουνε
βροντερά και σπάσουν το καράβι.»
Και να, σε
λίγο η Αργώ με την Ήρα τη θεά στο ξάρτι αψηλά, τον Ιάσωνα μπροστά και στο κουπί πενήντα
παλικάρια με χάλκινα κορμιά, σιμώνει στις Συμπληγάδες
Πέτρες, στέκει, περιστερά ο κυβερνήτης αμολά κι ανιμένει να φύγει, εάν
μπορέσει, πέρα στον βοριά και τότε πίσω της το πλοίο να σπεύσει των Ελλήνων.
Όλοι κρατούνε το κουπί και σβήνουν την ανάσα, να φύγει πέρα το πουλί και το
σκαρί με των ανθρώπων τη λαλιά και με την πλώρη για μακριά να πλεύσει!...
Κι ω,
να!... Ω, να! Το περιστέρι χιμά κι
αφήνει πίσω στα στενά ένα φτερό απ’ την ουρά και των Ελλήνων τη χαρά, που τώρα
‘‘Εο ε!... Εο ε!... Εο εο εεεε!’’ τραβούνε με λύσσα το κουπί στις
Συμπληγάδες μέσα και ο Ιάσων στην πλώρη, στο δοιάκι, στην ψυχή βοάει όλων:
Ιάσων: Πιο δυνατά! Πιο δυναταααά! Τον προσπερνούμε τον
πόρο, το στενό, στον Πόντο φτάνουμε σιμά και σαν καλός στους ξένους θα δειχτεί,
Εύξεινο θα τον καλούμε!
Τραβάτε
μια, τραβάτε δυο
οι Συμπληγάδες γίναν στενό
σαν του
Ευρίπου τον πορθμό
Εο, εο ο!
σκίζουμε τ’ αδάμαστο στενό
ο Εύξεινος
θα μας δεχτεί
και το
Χρυσόμαλλο το Δέρας στα χέρια μας θα ’ρθει!
Εο, εο ο!
πλήρωμα είμαστε τρανό
οι Συμπληγάδες την πρύμνα λίγο ακουμπούν
κι ω να!...
Ω, ναααα!... Κοκκάλωσαν, ακίνητες κοφτές
οι βρόντοι
πάνε κι οι κραυγές, οι στοίβες τα ναυάγια
για τους
τολμώντες διαβατάρικο γενήκανε στενό
ίδιο του
Βρίπου πέρασμα και πόρος και πορθμός!
***********
Λεγάτωρ (αφηγητής): Τώρα, με λύσσα τα μαυροθαλασσίτικα
σχίζουνε νερά και σαν ανοίγονται μακριά απ’ τις πετρωμένες πύλες, μια πίσω τους
κοιτούνε το στενό, το χαιρετούν, το χαιρετούν και γι’ άλλους Ηρώων τόπους-θαύμα
φεύγουνε οι Αργοναύτες οι τρανοί, των Πανελλήνων η καρδιά, τα άθλα των αιώνων!
Μέρος 4ο: Αιγές και
βράχοι αψείς
Λεγάτωρ
(αφηγητής): Μα ο Ποσειδών, ο τριαινήτης κυρίαρχος των θαλασσών, εύκολα με αίνους τους ναύτες
της Αργούς ν’ αφήσει δε νογάει. Τους θέλει πάντ’ αψείς, ακάματους και τολμηρούς
σαν Ηρακλείδες, Δίες!...
Κι ομπρός
τους πάλι τα στοιχειά, στόματα ανοίγουν πέλαγα και δόντια σαν του Δράκου! Το
πλοίο χιμούν να καταπιούν, στα σκότη να το ρίξουν!... Ανοίγουν στόματα-θεριά, π’ αγγίζουνε τα
μολυβένια νέφη!... Τινάζουν
στόματα-θεριά, δαγκάνες του πελάγου!... Το ένα υψώνεται ομπρός, το άλλο απ’ την
πρύμνα!
Παλεύουν οι
Πανέλληνες, πασχίζουν, ιαχούν με ‘‘Αλαλαλα και μ’ Ίτε Ελλήνων παίδες’’, τα
κύματα και τις αιγές, τους βράχους, τα στοιχειά να κάμψουν, να
λυγίσουν!...
Πρώτος ο
Ιάσων φωνάζει τον σκοπό κι οι κωπηλάτες ομόρρυθμα αντιλαλούν και σχίζουν τους
αιθέρες!
Ιάσων: Αλαλαλαααα!...
Κωπηλάτες: (Βροντερά. Ως
αντίφωνο στον λόγο του Ηγέτη.) Αλαλαλαα ααααααα!...
Ιάσων:
Ίτε Ελλήνων παίδες! Ίτεεεε!...
Κωπηλάτες: (Βροντερά. Ως
αντίφωνο.) Ίτε Ελλήνων παίδες!
Ίιιιτεεεε!...
Λεγάτωρ
(αφηγητής): Όλ’
αλαλάζουν και τραβούν, του φεύγουν, το ζαλίζουν!
Μα στη
στιγμή, άλλα θεριά από κοντά χιμούν για να τους χάψουν!... Μοιάζουν με τα
βραχόστοιχεια, που στέκανε άκρα Βοσπόρου, βοούσαν και βρυχιούνταν!...
Ετούτα είναι δυο και θηλυκά, γειτόνισσες,
που μια ψυχή κρατούνε!...
Η μια, που Σκύλλα τ’ όνομά της, με δώδεκα ποδάρες
στραβές και αποκρουστικές, γαμψές κι αλλόκοτες σαν ελεφάντου πόδες. Κι από
κοντά μ’ έξι λαιμούς απέραντους, με τρία σαγόνια δράκοντα ο κάθε τους ένας, που
βιος δηλ’τήριο χύνουνε και θανατώνουν στη στιγμή φάλαινες και θηρία! Το πονηρό
και μοχθηρό του Ποσειδών θεριό μέσα σε σπήλιο-βάραθρο καρτερεί κήτη να χάψει,
φάλαινες, ανθρώπους σε σχεδίες!
Η άλλη, η Χάρυβδη η έναντι της Σκύλλας, πάνω σε σκόπελο έχει θρονί και
μια συκιά για ίσκιο. Τρις τη μέρα ξέρναγε μαύρο σαν Στύγας το νερό και τρις το
ερουφούσε! Κι αλλοίμονό σου σαν τύχαινες στο ρούφηγμά της να βρεθείς!... Βορά
γινόσουν του θεριού, τροφή και δύναμή του, να κάμει και άλλο ενά κακό, ο πόνος
να απλώσει, η συμφορά να βρει λιβάδι θάλασσας, να θάλλει και ν’
απλώνει!...
Μα τα
παιδιά έχουν καρδιά, σκιές και τέρατα, Σκύλες και Χάρυβδες αψηφούν, δε σκύβουν,
δε λυγάνε! Την Ήρα έχουν άνασσα,
αφέντρα και προστάτιδα, κουπιά
πεντήκοντα, Ιάσων τους για καπετάν,
για ιατρό, για νου και για πνοή. Και από κοντά άλλην θεά, π’ ακόντιο κρατεί και
τη σοφία πέμπει ψηλά απ’ τους Ολύμπους σ’ ανθρώπους με ανδρεία!... ‘‘Αθηνά’’ τηνέ καλούν, ανίκητη, νέα και
όμορφη οι Έλληνες τη θέλουνε, σεμνά την προσκυνούν.
Ο Ιάσων διαλεχτά έχει παλικάρια! Ελίσσονται,
κωπηλατούν, τόξα τα μάτια τους φωτός ως βέλη ακοντίζουν και φεύγουν, φεύγουν,
προχωρούν, τη Μαύρη Θάλασσα λευκή θωρούν, τον Εύξεινο δαμάζουν!... Πορεύονται
ακάθεκτοι, ναυσικλετείς, τους ύφαλους τούς προσπερνούν, την πείνα τη νηστεύουν,
τα κύματα τα αψηλά του Αλωνάρη φλοίσβους τα νοούν και τις ριπές απ’ άγριες του
Πόντου βάρβαρες φυλές σαν καλαμιές των σιτηρών λογίζουν, ως τότε που ’τανε
παιδιά και είχαν παιχνίδι, τον πόλεμο να διδαχτούν, στη μάχη χρόνους μετά ως νιοι να εφαρμόσουν και νίκης
να φορέσουνε στεφάνους !
Ομπρός,
ομπρός τραβούν τα παλικάρια της Αργούς, το κουπί σχίζει τις θάλασσες με σθένος
ίδιο Ηρακλή! Ομπρός τραβούν, σιμώνουνε στου Αιήτη τη χρυσοφόρα σκήτη, τη χώρα
της Κολχίδας!
Μέρος 5ο: Μπρος στης
Κολχίδας τα τρομερά στοιχειά
Λεγάτωρ
(αφηγητής): Η Αργώ γοργόφτερη χαιρέτησε τον Λύκο βασιλέα στη γη της
Μικρασίας. Καλόδεχτοι σαν Έλληνες σαν αδελφοί στη χώρα του βασιλέα Λύκου ο
Ιάσωνας και οι πενήντα νέοι. Τους τάισε, τους πότισε, τους έδωσε και συμβουλές
για το ταξίδι στη χώρα του Αιήτη. Σαν φτάσουν εκεί, τους μήνυσε, να πάρουν τα
νερά του Φάση ποταμού για να ’βρουν την Κολχίδα.
Και τούτο
τώρα κάνουνε και βρίσκουν τον Αιήτη. Αφού του λένε, ποιοι είναι και τι ζητούνε
στα μέρη της Κολχίδας και πως προς τούτο ο
Πελίας τους έπεμψε, κι η Ήρα τού
Δία η σύζυγος με ζέση τους συντρέχει, ο ντόπιος βασιλιάς τιμά τους
ανδρειωμένους και τους υπόσχεται δικό τους να γενεί το δέρμα με το χρυσό μαλλί, σαν
άθλους κάνει τ’ ωραίο βασιλόπουλο με
του Ερμή την όψη.
Τούτο, τους
λέγει πως από χρόνους παλαιούς σ’ ένα δεντρί ίδιο στοιχειό κρέμεται και στον
κορμό του – ως εις κισσός περίπλεχτος – Δράκος
ανίκητος και τρομερός ακοίμητα φυλάγει!...
Πρώτον, λέγει στο βασιλόπουλο, θα πρέπει όργωμα να κάνει,
μόνος του ζεύοντας δυο βόδια αδάμαστα, με φλογοβόλους ρούθουνες, που καίνε και πελάγη, και ’χουν οπλές από χαλκό, θανατερές γι’ ανθρώπους και ελέφαντες, για τα θηρία όλα.
Και σαν τα
ζέψει ο Ιάσωνας, τότε και πάλι μόνος
του να σπείρει κάμπους και αγρούς μ’ οδόντες
από δράκοντα, που ο Κάδμος δεν επρόφτασε στη Θήβα να φυτεύσει.
Ιάσων: Αιήτη, σύμφωνοι! Το λέει η καρδιά μου, ο νους μου
βρίσκει ατραπούς, που φέρνουνε τη νίκη.
[Εάν υπάρχει άτομο να δράσει ως Αιήτης, τότε η αφήγηση
μπορεί να αλλάξει και να μετατραπεί σε διάλογο. Ο ένας θα στέκεται στην πλώρη,
στο καράβι κι ο άλλος σε σκόπελο ή στην προβλήτα, στο λιμάνι.]
Λεγάτωρ
(αφηγητής): Και ως τα είπε ο άρχων της Κολχίδας, έτσι όλα στο διάβα του τα βρήκε ο
Ιάσων. Δύσκολο κι ακατόρθωτο από ανθρώπου χέρι τέτοια να δαμαστούν στοιχειά, το
Δέρας το Χρυσόμαλλο δικό του να το λάβει.
**********
Τα είδα όλα τούτα εδώ που ιστορώ ο Λεγάτορας εγώ, από τον Όλυμπο
σταλμένος και πα σε νεφέλη σμαραγδί καλά κρυμμένος, τα τήραγα από ψηλά,
τα έγραφα και τώρα εν εν τα λέγω...
Η Ήρα, που λέτε, τ’ Ολύμπου η αρχόντισσα κυρά, το θάμα της το έκανε για
χάρη του Ιάσων. Πιάνει την άλληνε θεά, που πλέκει τους ερώτες, και της ζητά τη
χάρη, φλόγα να ρίξει έρωτα μες στην καρδιά της Μήδειας, της κόρης Αιήτη
και μάγισσας γνωστής στα πέρατα της κτίσης. Κι η Αφροδίτη το ’πραξε, με
έρωτα την έδεσε με τον ωραίο ξένο.
[Διάλογος,
μπορεί να αναπτυχτεί, εφ’ όσον υπάρξει Μήδεια.]
Μήδεια: Ιάσωνα,
σε αγαπώ κι εγώ θα σε συντρέξω να κάνεις τους άθλους, που ο πατέρας μου ζητά,
σαν δείξεις, βέβαια, πως μ’ αγαπάς και φύγουμε μαζί για πέρα στην Ελλάδα.
Ιάσων: Μήδεια, ορκίζομαι γυναίκα μου να γίνεις, βασίλισσα
με το καλό στο κράτος, που θα κυβερνώ.
Λεγάτωρ
(αφηγητής): Τον αγκαλιάζει, τον φιλά, τον ορμηνεύει πώς νικητής με τα στοιχειά
ετούτος να δειχθεί και ας πολύ κοπιάσει.
Μήδεια: Ιάσωνα,
σε αγαπώ, για σένα μόνο πλέον ζω και άκου τι θα πράξεις: Πάρε το φίλτρο-βάλσαμο,
άλειψε ασπίδα και κορμί πριν φύγεις για τους ταύρους. Θα σε κρατάει άτρωτο από
τις φλόγες των βοδιών και των μετάλλων τις χτυπιές για μία μόνο μέρα. Σ’ αυτή
τη μέρα να κάνεις ό,τι σου ζήτησε ο άρχων της Κολχίδας. Τον νου σου, Ιάσων. Τα
δόντια από τον Δράκοντα σαν
φυτευτούν, βλασταίνουν και ορθώνονται γίγαντες
πολεμιστές, που εξαφανίζουν στρατιές και καταλούνε κάστρα, μα έχουν το
ελάττωμα σαν πέτρα πέσει ανάμεσό τους, να αλληλοσφάζονται
ποιος να την αποκτήσει. Ρίξε τους μια πετριά από μακριά κι ας τους να
σφαγούν ο ένας απ’ τον άλλον!... Η Νίκη η φτερωτή εσέ θα στεφανώσει.
****************************
Άλλη
εκδοχή [Από τα παρένθετα]:
Ο Ιάσων, τα βόδια, η
οδοντοσπορά, ο Δράκων, το Δέρας και η του Ορφέως λύρα
Λεγάτωρ (αφηγητής): Ο Ιάσων, με πολέμου
αρματωσιά και μ’ αλοιφές της ατρωσιάς ντυμένος, στα βόδια σπεύδει (τα
ανυπόταχτα, που πυρπολούν τα σύμπαντα και σπάζουν και λιθάρια), να τ’ αρπάξει
απ’ τα κέρατα ποθεί και στον ζυγό να μπήξει.
Τούτα, φρουμάζουν,
μουκανούν, ξερνούν φλόγες, καπνούς, καίνε θνητούς, δενδρά και ποταμούς, χτυπούνε
κάτω τις οπλές, τα βράχια θρυμματίζουν!... Πάταγος μέγας και φρούμασμα, ρέκασμα!...
Πνίγεται η ζωή κι οι ουρανοί τρομάζουν!...
‘‘Γκουπ, γκουπ, γκουπ,
γκουπ, μουουουου… Φσουουου, μουουουου, γκουπ γκουπ, γκουπ γκουπ,
μουουουου… Γκουπ γκουπ, γκουπ γκουπ, μουουουου… Φσουουουου,
Φσουουου ουουου…’’, με λύσσα τα βόδια ολοκοιτούν τον άτρομο να φρίξουν!...
Φλέγετ’ ο ουρανός κι η γης σειέται, τρέμει ο Φάσης ποταμός και ο Αιήτης χαίρει!....
‘‘Γκουπ, γκουπ, γκουπ,
γκουπ, μουουουου… Φσουουου, μουουουου, γκουπ γκουπ, γκουπ γκουπ,
μουουουου… Γκουπ γκουπ, γκουπ γκουπ, μουουουου… Φσουουουου,
Φσουουου ουουου…’’, τον τόπο δονούνε οι ταύροι, τα στοιχειά!...
Ο Ιάσων με πείσμα πολεμά, οι
φλόγες, οι οπλές, το φρούμασμα και τα μουγκανητά δεν τον πτοούν, διόλου δεν τον
σκιάζουν! Έχει τα φίλτρα στο κορμί, μια πανοπλία θάμα!... Τι κι αν οι ταύροι
απειλούν με ‘‘Γκουπ, γκουπ, γκουπ, γκουπ, μουουουου… Φσουουου, μουουουου, γκουπ
γκουπ, γκουπ γκουπ, μουουουου…
Γκουπ γκουπ, γκουπ γκουπ,
μουουουου… Φσουουουου, Φσουουου ουουου…’’ ο Ιάσων – με κίνηση σαν φτέριασμα του Ερμή μες στων
νεφών τα μάκρη, ακροβασίες στην κλωστή, ταχύτητα της λάμψης – στις άγριες
χιμάει κεφαλές, τις πιάνει απ’ τα κέρατα, στον τράχηλο περνά ζυγό και – τον αγρό, τον ποταμό οργώνουνε γοργά – μ’
αυλάκια τον κτενίζουν!...
Βγάνει ο Ιάσων απ’ το σακί τα
δόντια της σποράς, στους αύλακες τα ρίχνει. Αυτά μεμιάς φυτρώνουνε και γίγαντες
υψώνονται πολεμιστές, της μάχης οι αρχόντοι!... Κρατούν χαλκά σπαθιά,
κλαγγίζουν στον αιθέρα!... Τους ξεγλιστρά ο Ιάσωνας, τραβάει για τον όχτο,
λιθάρι μέγα, πορφυρό τους ρίχνει [Ρίψη φωτεινού αντικειμένου.] ανάμεσό
τους κι η διχόνοια ας είν’ καλά, τα σκήπτρα της ορίζει!... [Αλληλοσφαγή των
οδοντόγεννων πολεμιστών.] Οι γίγαντες-πολεμιστές για λάφυρο μια πέτρα με
λύσσα αλληλοσφάζονται, λοξή ο Ιάσωνας τους ρίχνει ματιά και τρέχει πέρα στο
δενδρί το δέρμα το χρυσόμαλλο στα γρήγορα με τρόπο να τ’ αρπάξει!...
*********************
Και όσον
για τον Δράκοντα τον τρομερό
φυλάχτη, εγώ θα σε βοηθήσω η Μάγισσα με φίλτρα μαγικά να υπνωθεί και συ,
αγαπημένε μου, αρπάζεις την προβιά με
τον χρυσό και όπου φύγει φύγει. Μπαίνουμε γρήγορα στην Αργώ με επάθλα μας το Δέρας το Χρυσόμαλλο κι άλλα θησαυρίσματα πολλά,
ανοίγουμε κουπί για την Ελλάδα πέρα, να γίνεις συ ο βασιλιάς και ο Πελίας ένας
φυγάς μακριά απ’ την πατρίδα.
Άλλη
εκδοχή [Από τα παρένθετα]:
Λεγάτωρ (αφηγητής): Τώρα, ο Δράκων έχει
σειρά.
Ο Ιάσων
ξέρει άτρομος μπρος στα στοιχειά να στέκει.
Η Μήδεια, του Αιήτη η κόρη (που στέκει πέρα στην ποταμιά μαζί με τον Ορφέα, τον μουσικό και του Ιάσων ταίρι), στον λατρευτό της μάγια έχει για το στοιχειό μες στο
δισάκι χώσει, με τέχνη αυτός στα φλογοβόλα του Δράκοντα τα ακοντίζει μάτια,
παίζει και ο λιγυρός της λύρας ο σκοπός
(που ο εκλεκτός του Απόλλωνα και των Μουσών
εν υπνοφόρο στη λύρα του μέλπει ρυθμό) κι ο όφις ο ακοίμητος σε
λήθαργο βουλιάζει!...
Και… στη στιγμή… (Αφήνεται λίγος χρόνος.) Και… στη
στιγμή… Λυγάει, απ’ τον κορμό της
Ιερής Βαλανιδιάς ξεδιπλώνεται και γκουπ, με γδούπο μέγα, του Άρη ο φίλος Δράκων στη γη
σωριάζεται και των Μαγνήτων η ελπίς
αρπάζει την προβιά με τον χρυσό και
όπου φύγει φύγει!...
Τρέχει τώρα ο Ιάσωνας, γιατί η μέρα
φεύγει, κι από κοντά οι άλλοι δυο. Σάλτο κάνει στην Αργώ, στο ξάρτι απλώνει το Δέρας το Χρυσόμαλλο, αδράχνει το δοιάκι
κι οι σύντροφοί του το κουπί, που σαν Γιγάντων τις σπαθιές κόβουν τα νεροπλάτη
του Εύξεινου και για την Ιωλκό τους φουσκώνουν το πανί!
Τι κι αν ο Αιήτης πίσω τους
λυσσομανά και διάπυρα στην
πεντηκόντορο ακοντίζει βέλη, αυτή
περήφανη τραβάει κουπί και πα στον Εύξεινο ήχου αφήνει μίτο:
‘‘Εο ε!... Εο ε!... Εο εο
εεεε! Η παλικαριά έχει φτερά και η Αργώ ιστίο της τη Νίκη!
Εο ε!... Εο ε!... Εο εο
εεεε! Η παλικαριά έχει φτερά και η Αργώ ιστίο της τη Νίκη! Εο ε!... Εο
ε!... Εο
εο εεεεεεεεεεεεε!...’’
********************
Λεγάτωρ
(αφηγητής): Και όπως η
Μήδεια-μάγισσα τα σχέδιασε καλά, έτσι κι όλα γινήκαν. Βοήθησε και ο Ορφεύς ο μουσικός, που έπαιξε τη
λύρα του και το θεριό κοιμήθη!...
Μόνον που ο πατέρας της βάλθηκε το πλοίο της Αργούς μ’ όλο του το
πλήρωμα να πλήξει και να κάψει!...
Κι έριχνε φλόγες και πυρές σαν
ηφαιστείου λάβες, μα η Αργώ είχε κουπιά που σχίζαν τα πελάγη
κι έφευγε σαν σαϊτιά στης θάλασσας
τα μάκρη!...
Και πήγαν
όλα κατ’ ευχήν κι οι εκλεκτοί του Ιάσωνα αφήσαν την Κολχίδα με ιαχές και
προσευχές στου Ολύμπου τις θεές, που παραστάθηκαν σ’ αυτούς και μέρες και
νυχτιές!...
[Παριστάνονται
τα αφηγούμενα.]
Μέρος 6ο: Νόστου πόθοι
και πόροι ακανθεροί
Ι. Η απομάκρυνση της Αργούς από τη χώρα του Αιήτη, η
διέλευση μέσω των θαλασσοστοιχειών (Σκύλλας και Χάρυβδης) και η πάλη των
Αργοναυτών με τους Πειρατές
Λεγάτωρ
(αφηγητής): Ο Ιάσων, ο
θαλασσοπόρος και πρώτος εκ των Ελλήνων εξερευνητής, με τ’ ακριβό φορτίο στις
ράχες της Αργούς, τη Μήδεια μάγισσα δίπλα του και τα ‘‘Εο ε!... Εο ε!... Εο εο
εεεε!’’ τα βροντο-φωναχτά του για να τραβούνε με ορμή οι λεβέντες τα δρύινα κουπιά, άφησε γρήγορα πίσω του σκιά
τη χώρα του Αιήτη και – ταχυφτέρουγο η Αργώ πουλί – για της πατρίδας φεύγει τον
ήλιο, τη χαρά, τον νόστο στα χωριά!...
Ορθός κι
αγέρωχος ο Ιάσων στέκει στην πλώρη, σκέφτεται πολλά κι όλο θωράει ομπρός. Οι
ύφαλοι, οι σκόπελοι, τα κύματα οι αιγές, οι άρπαγες και τα στοιχειά παντού τους
καρτερούν κι η είδηση πως έρχεται η Αργώ, απλώθηκε παντού και πως τώρα
κουβαλάει πλούτια ένα σωρό!...
Κι οι πειρατές, άγρια θεριά, στους πόρους, τα
μικρά στενά, στις σκοτεινιές τούς καρτερούν, να κλέψουνε τον θησαυρό, να δέσουν
τους λεβέντες, να τους χαλάσουν όλους…
Ως ο Ιάσωνας
ετούτα συλλογιέται, ολόρθες, τρομερές η Σκύλλα
με τη Χάρυβδη ξανά το σκάφος ν’ αρπάξουνε παλεύουν, μα η Αργώ έχει στην
κύμβη τη Μήδεια μάγισσα, λεβέντες παλικάρια, στην πλώρη της στέρνο απ’ τη
Δωδώνη λαλητό, και αψηλά στην κουπαστή μεγάλο καπετάνιο!
Η πάλη είν’ ανήκουστη με τα στοιχειά του
Χάρου! Μια η Αργώ βυθίζεται στον πάτο των στομάτων, μια τους ξεφεύγει όπισθεν
κι ήτα [είτα=έπειτα] χιμάει κατά μπρος να φύγει απ’ το κακό. Κι αυτό κρατεί
καιρό κι η πάλη πάλι απ’ την αρχή,
ώστε βγάζει κραυγή υπερκόσμια της πλώρης το λάλον ξύλο, η μάγισσα η Μήδεια με υπνωτικό υγρό
ζαλίζει το δίπολο στοιχειό, οι ναύτες τραβούνε κουπί όλο ρυθμό, ξεφεύγει η Αργώ
κι όλο σιμώνει στον πόρο του Βοός, τον Βόσπορο και… στο Αιγαίο πέρα!…
Μα… Μα,
πριν σαλπάρουν μέρες τρεις, νέοι βράχοι υψώνονται στο διάβα των Ελλήνων!...
Πέτρες δεν
είν’ οι Συμπληγάδες, μα βράχοι από ανθρώπινα κορμιά που σπεύδουν το πλοίο να
χαλάσουν, να κλέψουν το φορτίο: το
Δέρας το Χρυσόμαλλο, το μέταλλο χρυσό και τον χαλκό για του πολέμου τ’ άρματα,
τον σίτο τον χρυσόσπορο μες σε ασκούς στ’ αμπάρι για της κοιλιάς τη θρέψη!...
Οι πειρατές!... Οι πειρατές!...
Έχουνε
σχέδιο, θράσος, σχεδίες και αρπάγες, πατρίδα τους τη σκοτεινιά και κρύπτη τους
βραχόνησα στης Μαύρης Θάλασσας τα μπλάβα τα νερά!...
Εκεί,
στέκουν και καρτερούν, ως ότου ο ορίζοντας να φέρει καράβι διαβατάρικο με
μέταλλο και στάρι!...
Κι, ω να,
ένα γοργόπλοο σκαρί τρέχει για τα νερά τους, κρύβονται και δεν πνοούν ως να
’μπει στο στενό και τότε!... Και τότε χιμούνε σα στοιχειά με γάντζους, κοντάρια και σπαθιά, φωτιές και
λίθους, καταπέλτες!...
Κι, ω να!... Ω, να!... Με τα ‘‘Εο ε!... Εο
ε!... Εο
εο εεεε για μόλα και για λέσα!...’’ το πλοίο μπαίνει στο στενό και τούτοι
ρίχνονται με σίδερο, φωτιά, λιθάρια, βρυχηθμούς θηρίων της στέπας, του
πελάγους!... ‘‘Ουα!... Ουα!... Ουαααααα
χιααααα!... Ουα!... Ουα!... Ουρε εεεεεεε!... Ρε ρε!... Χια χια!... Μπα μπα μπα, μπαμ μπαμ, μπουμ μπουμ!... Ου ου, ουουμ!... Αα Αα
χια χια!... Αα… Ααααααα!...’’
Γίνεται
πάλη και σεισμός, Τιτάνων αντιμάχημα, Γιγάντων μια αμάχη!...
Δεκάδες
είν’ οι άρπαγες, μυριάδες οι δαγκάνες!...
Χτυπούν!...
Χτυπούν!... Ουρλιαααάζουνε!... Και πανδαιμόνιο
κάμνουν!...
Μα των
Ελλήνων τα παιδιά δε σκύβουν, δε λυγάνε!... Παλεύουν κι αντιστέκονται και με τα
‘‘Ίτε’’ υψώνονται!...
Είν’ η Αργώ
τρανό σκαρί, με πλώρη των θεών, ναύτες αψείς, ακάματους, Ιάσων καπετάνιο και Μήδεια μάγισσα με φίλτρα φονερά για του
πελάγου τα στοιχειά!... Ξέρει, στην κρίσιμη καμπή, λόγια να στείλει μαγικά και
φλόγες από τα μάτια της σαν του Ηφαίστου τη φωτιά να χύσει, και να… κάψει!
Και τώρα,
να!.... Και τώρα, να!.... Ο Ιάσωνας κυβερνάει με μαστοριά, τα παλικάρια
στα κουπιά, οι τοξοβόλοι στου πλοίου τα πλευρά κι η Μάγισσα στις φλόγες της σαν
πυρκαγιά!... Τις πέμπει!... Τις πέμπει στους άρπαγες της σερμαγιάς, τους
στέλνει στης θάλασσας την αγκαλιά και η Αργώ τραβά κουπί κατά Βορρά, για της
Ευρώπης τη μεριά!...
‘‘Εο… Εεο
ο…’’ φωνάζουν τα παιδιά και χάνονται πέρα, στου Ίστρου τα νερά, στων ποταμών τους δρόμους για νέες περιπέτειες, για νόστο στην πατρίδα!...
Ο Ίστρος (κι αν είν’ ο ποταμός μακρύς και
αχανής, με άγνωστο το πέρας), του Ιάσωνα οι διαλεχτοί (που πήραν τον δρόμο του νερού, που κόσμους πολλούς ενώνει και θησαυρούς
αφήνει), έχουν μεγάλο οίστρο να
πορευτούν όπου οι θεοί θελήσουν, μα κάποτε – με πλούτο άφθονο στον νου και στο σκαρί – στην ποθεινή να
ελλιμενίσουνε Πατρίδα!
*******************
Άλλη
εκδοχή [Από τα παρένθετα]:
Η
Αργώ, οι Σειρήνες κι ο Ορφέας αρωγός
[Κατά
τον πλου της Αργούς στις θάλασσες της Ανατολής και Δύσης]
Λεγάτωρ (αφηγητής): Του Ιάσωνα οι εκλεχτοί, που έκαναν μέρες και καιρούς
στα πέλαγα του νόστου, στους πόρους, στα περάσματα της Ανατολής και Δύσης, όπου η Σκύλλα(κατ’ Όμηρον) με τη Χάρυβδη τ’ «αθάνατον έστεκαν κακόν», και οι γλυκόφωνες Σειρήνες
τις εμπατές φυλούσαν. Τώρα, εκεί κωπηλατούν και όλο πλησιάζουν!...
Σειρήνες καλλικέλαδες· (μισές στα πάνω άνθρωπος, γυναίκες καλλιγύναικες ίδιες σαν
Αφροδίτη, αλλά με φτέρουγες αετών, και – στο κατώμερο – άλλες κορμί πουλιού
αρπαχτικού κι άλλες του ψαριού το ουραίο σώμα), στης Μεσσήνης τη στενοποριά
τους ναύτες καρτερούνε.
Σ’ αυτήν την Ανθεμόεσσα της Σικελίας νήσο, θρόνο – και δίχτυ τους – τους μεθυστικούς τους οι Σειρήνες έχουνε σκοπούς, που λιγώνουνε
τους ναυτικούς, τους σέρνουνε σιμά τους και για τροφή τους χαίρονται τα νεανικά
κορμιά τους.
Έτσι και για την Αργώ νομίσανε, σαν
έφθασε σιμά τους, μα ο Ορφέας, ο Ορφεύς,
τη λύρα του έπιασε και μελώδησε
σκοπούς που δέσαν Ουρανό και Γης και ‘‘πνίξαν’’ τις Σειρήνες!...
Οι Αργοναύτες τα δίμορφα κοιτάξαν
πετεινά και με γοργό ρυθμό χαιρέτησαν την Καλαβρία πέρα (που χρόνους μετά Χαλκιδέων έγινε κτήση και σήμερα
αδελφωμένη πόλη) και φύγαν φτερωτοί για του Αδρία
τη θάλασσα, τα ιόνια νησιά, τη ναυσιθόη Κρήτη.
**************************
ΙΙ. Οι Αργοναύτες στη διάκριση του Τάλω
Λεγάτωρ
(αφηγητής): Κι έκαναν
μέρες και καιρούς στην Ήπειρο τη Γραία, στα πέλαγα του νόστου, στους πόρους, τα
περάσματα, της Μεσογείου τα πέλαγα, τη θάλασσα του Αδρία, του Ιονίου τα νησιά
και τη μεγάλη Κρήτη, όπου ο Μίνωας έχει βασίλειο, κι ο Τάλως, ο Γίγας ο αυτοκίνητος, άγρυπνος κι ανίκητος στέκει
πολεμιστής σε κάθε της όρος ή ακτή!
Ο Τάλως!...
Ο Τάλως ο ακοίμητος, του Μίνωα το
όπλο το ανίκητο κι ο φόβος των αρπάγων, ο Γίγας ο χάλκινος με φλέβα μία στο ως
βουνό κορμί, που ρέει υγρό ζωής
μεταλλικό απ’ το λαιμό ως στο πέλμα και του ‘‘φοράει’’ τα φτερά να τρέχει
τρις τη μέρα το νησί κι αν δει εχθρό προς την ακτή, βράχους τινάζει στο
σκαρί!... Μα αν πρόφταναν ξένοι κι άρπαγες ν’ ανέβουνε στης Κρήτης το
κορμί, πάλι φτεράκιζε ταχύς,
πυρακτωνόταν στη στιγμή και σαν πυρσός κατάκαιγε τους τολμηρούς εχθρούς!...
Τι, όμως,
κι αν του Δία ο Τάλως ήτανε παιδί κι
αθάνατος φαινόταν, ένα σημείο είχε τρωτό,
που η Μάγισσα Μήδεια καλά κατείχε, στον Ιάσωνα το μήνυσε και σαν του Μίνωα ο
φρουρός εις την Αργώ (όταν τόλμησε από τους Κρήτες Έλληνες να λάβει τροφή, νερό
κι ανάπαψη σ’ απάνεμο λιμάνι) κακό βάλθηκε αυτός να κάνει, η Μάγισσα με
θέλγητρα τον Γίγαντα καλόπιασε κι έπεισέ τον πως αυτή θα τον κάνει ίδιο θεό, να
ζει εις τους αιώνες, φτάνει…. Φτάνει… να τράβαγε εκείνο το καρφί, που στον
αστράγαλο έχει!...
Ε, ο
Γίγαντας την πίστεψε, μαγεύτηκε απ’ των ματιών της τη λάμψη και στις βουλές της
παίγνιο γίνηκε κι αδύναμο νανάκι!...
Σκύβει,
λοιπόν, τραβάει τη σφήνα απ’ το
κότσι και στη στιγμή, σαν Εύριπος και ποταμός ρέει και χύνεται πάνω στη γη το
αίμα το μετάλλινο και η ζωή τού Τάλω!...
Του Τάλω,
του ως τώρα ανίκητου από εχθρούς και χρόνους, που η πονηριά της Μήδειας, όμως,
αντί θεών ζωή, που του ’ταξε, του Άδη ασφοδέλους στο χάλκινό του εφύτεψε κορμί
κι από κοντά – για τελευταίο χαίρε –
φωτιά στο μπρούτζινο κορμί – με τη ματιά της φλόγα – περίχυσε και ο χαλκός διαμιάς φωτός πίδακας
τινάχτηκε στα ύψη!....
[Αυτό, εφ’ όσον επιλεγεί η λύση ο Τάλως ως Καρνάβαλος να θυσιαστεί στο τέλος όλων των δρώμενων.]
Μέρος 7ο: Ο νόστος στην
Ιωλκό, τη χώρα των Μαγνήτων
Λεγάτωρ
(αφηγητής): (Στέκει σε
βράχο αψηλό ή σε βραχίων δέντρου και ατενίζει τον Παγασητικό, που η Αργώ
διαπλέει.)
Η Αργώ, που
χρόνους πριν απ’ την Ιωλκό για το Χρυσόμαλλο τραβούσε Δέρας κι αφού με γνώσεις
και με θησαυρούς (που πήρε απ’ την Ανατολή, τη Δύση, τα πελάγη) το κοίλον της
εφούσκωσε και στη σοφία πλέει, σαν έφθασε στα ελληνικά νερά, τον Μίνωα
χαιρέτησε, την Κρήτη, τις Κυκλάδες, την Αίγινα, τον Ευβοϊκό (ως ζαργάνα λικνιστή), τον Εύριπο (με τις λοξονεριές, που ως ύφασμα έσκισε λινό), τράβηξε για
Σποράδες και πενηνταποδαρούσα κωπηλευτή περήφανη τον Παγασητικό χαϊδεύει πριν
έμβει στης Ιωλκού το τρίσχαρο λιμάνι,
όπου κόσμος πολύς την καρτερεί κι ο θρόνος στον καπετάνιο της οφείλει να δοθεί.
Εκεί, θυσίες κάνουν στους θεούς για της επιστροφής τη μέρα,
ύστερα στ’ ανάκτορο ο Ιάσωνας ταβά, το Δέρας το Χρυσόμαλλο στον βασιλιά προσφέρει τον Πηλέα, μ’ αυτός τον θρόνο, που είν’ χρυσός κι η λάμψη τον θαμβώνει, δε λέει να
παραδώσει!...
Η Μήδεια!... Η Μήδεια!... Έχει τα φίλτρα, μάγια και
μηχανές, που δίνουνε τη λύση!...
Και ιδού!... Η Μήδεια στον σφετεριστή (που φλέγεται για τον χρυσό, τη
δόξα δίχως δικά του άθλα), τάζει
αθανασία, μα με κατεργαριά στου Πλούτωνα τον οδηγεί τα σκοτεινά παλάτια και τον
Ιάσων Άρχοντα της Ιωλκού και των Μαγνήτων άνακτα μέχρι το γήρας το βαθύ τον χρίζει.
Μα, χρόνους
μετά ο Ήρως θαλασσοπόρος αθλητής, στον θρόνο της Ιωλκού τον γιο του αφήνει με
ευχή, με την Αργώ του σκάφος-σπίτι, σαλπάρει για την Κόρινθο τα γερατειά να ζήσει
και τούτο το σκαρί στον Ποσειδώνα ν’ αφήσει!...
Ως τότε, το ξάρτι θα έχει προσκέφαλο, την κύμβη του για
κλίνη, τις μνήμες νέκταρ και τροφή, τις ιστορήσεις βάλσαμο και όνειρο περβόλι,
ώσπου ο Πλούτων Άρχοντας στον Χείρωνα τον άζωο, που έχει στο παλάτι, να του
ζητήσει συντροφιά να σπεύσει να του κάμει!...
Κι οι
περιπέτειες, οι θρύλοι της Αργούς: νεφέλες, όνειρο και λογισμοί να ταξιδεύουν
τις ψυχές στα πέρατα του κόσμου κι οι άθλοι του Ιάσωνα να πλάθουνε ανδρείους,
τολμηρούς, να λάμπουν στους Αιώνες!...
Κωνσταντίνος Κλ. Μπαϊρακτάρης
Χαλκίδα, 14 Φεβρουαρίου 2019
[Μετασκευή: Παλώδεια
Λεμεσού, 23 & 24 Φεβρουαρίου 2019]
Πωπω μπράβο καλή δουλειά έχει γίνει
ΑπάντησηΔιαγραφή