Ήρθες και με τον γνωστό ναρκισσισμό σου, μου συστήθηκες ως Άνοιξη.
Δε σε πίστεψα.
Σε καμία περίπτωση δε θα μου επέτρεπα να σε πιστέψω.
Τι κι αν κουβαλούσες μαζί σου τόσα χρώματα κι αρώματα;
Τι κι αν τα χέρια σου τα κοσμούσαν περιβραχιόνια φτιαγμένα από ηλίανθους;
Τι κι αν η αλογοουρά σου έμοιαζε να έχει δημιουργηθεί από λουλούδια;
Ακόμη και το ένδυμά σου έμοιαζε να έχει κεντηθεί από βλαστούς που καρποφόρησαν μόλις τώρα.
Τόσο φρέσκια έδειχνες, τόσο αναζωογονημένη. Σα να γεννήθηκες εχθές ένιωσα μα έμοιαζες κάπως μεγάλη για κάτι τέτοιο.
Χρειάστηκε να προχωρήσεις για να διακρίνω τα σανδάλια σου.
Χρυσά ήτανε και με παρέπεμπαν σε αυτά που έχω συνηθίσει τον Ερμή, τον γνωστό αγγελιοφόρο να φοράει.
Φτερωτά ήτανε και τα δικά σου, μα έμοιαζαν περισσότερο με την ουρά περιστεριών.
Ένα πουγκί που πριν δεν είχα προσέξει και παίρνω όρκο πως δεν κρατούσες, αιχμαλωτίζει τη ματιά μου.
Μοιάζει χρυσής κατασκευής και δεν καταλαβαίνω τι μπορεί να περιέχει.
Σα να μάντεψες την σκέψη μου, το ανοίγεις και ένα κλειδί κάπως σκουριασμένο ξεπροβάλλει.
Το πιο περίεργο απ’ όλα είναι πως δεν παραξενεύτηκα με το περιεχόμενο, αντίθετα μπορώ να πω, ένιωσα να το αποζητούσα..
Μου
το προσφέρεις μα για λόγο που δεν γνωρίζω, δεν κάνω κίνηση για να το
πάρω. Με κοιτάς επίμονα μα νιώθω ότι δεν με ενδιαφέρει. Ξαφνικά η ματιά
σου προδίδει θυμό, με αστραπιαία κίνηση μου πετάς το κλειδί και το νιώθω
να χτυπάει με δύναμη επάνω στο πάνινο παπούτσι μου.
Γιατί άραγε πονάω τόσο;
Είναι ένα κανονικό σε μέγεθος, σκουριασμένο κλειδί.
Μια
φωνή, κραυγή υποσυνείδητη θα έλεγα γεμάτη πόνο, ελευθερώνεται από το
στόμα σου και νιώθω πως τα τύμπανα των αυτιών μου δεν αντέχουν άλλο.
Είδα
το πρόσωπό σου να λιώνει και μόνο τότε κατάλαβα πως οι πολλαπλές πλέον
κραυγές σου προέρχονταν από το γεγονός της μη παραδοχής σου. Η απόρριψη
σε πρόσβαλε ή μάλλον σε έκανε να φανερώσεις την γυμνή ψυχή σου.
Και την είχες ντύσει τόσο ωραία….
Κρίμα…
Υποπτεύομαι πως είχες χρησιμοποιήσει τα καλύτερα «αξεσουάρ»... Θα ήταν πανάκριβα υποθέτω.
Πάω να φύγω όταν πατάω το κλειδί.
Κοίτα να δεις που μέσα σε λίγα λεπτά το είχα ξεχάσει..
Παρατηρώ πως στην όψη του δεν έχει αλλάξει απλώς τώρα μου μοιάζει λιγότερο σκουριασμένο.
Χωρίς δεύτερη σκέψη το παίρνω μαζί μου.
Δεν πιστεύω πως κάπου θα μου χρειαστεί απλώς νιώθω πως κάτι πηγαίο συμβολίζει.
Περπάτησα ώρες ώσπου είδα από μακριά ένα βαθύ γαλάζιο να ξεπροβάλλει.
Σαν κάποιος να με μετέφερε εκεί, ένιωσα υπέροχα όταν έφτασα στην όχθη της γαλάζιας λίμνης.
Καθόλου κούραση δεν ένιωσα, μόνο περιέργεια για το τι μπορεί να μου συμβεί τώρα.
Ένας γλάρος, «φίλος» από τα παλιά μου έδειξε εσένα.
Στεκόσουν λίγα μέτρα πιο πέρα από εμένα, μα παίρνω όρκο πως δεν υπήρχες όταν ήρθα.
Σε πλησίασα μα εσύ δε με κοίταξες, έκανες σα να μην υπήρχα, ίσως όντως να μην υπήρχα εκεί για σένα.
Σε
παρατήρησα εξονυχιστικά, έμοιαζες τόσο απλή και καθημερινή κοπέλα.
Φορούσες ένα αέρινο, λινό, λευκό φόρεμα και ήσουν ξυπόλητη. Τα κάτω άκρα
σου είχα χωθεί κυριολεκτικά στην καθαρή άμμο.
Υπό άλλες συνθήκες
θα ήθελα να μάθω πολλά για σένα όμως κάτι μέσα μου έλεγε να σεβαστώ την
μοναξιά και τον προσωπικό σου χώρο. Υπάκουσα, δεν μπορούσα άλλωστε να
κάνω κάτι άλλο.
Όταν έφτασα στο σπίτι μου ένιωσα την ανάγκη να δω
τους δικούς μου ανθρώπους. Τότε και μόνο τότε κατάλαβα πως το κλειδί
που είχα πάρει μαζί μου, δεν υπήρχε πια στην τσέπη του παντελονιού μου.
Ίσως να το έχασα…. Αν και ξέρω καλά πως το έδωσα εκεί που πραγματικά ανήκει.
Κοίτα να δεις που ο ουρανός μοιάζει πιο γαλάζιος από ποτέ..
Που η θάλασσα, αλμύρα κάνει τον αέρα να μοσχομυρίζει..
Ακόμη και το χώμα που βλέπω στην αυλή νιώθω πως μήτρα για πολλές ζωές έχει πλέον γίνει.
Κι ένα σπουργίτι στο περβάζι, είναι το πιο περίεργο από όλα!
Με κοίταξε σα να μου είπε «Ευχαριστώ» και έφυγε αστραπιαία όπως ήρθε.
Πω πω όμορφα που ξάφνου ένιωσα… που νιώθω δηλαδή ακόμα.
~~~Η ΟΦΘΑΛΜΑΠΑΤΗ ΤΗΣ ΆΝΟΙΞΗΣ - ΚΙΚΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
Ο ερχομός της Άνοιξης μέσα από τα ποιητικά σου μάτια. Την καλησπέρα μου, Κική μου.
ΑπάντησηΔιαγραφή