Όλα έμοιαζαν ίδια, τίποτα όμως δεν ήταν.
Όλα έμοιαζαν διαφορετικά, κατά βάση όμως όλα ήταν ίδια.
Ο ίδιος δρόμος, τα ίδια κτήρια, οι ίδιοι άνθρωποι, ο ίδιος ουρανός,
όλα ίδια.
Η ίδια διαδρομή και η ίδια αυταπάρνηση.
Φευγαλέα, της πέρασε από το νου η ανάγκη να αλλάξει διαδρομή, να περπατήσει σε ένα άλλο στενό.
Γρήγορα, η σκέψη της αντικαταστάθηκε με το γνώριμο σε εκείνη «φευγιό».
Τα τελευταία χρόνια, η Μαρία, ακολουθούσε στη καθημερινότητά της ένα πρόγραμμα χωρίς καμία απόκλιση.
Μια τέλεια προγραμματισμένη ζωή, ώστε να μπορεί να ανταπεξέλθει σε όλα, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Και τα κατάφερνε, έχοντας μετατρέψει τον εαυτό της σε ένα καλοκουρδισμένο ρομπότ, τα κατάφερνε άψογα.
Ήταν όλες τις οι υποχρεώσεις τόσο καλά ρυθμισμένες που κανείς δεν θα μπορούσε να της παραπονεθεί για κάτι, παρά μόνο ο εαυτός της που είχε υποστεί τη μεγαλύτερη ταλαιπωρία. Μια ταλαιπωρία που ονομάζεται, θυσία.
Εκείνο το πρωινό θα μπορούσε να ορκιστεί πως το είδωλό της στον καθρέπτη, της έκανε παράπονα και τις έριχνε ευθύνες, που έμοιαζε παράφορα κουρασμένο και γερασμένο.
Λευκές τρίχες, πρησμένα μάτια με μαύρους κύκλους, ρυτίδες έκφρασης και τσιγάρου, όχι, δεν έμοιαζε να είναι εκείνη. Ήταν μία κοπέλα που της έμοιαζε αλλά όχι αυτή.
Το σωστό μεικ απ και χτένισμα, τα διόρθωσαν όλα.
Παράξενο, το πρόσωπο που εξακολουθούσε να κοιτά στον καθρέπτη, δεν έμοιαζε να είναι δικό της. Δεν ήταν αυτή.
Της έμοιαζε αλλά δεν της έμοιαζε.
Της θύμιζε κάτι αλλά την ίδια στιγμή, της έσβηνε τις μνήμες.
Τα μαλλιά… έμοιαζαν με τα δικά της αλλά δεν ήταν δικά της.
Τα μάτια… έμοιαζαν με τα δικά της αλλά δεν ήταν δικά της.
Τα χείλη… τα χείλη δεν ήταν σίγουρα δικά της.
Τώρα που το καλοσκεφτόταν, τίποτα δεν ήταν δικό της.
Αυτή η κοπέλα της ήταν τόσο ξένη και τόσο διαφορετική.
Ήταν σίγουρη πως αυτήν την κοπέλα δεν θα την έλεγαν, Μαρία.
Κι όμως, το είδωλο κούνησε το κεφάλι καταφατικά σαν να έλεγε πως το λένε, Μαρία.
Με μια απότομη κίνηση του χεριού της, έριξε νερό στον καθρέπτη και αστραπιαία άγγιξε το πρόσωπό της.
Προς στιγμήν ανάσανε και αισθάνθηκε ανακουφισμένη όταν διαπίστωσε πως δεν είχε ίχνος νερό στο σώμα της. Ένας κόσμος στο λαιμό της δημιουργήθηκε, όταν στάλες νερού πάγωσαν το στήθος της.
Μια χνουδωτή, λευκή πετσέτα μπάνιου βρέθηκε στην αγκαλιά της και σκουπίζοντας το νερό από πάνω της, αισθάνθηκε δάκρυα να κυλάνε στα μάγουλά της και την ανάγκη να καταστρέψει τα καλοχτενισμένα μαλλιά της.
Με μανία θα έλεγε κανείς πως ξέβαψε το πρόσωπό της και τούφες μαλλιών βρέθηκαν να κρέμονται από την βούρτσα της, η οποία έδειχνε να έχει καταστραφεί από την αγριότητα με την οποία τη χρησιμοποίησε.
Οι ήχοι του νερού να κυλούν στον νιπτήρα με έναν καθρέπτη χωρίς είδωλο, μοιάζουν με ένα αφανισμένο σκηνικό που κενότητα τρέφει.
Ο εκκωφαντικός χτύπος της πόρτας που κλείνει πίσω της έχοντας τον άνεμο για σύμμαχο, μαρτυρά πως κάποιος, σελίδα στη ζωή του αλλάζει.
Κοίταξε τα δάχτυλά της επάνω στο τιμόνι του αυτοκινήτου και χαμογέλασε όταν διαπίστωσε πως το κόκκινο μανό της, είχε ξεκινήσει να ξεβάφει.
Άνοιξε το ραδιόφωνο και για πρώτη φορά μετά από χρόνια, αισθάνθηκε πως μπορεί να ακούσει και πάλι ολόκληρο και σωστά ένα τραγούδι.
Λικνίστηκε στους ρυθμούς του κι ας ήταν λυπηρό και μπαλάντα. Δεν την ένοιαζε, εκείνη ένιωθε καλά. Ένιωθε όμορφη, ένιωθε δυνατή, ένιωθε ελεύθερη μα κυρίως ένιωθε ζωντανή.
~~ Η Μαρία - Κική Κωνσταντίνου
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
ΕΚΦΡΑΣΟΥ ΚΑΙ ΕΣΥ