Στην άκρη μιας παλιάς πόλης υπήρχε μια γειτονιά που οι περισσότεροι προσπαθούσαν να μην κοιτάζουν.
Θαμποί τοίχοι, ξεφτισμένες αφίσες, πεζοδρόμια σπασμένα κι ανάμεσα στα χαρτόκουτα και στα παγκάκια, ζούσαν άνθρωποι που η ζωή είχε ξεχάσει. Aυτή ήταν η γειτονιά των αστέγων.
Τα βράδια μύριζε καπνό από αυτοσχέδιες φωτιές, οι φωνές ήταν χαμηλές, κουρασμένες, κι όμως, πότε πότε ακουγόταν και κάνα γέλιο.
Εκεί ζούσαν ιστορίες που κανείς δεν τολμούσε να πει ή να ζωντανέψει.
Λίγα στενά πιο πάνω, έμενε η Ελπίδα.
Λιγνή, με πρόσωπο καλοσυνάτο, μάτια ήρεμα και μαλλιά… μαλλιά που κανείς δεν μπορούσε να εξηγήσει.
Τα μαλλιά της είχαν χρώμα βαθύ πράσινο, σαν πεύκο. Μεγάλωναν μέρα με τη μέρα, πύκνωναν, άπλωναν, μέχρι που σχημάτιζαν βαριές τούφες που έπεφταν ως το πάτωμα.
Για να περπατάει, τα έδενε σε μεγάλες κοτσίδες, σαν σχοινιά.
Φορούσε πάντα τα ίδια ρούχα. Μια παλιά μάλλινη ζακέτα, μανταρισμένη σε δέκα σημεία, και μία φούστα που την είχε ράψει μόνη της από κομμάτια διάφορων υφασμάτων. Δεν είχε χρήματα, αλλά είχε χέρια πρόθυμα να βοηθήσουν.
Κάθε απόγευμα πήγαινε στην πλατεία των αστέγων. Έφερνε ψωμί, ζεστό τσάι, κουβέρτες.
Κανείς δεν την κορόιδευε για τα μαλλιά της, γιατί εκεί, όλοι ήξεραν τι σημαίνει να σε κρίνουν χωρίς να σε ξέρουν.
Τον χειμώνα αυτό, η πλατεία ήταν πιο σκοτεινή από ποτέ. Δεν υπήρχαν στολίδια, δεν υπήρχε δέντρο, μόνο ένα παλιό σιντριβάνι καλυμμένο με χαρτόκουτα και κουβέρτες.
Η Ελπίδα κοίταξε γύρω της και της ήρθε μια τρελή ιδέα, μια ιδέα που θα γελούσε κάθε λογικός άνθρωπος. Αλλά εκείνοι που δεν έχουν τίποτα, χρειάζονται κάτι τρελό για να ελπίζουν.
Πήγε σπίτι της, στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη και άφησε τα μαλλιά της να ξετυλιχτούν. Έπεσαν στο πάτωμα σαν κύματα. Άρχισε να τα σηκώνει, να τα πλέκει, να τα δένει ψηλά. Σε λίγο, μπλέκονταν, γίνονταν χοντρά σαν κλαδιά. Και όσο δούλευε, τα μαλλιά μεγάλωναν κι άλλο, σαν να ήξεραν τι προσπαθούσε να κάνει.
Όταν βγήκε στην πλατεία, στάθηκε στο κέντρο της. Τα μαλλιά άνοιξαν, τυλίχτηκαν γύρω της, σηκώθηκαν προς τον ουρανό, δημιουργώντας ένα τεράστιο σχήμα δέντρου. Όμως δεν είχε στολίδια, δεν είχε φώτα, είχε μόνο πράσινα, βαριά "κλαδιά".
Οι άστεγοι την πλησίασαν και τότε συνέβη κάτι που ούτε εκείνη περίμενε...
Δημιουργήθηκε το δέντρο που στόλισαν οι άνθρωποι με ό,τι τους είχε απομείνει..
Δεν είχαν γυάλινες μπάλες, δεν είχαν λαμπάκια. Είχαν σκουπίδια μα για πρώτη φορά, αυτά έγιναν όμορφα.
Ένας βρήκε ένα άδειο κονσερβοκούτι. Το έπλυνε στο σιντριβάνι και το κρέμασε σαν ασημένια μπάλα.
Μια γυναίκα βρήκε πολύχρωμα χαρτιά από καραμέλες και τα δίπλωσε σαν μικρές κορδέλες.
Ένα παιδί έφερε σπασμένα γυαλιά από παλιό μπουκάλι. Όταν τα φώτισε η φλόγα από τις φωτιές, λαμπύριζαν σαν μικρά αστέρια.
Και σιγά σιγά, τα "σκουπίδια" έγιναν στολίδια. Το πιο συγκινητικό όμως ήταν το αστέρι. Στην άκρη του δρόμου, πάνω σε ένα κουτί, υπήρχε ένας παλιός, σκισμένος σκούφος. Άνηκε σε έναν άστεγο που δεν ήταν πια μαζί τους... Έναν ήσυχο άνθρωπο, που πέρσι τον είχε χτυπήσει το σκουπιδιάρικο καθώς κοιμόταν μέσα σε κάδο για να ζεσταθεί.
Τον θυμόντουσαν όλοι!
Ήταν ο πρώτος που έλεγε "Καλημέρα" στην πλατεία, ο πρώτος που μοίραζε ό,τι είχε.
Ένας φίλος του σήκωσε τον σκούφο, τον κοίταξε για λίγο και τον κρέμασε στην κορυφή των πράσινων μαλλιών.
Δεν ήταν αστέρι από χρυσάφι, αλλά ήταν αστέρι από αγάπη. Και τότε, κάτι παράξενο έγινε. Τα μαλλιά της Ελπίδας άρχισαν να λάμπουν. Όχι με ηλεκτρισμό, αλλά με φως, βαθύ, ζεστό, σαν να ξύπνησε μια ξεχασμένη μαγεία. Το δέντρο έλαμψε, και η πλατεία φωτίστηκε. Για πρώτη φορά, η γειτονιά δεν ήταν σκοτεινή.
Άνθρωποι από άλλα μέρη της πόλης πλησίασαν, θαμπώθηκαν, και άφησαν φαγητό, ρούχα, κουβέρτες. Κάποιοι έκλαιγαν, κάποιοι χαμογελούσαν. Κι οι άστεγοι, που πάντα ένιωθαν αόρατοι, τώρα ήταν το κέντρο της πόλης.
Από εκείνη τη νύχτα και κάθε χρόνο, η πλατεία στόλιζε το δέντρο της όχι με χρυσό και γυαλί, αλλά με ό,τι έβρισκαν, με ό,τι είχαν, με ό,τι αγαπούσαν.
Και εκεί, στην κορυφή, έμενε ο σκισμένος σκούφος.
Όχι σαν σύμβολο θλίψης, αλλά σαν υπενθύμιση ότι κανείς δεν πρέπει να πεθαίνει μόνος, μέσα στα σκουπίδια.
Ότι ακόμα κι από το τίποτα, μπορεί να γεννηθεί φως.
Γιατί εκείνο το δέντρο δεν είχε ρίζες στο χώμα, αλλά μέσα στις καρδιές των ανθρώπων.
~~ Το Δέντρο της Ελπίδας - Κική Κωνσταντίνου
Καλημέρα, εκφραστικοί μου.
Αυτή είναι η δική μου συμμετοχή για το "H γιορτή" στο πλαίσιο του δρώμενου "Χριστούγεννα σε τέσσερις πράξεις" που επινόησε ο καλός μας φίλος και πάντα δημιουργικός Γιάννης Πιταροκοίλης, μέσα από το blog του «Ηδύποτον».
Σας έχω αναφέρει οτι τον τελευταίο καιρό κάτι έχω πάθει με τα μαλλιά και τα χρησιμοποιώ ΄έντονα στη γραφή μου.
Νομίζω, λοιπόν, πως με αυτό το διήγημα ολοκληρώνεται κάπως αυτού του είδους η έμπνευση των μαλλιών.
Τη φωτογραφία που συνοδεύει το δέντρο της ελπίδας, την έφτιαξα εγώ μέσω προγράμματος τεχνητής νοημοσύνης.
Σας εύχομαι καλές γιορτές και να έχετε υγεία. Θα απουσιάσω από την μπλοκόσφαιρα και οτι δείτε να ανέβει να ξέρετε πως είναι προϊόν προγραμματισμού.
Θα τα πούμε με το καλό με το νέο έτος και συγχωρέστε με για όσες από τις συμμετοχές σας δεν καταφέρω να διαβάσω.
Φιλιά πολλά.

.png)
.png)
Κική μου με μάγεψε! Υπέροχο συγκινητικό τόσο ανθρώπινο! Σε ευχαριστώ! Καλά Χριστούγεννα!
ΑπάντησηΔιαγραφήΤι ωραίο το παραμύθι σου! Μας μάγεψες και εμάς Το χρειαζόμασταν μέρες που είναι.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλά να περάσεις τα Χριστούγεννά σου Κική και όλες αυτές τις ήμερες. Καλή χρονιά με υγεία και αγάπη. Πολλές επιτυχίες στα όνειρά σου.
Φιλάκια πολλά και σε σένα και στην κορούλα σου
Πολύ όμορφο Κική μου. Ένα γλυκό, ανθρώπινο, αληθινό θαύμα σε μια γιορτή με νόημα και ουσία. Γιατί το πνεύμα των Χριστουγέννων δεν είναι κατανάλωση, μήτε εκδρομές, μήτε θόρυβος κάθε είδους. Είναι "επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία".
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι το γλυκό σου παραμύθι, η Ελπίδα με το δέντρο της, έδωσαν ζωή σε μια ολάκερη γειτονιά. Γέμισες με γλύκα την καρδιά μας, κορίτσι μου.
Καλά Χριστούγεννα, να περάσετε καλά, να ξεκουραστείτε. Και θα τα πούμε στο γυρισμό σου. Φιλάκια.