Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια τεράστια κι απέραντη γαλάζια λίμνη, ζούσαν δύο δελφίνια πανέμορφα και γεμάτα ζωντάνια: ο Ντεν, το ζωηρό πλάσμα με τα σπινθηροβόλα μάτια, και η Έλιοτ, που είχε μια γλυκύτητα στην καρδιά και μια λεπτή ουρά σαν φτερό. Κάθε πρωί ξυπνούσαν με το πρώτο φως του ήλιου και κολυμπούσαν ανάλαφρα στα κρυστάλλινα νερά, σα να έκρυβαν μέσα τους ολόκληρο τον ουρανό.
Η λίμνη τους ήταν σαν καθρέφτης – καθένας που πλησίαζε μπορούσε να δει το πρόσωπο των ονείρων του. Κι όταν ένα πλοίο περνούσε από μακριά, τα μάτια τους φωτίζονταν σαν φώτα φάρου, και πετούσαν χαρούμενα κωλοτούμπες, χορεύοντας στον αφρό της επιφάνειας. Το πλήρωμα και οι επιβάτες τους καλωσόριζαν με γέλια και χειροκροτήματα, ενώ κομμάτια ψωμιού ταξίδευαν στην αγκαλιά των κυμάτων μέχρι τα χείλη των δελφινιών. Ήταν ένα πανέμορφο παιχνίδι δύο κόσμων.
Η Μέρα του Θλιμμένου Καραβιού
Μια μέρα, όταν ο ήλιος άπλωνε χρυσά μονοπάτια πάνω στο νερό, ένα μαγευτικό και πολυτελές καράβι εμφανίστηκε στον ορίζοντα. Οι δύο φίλοι έκαναν παύση στον ύπνο τους στον απαλό βυθό και άκουσαν το γνώριμο σφύριγμα—ένα κάλεσμα που αντηχούσε στις καρδιές τους. Πετάχτηκαν γεμάτοι ενθουσιασμό.
Ανέβηκαν στην επιφάνεια, ταξίδεψαν με το ρεύμα και πλησίασαν με τα μάτια γεμάτα αισιοδοξία. Μα αυτή τη φορά, δεν τους περίμενε αγκαλιά. Οι άνθρωποι, αντί να γελούν, άρχισαν να φωνάζουν, να χαστουκίζουν τις μπάρες του πλοίου, και να πετούν πράγματα με απογοήτευση. Τις κωλοτούμπες της χαράς τους τις υποδέχτηκε ένα μουντό σκοτάδι.
Η Έλιοτ προσπάθησε με απαλές γυμναστικές φιγούρες να ξανακερδίσει τις καρδιές τους. Μα οι άνθρωποι, αντί να γελούν, τους έδειχναν θυμό. Πετρούλες, μικρά κομμάτια τροφής, ακόμη και φωνές πόνου έπεφταν γύρω τους. Κλαίγοντας, τράπηκαν σε φυγή. Μπήκαν στον βυθό, όπου τους σκέπασε η σκιά του νερού.
Στο Καταφύγιο της Μνήμης
Η Έλιοτ βρήκε καταφύγιο σε μια παλιά σπηλιά—εκεί που όταν ήταν μωρό, έπαιζε με τον Ντεν κάτω απ’ τα φύκια και τα ηλιαχτίδες. Ο Ντεν κολύμπησε ήρεμα δίπλα της.
– Κλαις;
Η φωνή του ήταν απαλότερη κι από κύμα.
– Γιατί μας έδιωξαν; ψιθύρισε εκείνη.
– Τι κάναμε;
Σιωπή γέμισε
τον βυθό, κι έπειτα ο Ντεν μίλησε:
– Ίσως μας φοβήθηκαν.
Η Έλιοτ
αναστέναξε:
– Μήπως απλώς δεν θέλουν να μας αγαπήσουν πια;
Τότε, τα μάτια
του Ντεν γέμισαν φως:
– Θυμάσαι τον Αρτέμη;
Η καρδιά της
έσφιξε από χαρά.
– Τον Αρτέμη!
Ο Ντεν μίλησε για τον άνθρωπο που πριν πολλά χρόνια τους είχε σώσει όταν ήσαν μικρά. Λάτρευε να τους βλέπει να γελάνε, τους τάιζε και τους φρόντιζε μέχρι να γίνουν ξανά δυνατά. Σ’ ένα ζωολογικό πάρκο-καταφύγιο, ήταν πάντα εκεί – όνειρο, φωνή, φροντίδα. Και όταν οι φτερωτές τους ψυχές επέστρεψαν στη θάλασσα, εκείνος ήρθε να τους αποχαιρετήσει, με δάκρυα στα μάτια αλλά θέση στην καρδιά.
– Ακόμα μας
θυμάται; ρώτησε η Έλιοτ.
– Σε κάθε κύμα, σε κάθε ανάσα, είπε με βεβαιότητα ο Ντεν. Πιστεύω πως δε μας
ξέχασε ποτέ.
Και μαζί, σ’ εκείνη τη σπηλιά, έζησαν ξανά τις πιο γλυκές στιγμές, με το πρόσωπο του Αρτέμη να λάμπει στις αναμνήσεις τους.
Το Ήσυχο Νησάκι και ο Γερανός των Αναμνήσεων
Κάπου, σ’ ένα μικρό νησί της Ελλάδας, ένας ηλικιωμένος άνθρωπος καθόταν πάνω σε ένα ξεβρασμένο κούτσουρο στην άκρη της θάλασσας. Τα μάτια του ήταν καρφωμένα στο βάθος· στον απέραντο γαλάζιο ορίζοντα που ήταν σαν να κουβαλάει μνήμες. Ήταν σαν να περίμενε… ένα γέλιο, ένα κύμα, μια ανάμνηση που τον ταξίδευε.
Πιο πέρα, ένα
μικρό παιδί, ο εγγονός του, έπαιζε ανέμελα στην άμμο. Τον πλησίασε, μύρισε το
αλμυρό αεράκι και τον ρώτησε:
– Θα πάμε σπίτι, παππού; Πείνασα
Ο γέρος χαμογέλασε. Σήκωσε το πλήθος των αναμνήσεων που κουβαλούσε και έπιασε
το χέρι του παιδιού.
Κάθε απόγευμα, ο κύριος Αρτέμης πήγαινε ξανά στη θάλασσα—σύμφωνα με τη συνήθεια της καρδιάς του. Σκέφτηκε τον Ντεν και την Έλιοτ, τα δελφίνια που τον είχαν συναντήσει, που τον είχαν αναγνωρίσει. Για εκείνον, δεν ήταν πράγματα. Ήταν ψυχές· δελφίνια της καλοσύνης.
Κική Κωνσταντίνου
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
ΕΚΦΡΑΣΟΥ ΚΑΙ ΕΣΥ