Ντύθηκε θάλασσα, όχι για να εντυπωσιάσει — αλλά γιατί δεν άντεχε πια να είναι στεριά. Άφησε πίσω της τους δρόμους, τα χαρτιά με τις εκκρεμότητες, τις λέξεις που δεν ειπώθηκαν ποτέ. Έπλεξε τα μαλλιά της με φύκια, φρόντισε να μπλέξει μέσα κι έναν μικρό ιππόκαμπο. Κανείς δεν τον είδε να κρύβεται, παρά μόνο ο άνεμος, που της μιλούσε σαν παλιός εραστής. Αστερίες για πιάστρες. Λευκά, χρυσά, κοκκινωπά — έστεκαν ήσυχα πάνω στους κυματισμούς των μαλλιών της, σαν να ήξεραν πως εκεί ανήκουν. Το φόρεμά της από διάφανο νερό. Στιγμές που κυλούν, λάμψεις ήλιου, μυστικά που άκουσαν τα βράχια και κράτησαν. Στο λαιμό της κρεμόταν ένα κοχύλι. Αν το πλησίαζες, θα άκουγες τη φωνή της — όχι να λέει λόγια, αλλά να τραγουδά παλιούς αποχαιρετισμούς. Περπατούσε ξυπόλυτη στην άμμο. Τα πόδια της δεν άφηναν ίχνη, λες και η γη δεν ήθελε να την κρατήσει, λες και της έδινε την ελευθερία να φεύγει όποτε το θελήσει. Πίσω της, τα παιδιά την φώναζαν "θεά", οι γέροι την κοιτούσαν με τα μάτ...
Τι να πω ακόμα παραπάνω; Μου άρεσε πολύ. Γεμάτο παρά τη μικρή του έκταση και πολύ δυνατό εκφραστικά, Κική μου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΓιάννη μου, σ’ ευχαριστώ τόσο πολύ για τα λόγια σου!
ΔιαγραφήΧαίρομαι βαθιά όταν μια μικρή μου γραφή καταφέρνει να “μιλήσει” και να σταθεί ουσιαστική.
Είναι μεγάλη χαρά και τιμή να διαβάζω τόσο γενναιόδωρα σχόλια από ανθρώπους που αγαπούν τον λόγο.
Να είσαι πάντα καλά και δημιουργικός!