Η
Μαρκησία δεν θέλει απόψε να μας δει.
Δεν
έχει ανάγκη από τους γελωτοποιούς της.
Τεθλιμμένη
θυγατέρα, οι καρποί από τους κρίνους δεν απέδωσαν.
Δεν
έγιναν οι νυχτερίδες, πεταλούδες.
Δεν
αναστήθηκαν οι βολβοί, το κουκούλι μαράζωσε στο χώμα.
Το
μετάξι μας, απόθανε.
Επάνω
σε χλωμές παλάμες, εναποτέθηκε ένα μωβ πέπλο.
Έμοιαζε
με λουλουδάκι, ήταν καρπός.
Το
πέπλο, ναι!
Μαζί
σου, δεν έχω ανάγκη τα επιφωνήματα.
Δεν
ζητωκραυγάζουν μάτια μου, οι μελλοθάνατοι.
Είμαι
γεμάτος αισιοδοξία.
Δεν
κοιτάς σωστά, μάτια μου.
Δεν
εξερευνείς.
Έχεις
μάθει να γελάς με ανέκδοτα και να κλαις με «σάπιες» εκδηλώσεις.
Δεν
πενθούμε όλοι με το μαύρο και το μωβ, αγάπη μου.
Δεν
χωράει στην καρδιά μας μόνο ένα χρώμα.
Η
Μαρκησία μας αγνάντεψε από ψηλά.
Έμοιαζε
διάφανη και φίνα.
Φίνα,
σαν ένα γάλα εβαπορέ.
Μα
τι δουλειά έχουν τα γάλατα σε ένα ποίημα, διάολε;
«Κούμπωσε»
κατάλληλα τις λέξεις.
Η
Μαρκησία θα σε μαλώσει.
Να
όμως, που γέλασε.
Ένα
παιδί, ζητούσε ένα γάλα.
Πεινούσε,
του έλειπε, ήταν βασική τροφή.
Τώρα
αποκτά άλλη αξία.
Γιατί
πρέπει να ντύνουμε τις λέξεις για περισσότερη «αξία – προσοχή;»
Η
Μαρκησία φέρει τίτλο, ρούχο, προϊστορία.
Δεν
μας ανήκει αυτή η Χαραυγή, να το θυμάσαι.
Μάθαμε
να υφαίνουμε με κόπο, τα αραχνιασμένα υφάσματα.
Να
ράβουμε βαθιά, τις αντιθέσεις.
Οι
λέξεις, φίμωσαν όλο το πρόσωπο μα έδωσαν φλόγα, στα γδαρμένα μας, δάχτυλα.
Γδαρμένα
δάχτυλα, ακούς;
Πώς
να υπηρετήσουν την Μαρκησία;
Μια
φορά, έβαψαν το φόρεμά της κόκκινο.
Στο
ορκίζομαι, της ταίριαζε πιότερο.
Κάποτε
πενθούσε, σε ένα όστρακο και σε ένα, κοράλλι.
Ήταν
πιο όμορφη, τη θυμάμαι.
Έμοιαζε
σαν κάποια άλλη.
Αθώα,
ολιγαρκής.
Τα
κοσμήματα ήταν φύλλα του βοριά και τα μαλλιά της, χτένια και άρπες μιας
επουράνιας συνωμοσίας, που έσπειρε στον κόσμο μας, γαλάζιο.
Γαλάζιο
και λευκό.
Σαν
ό,τι πολύτιμο, κυλάει μέσα μου.
Γιατί
κυλάει μα δεν το φωνάζω.
Πολλές
φορές, το κοιλοπονώ.
Πίστεψέ
με και μην μου αρνηθείς κι αυτή τη φορά, τις λέξεις.
Σύννεφο
έγιναν.
Η
Μαρκησία μας καλεί.
Τώρα,
έχει ανάγκη τους γελωτοποιούς της.
Πρέπει
να σε αφήσω τεθλιμμένη θυγατέρα.
Ήρθε
η ώρα, να παραδοθώ.
Σαν
«ρουφηξιά», το μέσα μας δόθηκε στο μουράγιο.
Σφαγιάστηκαν
κι απόψε οι μελωδίες μας.
Έγιναν
σκίτσα, για άκαρπες «ευλογίες»
Χρειάζομαι
λίγη ώρα να αποκοιμηθώ.
Όταν
ξυπνήσεις, δεν θα ’μαι δίπλα σου, μικρή μου.
Καλύτερα
έτσι.
Μέρα
με την ημέρα, θα πονάς λιγότερο.
Μην
με ψάξεις, από ψηλά θα σε κοιτώ.
Θα
γίνω άνεμος.
Η
Μαρκησία θα μπορεί να ζει ελεύθερη.
Άκουσέ
με!
Πίστεψέ
με!
Στα
σίγουρα και στα αβέβαια, θα σε ζητώ.
Μην
θυσιαστείς από τα παρακαλετά μου.
Τεθλιμμένη θυγατέρα.
Ησύχασε!
Υπέροχο! Πόση έμπνευση μπορεί να κρύβεις στην καρδιά σου.
ΑπάντησηΔιαγραφή