"Ο
ουτοπικός κόσμος στον οποίο μεταφέρθηκα σκοτεινιάζει και όλη η χάρη και
η ομορφιά που είχε, μετατρέπεται σε ένα σκηνικό που μου θυμίζει
κατεδάφιση κτηρίου.
Απότομη λύπη φωλιάζει στην καρδιά μου και η στεναχώρια μου είναι τόση που θέλω να κλάψω!
Αρχίζω να φοβάμαι πολύ!
Θέλω να μείνω μόνη, να κλάψω και να προσευχηθώ στο Θεό!
Κλείνω τα μάτια και εύχομαι να επιστρέψω εκεί που βρισκόμουν πριν ξεκινήσει αυτό το περίεργο και ακατανόητο για μένα ταξίδι.
Θέλω να βρεθώ και πάλι στην καυτή έρημο.
Τουλάχιστον εκεί ηταν η πραγματικότητά μου!
Ας βρεθώ εκεί κι ας μην έχω καμιά σανίδα σωτηρίας!
Θα έχω τουλάχιστον τη δυνατότητα να ψάξω για νερό και να προσπαθήσω να επιβιώσω.
Εδώ όμως τι μπορώ να κάνω, ιδίως όταν δεν ξέρω που βρίσκομαι;
Κι έπειτα είναι και το άλλο.
Η έρημος ήταν δική μου επιλογή. Τα υπόλοιπα μέρη όμως δεν ήταν.
Και δεν είναι πως δε μου άρεσε, είναι που δεν κατάλαβα τον κύριο λόγο του να γίνουν.
Πανικοβάλλομαι!
Γνώριμη στάση αυτή για μένα
«Κυρία!»
Ακούω μια ψιλή, ελαφρώς τσιριχτή φωνή.
Ψάχνω τριγύρω μα δεν βλέπω κάτι!
«Κυρία!»
Επαναλαμβάνει.
Κοιτάζω εξονυχιστικά μα ο χώρος είναι άδειος!
Ξαφνικά νιώθω σαν κάτι να με σκουντάει στο κάτω μέρος του παντελονιού μου.
Σκύβω και έκπληκτη συναντώ έναν νεαρό και όμορφο νάνο που είναι ντυμένος σε χρυσοποίκιλτες αποχρώσεις.
Το κουστούμι του αστράφτει. Το πρόσωπό του έχει μια ιδιαίτερα φωτεινή λάμψη.
«Ορίστε.» Μονολογώ μουδιασμένη.
«Είναι η αδερφή της» Ψιθυρίζει!
«Ποια;» Ρωτάω με αγωνία.
Μου δείχνει με το χέρι!
Μια
μαυροφορεμένη γυναίκα κλαίει σε ένα ντιβάνι λίγα μέτρα πιο πέρα από
εμάς. Γνώριμη φιγούρα και σκηνικό. Οικείο επίσης το σκούρο, δαντελένιο
νυχτικό της.
Η γυναίκα της ερήμου, η κοπέλα με τις χρυσοκαφετιές
αποχρώσεις και τα πολλά χρυσά κοσμήματα, την πλησιάζει ευλαβικά,
ξαπλώνει δίπλα της, την αγκαλιάζει σα να θέλει να τη σκεπάσει και
ακουμπά το κεφάλι της στοργικά στον πονεμένο ώμο.
Ένας ώμος αναστενάζει! Μαζί και κάποια πυρόξανθα μαλλιά!
Γυρίζω
το βλέμμα προς την πλευρά που ακούω έντονα παιδικά κλάματα και βλέπω το
κοριτσάκι με το ροζ φουστάνι να εχει πέσει μέσα σε ένα λάκκο με λάσπη!
Το
φόρεμά της λερώθηκε! Προσπαθεί να βγάλει το μαύρο και το καφέ από πάνω
του μα δεν μπορεί! Τρίβει με όλη της τη δύναμη μα ο λεκές αντί να φύγει
εξαπλώνεται, θεριεύει.
Το μικρό κοριτσάκι πανικοβάλλεται, απελπίζεται, κλαίει!
Το
δίδυμο αδερφάκι του, το κοριτσάκι με το λευκό φόρεμα που παίζει πέρα
μακριά σε μία ξεχαρβαλωμένη κούνια, μόλις αντιλαμβάνεται τι έχει συμβεί,
τρέχει και το αγκαλιάζει!
Το σφίγγει τόσο δυνατά που νιώθω τη δυσκολία του να αναπνεύσει.
Ακούγονται
παιδικοί, χαριτωμένοι ψίθυροι που ξέρω πως είναι λόγια παρηγοριάς και
δεν μπορώ να μη δακρύσω στη θέα μικροσκοπικών, παιδικών χεριών να
αγκαλιάζουν και να παρηγορούν τον άγγελο που κλαίει με αναφιλητά.
Θέλω
να τρέξω να βρεθώ κοντά τους, να βοηθήσω όσο μπορώ μα συνειδητοποιώ πως
ένας κισσός που άξαφνα άνθισε έχει τυλιχθεί στο δεξί μου πόδι,
κρατώντας με έτσι δέσμιά του.
Για κάποιον ανεξήγητο λόγο καταλαβαίνω πως πρέπει να μείνω μακριά από τα δύο κορίτσια.
Υπακούω το ένστικτό μου!
Περνάνε
λίγα λεπτά και καταλαβαίνω πως ο άγγελος με το λευκό φόρεμα σκαρφίζεται
κάποια ιδιαίτερη σκανδαλιά για να χαρίσει και πάλι χαμόγελο στα χείλη
της αδερφής του.
Το πρόσωπο του κοριτσιού με το λευκό φόρεμα μαρτυρά πως η σκέψη είναι έτοιμη να υλοποιηθεί.
Πριν προλάβω να υποθέσω τι σκέφτεται το βλέπω να πέφτει μέσα στο λάκκο με τη λάσπη και να κολυμπάει γελώντας!
Το αδερφάκι του κοιτάζει και τα δάκρυα στερεύουν στο πρόσωπό του.
Μέσα
σε λίγα λεπτά μιμείται την κίνηση της αδερφής του και μέσα στο λάκκο
υπάρχουν δυο μικρά κοριτσάκια που δείχνουν να παίζουν και να χαμογελάνε!
Πιάνω τον εαυτό μου να χαίρεται μαζί τους! Να συγκινείται!
Μετά από λίγα λεπτά τα κοριτσάκια βγαίνουν έξω και γελάνε δυνατά βλέποντας τα λερωμένα τους ρούχα!
Βλέπω δυο μικρούς αγγέλους που γέμισαν λεκέδες!
Αντικρίζω δυο μικρούς αγγέλους να απολαμβάνουν τους λεκέδες τους και ξαφνικά αναζητώ τους λεκέδες που έβαψαν τη ζωή μου!
Έπειτα θυμάμαι τις δύο γυναίκες!
Γυρίζω και ο δικός τους χώρος δεν υπάρχει πια!
Είναι εξαφανισμένες! Υπάρχει μόνο χώμα στη θέση τους.
Γυρίζω
το βλέμμα στις δυο δίδυμες αδερφές και παρατηρώ πως τα χαρακτηριστικά
του προσώπου τους μου θυμίζουν τις δυο γυναίκες που για άλλη μια φορά
απλώς εξαφανίστηκαν!
Πριν προλάβω να τελειώσω τις σκέψεις μου
ακούω μικρές πατούσες να τρέχουνε σε ένα πράσινο λιβάδι και ξαφνικά το
σκηνικό που είμαι αλλάζει και μεταφέρεται στον Παράδεισο που αντίκρισα
ερχόμενη εδώ!
Όλα είναι ίδια με τότε!
Τα κοριτσάκια τρέχουν
ανέμελα προς τη γαλάζια λίμνη που είναι λίγο μακριά μου και τα γάργαρα
νερά της ταράζονται με τέτοιον τρόπο που μοιάζει να τα καλεί να
ξεπλυθούνε!
Οι μικρές αδερφές βρίσκουν καταφύγιο μέσα της και
μοιάζουν πλέον με έφηβες νεράιδες που απολαμβάνουν το απογευματινό τους
μπάνιο!
Το νερό δε λασπώνεται!
Περίεργο!
Παραμένει το ίδιο γάργαρο αν και θυμάμαι καλά πως τα κορίτσια όταν μπήκαν μέσα ήταν αρκετά λερωμένα.
Προσπαθώντας
να καταλάβω τί γίνεται και να σκεφτώ το τί μπορεί να συνέβη ακούγεται
ένας εκκωφαντικός κρότος και τα τύμπανα του αυτιού μου πιέζονται τόσο
πολύ που μπορώ να πάρω όρκο πως έχουν ματώσει.
Ένα τεράστιο πορφυρό φως που εμφανίστηκε από το πουθενά με κάνει να τρομάξω και να θαμπωθώ.
Το εκτυφλωτικό φως με ζαλίζει και αρχίζω να νιώθω κουρασμένη τόσο σωματικά όσο και ψυχικά!
Το μόνο που θέλω πια είναι να κοιμηθώ!
Νοιώθω τόσο κουρασμένη που με δυσκολία μπορώ να επιτρέψω στο φόβο να με κρατήσει ξύπνια.
Τα βλέφαρα κλείνουν αργά αργά και νοιώθω το κορμί μου να παραδίδεται κάπου που απλώς δε μπορώ να παραβλέψω και να αντισταθώ.
Ξυπνάω!
Λαχανιασμένη!
Έντρομη!
Χαμένη σε έναν χώρο που κοιτάζω εξονυχιστικά για να καταλάβω που βρίσκομαι.
Δεν είμαι στην έρημο!
Είμαι σπίτι μου!
Δεν ξέρω αν είναι μέρα!
Αν είναι νύχτα!
Ξέρω όμως πως είναι κάποιο αναπόσπαστο κομμάτι ζωής! Κι αυτό μου αρκεί!
Νομίζω πως οι δίδυμες αδερφές που συνάντησα είναι κάπου «ψηλά» και μου χαμογελάνε!
Αυτή την αίσθηση έχω δηλαδή και πείθω τον εαυτό μου να την κάνει βεβαιότητα.
Η βρύση της κουζίνας τρέχει νερό!
Σηκώνομαι από το κρεβάτι και τρέχω μέσα!
Ο νεροχύτης έχει γεμίσει με λάσπες!
Χαμογελώ γιατί ξέρω!
Βοήθησα τους «λεκέδες» να καθαρίσουν!
Ατενίζω το βλέμμα στον ουρανό που ξέρω πως υπάρχει κι ας μην τον βλέπω επειδή ένα ταβάνι μου τον έχει φυλακίσει!
Χαμογελώ και κάνω την ευχή!
Σε ένα αστέρι, που ξέρω πως έπεσε, δίνοντας φως σε ένα αέναο σκοτάδι ακόμα!"
~~ Μέρα - Τα λάφυρα της ψυχής μου
(απόσπασμα)
Κική Κωνσταντίνου
Είναι χαρακτηριστικό Κική ότι η γραφή σου εδώ σε αυτό προκαλεί ένα δέος. Κάτι σαν έναν έρποντα φόβο. Σαν μια κλειστοφοβική ατμόσφαιρα άγχους. Εξαιρετικό κορίτσι μου. Την καλησπέρα μου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΩραίο, ιδιαίτερο και χορταστικό απόσμασμα Κική μου!
ΑπάντησηΔιαγραφή