Στην άκρη της πόλης, εκεί που δεν πατάνε πολλοί, υπήρχε ένα υπόγειο μπαρ. Από εκείνα που αν δεν σου πουν να πας, δεν θα τα βρεις ποτέ. Το φως του δρόμου δεν έφτανε ως την πόρτα του, μόνο μια ταμπέλα ξεχαρβαλωμένη κρεμόταν πάνω από τα σκαλιά. Έγραφε απλά «ανοιχτά». Μου είχαν μιλήσει για τη μπάντα με το κόκκινο φόρεμα. Δεν ήταν όνομα, ήταν φήμη. Έλεγαν πως κάθε βράδυ στη σκηνή ανέβαινε μια γυναίκα. Πάντα άλλη. Αλλά όλες φορούσαν το ίδιο φόρεμα. Κόκκινο, σαν κραυγή μέσα στο σκοτάδι. Κι όσοι ρωτούσαν παραπάνω, δεν ξαναγύριζαν. Κατέβηκα τα σκαλιά ένα βράδυ με κρύο. Το μπαρ είχε λίγα τραπέζια, παλιά, γεμάτα σημάδια. Ο αέρας μύριζε καπνό και ποτό χυμένο. Οι μουσικοί δεν μίλησαν σε κανέναν. Άρχισαν κατευθείαν. Σαξόφωνο, κιθάρα, πιάνο. Κι ύστερα εκείνη. Ψηλή, με μαλλιά δεμένα πίσω πρόχειρα, σαν να μην την ένοιαζε. Το κόκκινο φόρεμα έμοιαζε πιο ζωντανό από την ίδια. Τραγούδησε. Δεν ήξερα τη γλώσσα. Κι όμως καταλάβαινα. Έλεγε για ανθρώπους που χάθηκαν, για βράδια που δεν ξανα...
Πολύ όμορφο,
ΑπάντησηΔιαγραφήτην καλημέρα μου Κική