Κεντρική ιδέα Κύκλου #1: «Μια γυναίκα, επισκέπτεται έναν επώνυμο συγγραφέα. Του κάνει μια ελκυστική πρόταση να της γράψει τη βιογραφία της. Ο συγγραφέας θα την αναζητήσει τις αμέσως επόμενες μέρες για να προχωρήσουν. Η γυναίκα όμως έχει εξαφανιστεί»
Ένα από τα πράγματα που σιχαινόταν ήταν η ανυπόφορη ζέστη. Μια τέτοια, καυτή κυριολεκτικά μέρα, ήταν θάνατος γι' αυτόν. Το μόνο που ήθελε από το πρωί που άνοιξε τα βλέφαρά του, ήταν να έρθει το απόγευμα, που μόνος πια, αγκαλιά στον καναπέ με τον Σνούπι, τον γάτο του, θα έτρωγε κάτι δροσερό παρακολουθώντας την αγαπημένη του ταινία. Ήταν άλλωστε Παρασκευή, η καλύτερη μέρα. Είχε ένα ολόκληρο Σαββατοκύριακο για να απομακρυνθεί από τους ανθρώπους και την κοινωνία. Ότι καλύτερο γι' αυτόν. Τα Σαββατοκύριακα ζούσε, τις άλλες μέρες απλώς επιβίωνε.
Καθώς γέμιζε το μπολάκι του Σνούπι με νερό, σκέφτηκε πως θα έπρεπε να κατεβάσει τα σκουπίδια και επί ευκαιρίας, να ταΐσει και να ποτίσει τα αδέσποτα της γειτονιάς, όμως ο εκκωφαντικός ήχος του κινητού, τον ενόχλησε.
"Παρακαλώ", είπε με φανερή δυσαρέσκεια.
"Ποια είναι αυτή και τι θέλει από 'μένα;" συνέχισε.
"Και τι είμαι εγώ; Σου φαίνομαι να είμαι συγγραφέας που γράφει κατά παραγγελία; Και μόνο που μου το λες αυτό, με προσβάλλει".
"Καλά καλά, ας δούμε τι έχει πρώτα να μου πει", συνέχισε.
"Εντάξει, σε αφήνω τώρα γιατί έχω να κάνω και κάτι σωστό σε αυτή τη κοινωνία, να ταΐσω τα αδέσποτα ζώα, αρκετά φαίνεται έχω ταΐσει την ματαιοδοξία μερικών". Και έκλεισε το τηλέφωνο σιχτιρίζοντας.
"Ακούς εκεί, το καθίκι, να μου πει ότι θα γράψω ότι θέλει αυτός αν θέλω να συνεχίσω τη καριέρα που έχω, διαφορετικά να κλείσω εισιτήριο για την αφάνεια που ήμουν πριν με ανακαλύψει και με κάνει όνομα". Ο Σνούπι άφησε ένα νιαούρισμα να του ξεφύγει.
"Καταραμένο συμβόλαιο, για λίγο ακόμα, για λίγο θα είναι δεμένα τα χέρια μου, μετά χοντρέ, θα ρίξω μια ροχάλα στη δερμάτινη πολυθρόνα σου και θα σου κοπανήσω τη πόρτα στη μούρη όπως σου αξίζει". Ο Σνούπι άφησε και δεύτερο νιαούρισμα να του ξεφύγει.
Το κουδούνι τον ξύπνησε. Σηκώθηκε με δυσκολία και ημίγυμνος όπως ήταν, κατευθυνθηκε προς την είσοδο. Ο Σνούπι, βρισκόταν ήδη εκεί.
Άνοιξε την πόρτα και αντίκρισε μια γυναίκα της τρίτης ηλικίας, ιδιαίτερα όμορφη και περιποιημένη. Μακριά, ξανθά, υγιέστατα μαλλιά που πλαισίωναν ένα όμορφο, στρογγυλό και ευγενικό πρόσωπο. Το κατακόκκινο κοστούμι που φορούσε, έκανε ακόμη πιο ελκυστική την καλλίγραμμη σιλουέτα της.
"Καλημέρα", αποκρίθηκε διστακτικά.
"Παρακαλώ περάστε. Θα ρίξω κάτι πάνω μου και επιστρέφω αμέσως", της είπε κάπως μαγκωμένα.
"Ευχαριστώ", του είπε τη στιγμή που καθόταν στον λευκό καναπέ και ο Σνούπι, βρισκόταν στην αγκαλιά της.
"Πολύ περίεργο αυτό". Ακούστηκε η φωνή του.
"Ποιο;"
"Το ότι ο Σνούπι σας πλησίασε αμέσως. Δεν εμπιστεύεται εύκολα τους ανθρώπους, πόσο μάλλον να τους πλησιάσει όπως εσάς".
Η γυναίκα χαμογέλασε ευχάριστα και χάιδεψε τον πανέμορφο, καφέ γάτο.
"Θα πιείτε κάτι;" Τη ρώτησε καθώς επέστρεψε με τις σκουρόχρωμες, καλοκαιρινές του φόρμες.
"Όχι ευχαριστώ και συγνώμη που ήρθα τόσο νωρίς, δεν ήξερα ότι κοιμάστε, ο κος Μεναιλέων μου είπε ότι με περιμένετε".
"Ναι, μιλήσαμε εχθές στο τηλέφωνο αλλά του το έκλεισα στα μούτρα και δεν άκουσα την ώρα που μας έκλεισε το ραντεβού. Πίστευα βέβαια ότι θα σας στείλει πιο αργά, μιας και ξέρει πως ξενυχτώ τα βράδια αλλά απ' ότι φαίνεται έκανα λάθος".
Η γυναίκα χαμογέλασε με έναν τρόπο που φανέρωνε πως είχε γνώση για αυτό το συμβάν.
"Πείτε μου, παρακαλώ. Είμαι όλος αυτιά". Της είπε φέρνοντας από το ψυγείο έναν καφέ, φραπέ, που είχε περισσέψει από τα ξημερώματα.
"Ας μπούμε κατευθείαν στο θέμα, κύριε Νικολάου. Ήρθα να σας ζητήσω να γράψετε τη βιογραφία μου. Δεν θα επέλεγα τον οποιοδήποτε συγγραφέα, σας διαβάζω από καιρό, σας παρακολουθώ, μου αρέσει ο τρόπος γραφής σας, η φαντασία που καταθέτετε και σήμερα, βρίσκομαι εδώ, για να σας ζητήσω να αφήσετε τη φαντασία σας στην άκρη και να γράψετε για το δικό μου ρεαλισμό".
Στα μ΄άτια του, κάθε λέξη της, την παραμόρφωνε και την έκανε αντιπαθή. Συνειδητοποιώντας το αυτό, συνέχισε, για να το διορθώσει.
"Μάλλον δεν το έθεσα σωστά. Θέλω να ζητήσω από ένα συγγραφέα που εκτιμώ και σέβομαι, να γράψει την βιογραφία μου για όσα του εκμυστηρευτώ με τρόπο που να μην με εκθέτει."
"Ναι, τώρα το είπατε καλύτερα. Βασικά ας μιλάμε στον ενικό γιατί δεν μπορώ τους πληθυντικούς και τις τυπικούρες".
Με ένα νεύμα, η γυναίκα συμφώνησε.
"Λοιπόν, θέλεις να γράψω για τη ζωή σου. Και τι έχεις κάνει εσύ που αξίζει να απομνημονευτεί;"
"Έχω γεννήσει", απάντησε με τ΄όση φυσικότητα που τον εξόργισε.
Δεν μπορούσε να κατανοήσει την απάντηση της, με το τόσο σοβαρό ύφος φωνής και έκφρασης και κυρίως, δεν μπορούσε να δεχτεί μια τέτοια απάντηση στην ερώτηση που έκανε.
Δίχως να το καταλάβει, γέλασε. Δε σκέφτηκε λεπτό ότι μπορεί να φάνηκε αγενής.
"Ξέρεις τι σημαίνει να γεννάς και μετά να αδειάζεις;", "Έχεις δει τις Μπάμπουσκες; Έτσι νιώθω. Σαν μια γριά, ξύλινη κούκλα που γεννά και αδειάζει. Μικραίνει όλο και περισσότερο, ώσπου κάποια στιγμή γίνεται τόσο μικρή, που τείνει να εξαφανιστεί".
"Ναι, εντάξει, τι να πω και εγώ τώρα. Παρομοιάζεις τη μητρότητα με τη Μπάμπουσκα, που δεν νομίζω να αρέσει στον κόσμο. Εκτός αυτού βέβαια, θεωρείς εμένα κατάλληλο άτομο να γράψω για τη ζωή σου με επίκεντρο ένα τέτοιο θέμα; Θέλω να πω ότι μάλλον, θα ήταν καλύτερο να βρεις μια γυναίκα συγγραφέα που ενδεχομένως, να σε καταλάβει καλύτερα".
"Εάν ήθελα να συνεργαστώ με γυναίκα λογοτέχνη θα το είχα ήδη κάνει, ήθελα και θέλω, εσένα, συγκεκριμένα. Γι' αυτό άλλωστε βρίσκομαι και εδώ". Ο Σνούπι κοιμόταν βαθιά στην αγκαλιά της.
"Ναι... Λυπάμαι αλλά θεωρώ ότι δεν είμαι ο κατάλληλος για αυτό το εγχείρημα". Κοίταζε τον Σνούπι με θυμό γιατί αισθανόταν πως τον πρόδιδε.
"Γιατί το λες αυτό; Επειδή δεν είσαι γυναίκα;"
"Δεν με αγγίζει το συγκεκριμένο θέμα. Δεν μου αρέσει. Δεν έχω καμία σχέση με τη μητρότητα, με την οικογένεια, με τα παιδιά. Όλα αυτά είναι πολύ μακριά από μένα, μπορώ μάλιστα να σου πω ότι τα απεχθ΄άνομαι κιόλας. Συν του ότι νιώθω πίεση και μόνο του να γράψω κατά παραγγελία, πόσο μάλλον να γράψω και για ένα θέμα, που καθόλου μα καθόλου, δεν με αγγίζει".
"Μα πως μπορείς να ξέρεις; Δεν σου είπα τίποτα ακόμη για τη ζωή μου".
"Το νιώθω! Είναι πολύ μακριά από τις δικές μου καλλιτεχνικές ανησυχίες και αναζητήσεις". Ο τρόπος ομιλίας του, συνοδευόμενος από τη στάση του σώματος και της έκφρασης του προσώπου του, μαρτυρο΄ύσε πως δεν υπήρχε περίπτωση να αλλάξει γνώμη και πως δεν την ήθελε άλλο εκεί.
"Μάλιστα. Ίσως να πρέπει να φύγω. Απ' ότι βλέπω δεν θέλεις να συνεργαστούμε, δεν είσαι καν διατεθειμένος να ακούσεις".
"Λυπάμαι αλλά δεν με εξιτάρει το θέμα, ο πυρήνας αν θες. Ήμουν αρνητικός βέβαια από την αρχή, αλλά είπα τουλάχιστον να προσπαθήσω, όμως ο χρόνος και των δυο μας, είναι πολύτιμος πιστεύω, οπότε καλύτερα να απευθυνθείς αλλού. Δεν θα σε καταλάβω, δεν θα σε κατανοήσω, δεν θα καταφέρω να αποτυπώσω τον εαυτό και τη ψυχή σου. Το νιώθω". Και με αυτές τις λέξεις σηκώθηκε από τον καναπέ για να της δείξει πως είχε έρθει η ώρα να φύγει.
"Μάλιστα", ακούστηκε μια φωνή που έσταζε απογοήτευση και έκανε να σηκωθεί, ξυπνώντας τον Σνούπι, που έδειξε δυσαρεστημένος με αυτή την έκβαση.
"Πάντως να ξ΄έρεις, θα πω στον κύριο Μεναιλέων ότι ήταν δική μου απόφαση να διακοπεί η συνεργασία μας και όχι δική σου. Θα το πάρω υπ' υπευθύνη μου για να μη βρεθείς σε δύσκολη θέση. Άλλωστε καταλαβαίνω περισσότερα απ' όσα νομίζεις". Γνώριζε εξαρχής για την μεταξύ τους τηλεφωνική συζήτηση.
"Ναι, σε ευχαριστώ!" Της είπε γεμάτος ειρωνεία.
Του χαμογέλασε και αποχώρησε, αφήνοντας πίσω της μια χρωματική αύρα, να περιπλανιέται στο χώρο.
"Άντε στο διάολο", ακούστηκε η φωνή του λίγα δευτερόλεπτα μετά το κλείσιμο της πόρτας και το περίεργο νιαούρισμα του Σνούπι, τον θύμωσε περισσότερο.
"Άντε και εσύ, προδότη", του φώναξε πεισμωμένα και ο Σνούπι αποχώρησε θυμωμένος από τον καναπέ.
"Για καλό βρέθηκε σήμερα εδώ", μονολόγησε καθώς άνοιξε το πορτοφόλι του και από μέσα ξεπήδησε μια μικρή ασπρόμαυρη φωτογραφία όπου μια γυναίκα με σπαστά, καστανά μαλλιά κρατούσε δύο παιδιά στην αγκαλιά της. Ήταν αυτός και ο μεγαλ΄ύτερος αδερφός του.
"Δεν μου λείπεις, δεν σε συγχωρώ, δεν σε αγαπάω", της είπε δυνατά μα κάθε λέξη του, σήμαινε ακρι΄βώς το αντίθετο. Και του έλειπε, και τη συγχωρούσε και την αγαπούσε βαθιά και ανομολόγητα.
Είχαν περάσει μέρες και μέσα στο μυαλό του τριγύριζε η λέξη "Μπάμπουσκα" μαζί με την αινιγματική ξανθιά γυναίκα με το κατακόκκινο κοστούμι.
Προσπαθούσε να θυμηθεί το ονοματεπώνυμό της, του το είχε αναφερει στο τηλέφωνο ο ατζέντης του αλλά δεν το θυμόταν. Και αυτός ο ατζέντης περίεργο, δεν τον πήρε να τον επιπλήξει ή έστω να του πει κάτι σχετικό για την περίπτωση. Μάλλον έκανε πράξη τα λόγια της και πήρε επάνω της την κακή έκβαση του ραντεβού τους.
Όχι, αυτό δεν θα τη έκανε συμπαθή στα μάτια του. Και μόνο που του επανέφερε στη μνήμη τη μάνα του, αυτό από μόνο του, ήταν ικανό να τη κάνει μισητή και απάνθρωπη. Κι όμως.... μπορούσε να τη κάνει απάνθρωπη.
Γιατί την σκεφτόταν; Γιατί ξαφνικά είχε την διάθεση, την αυτοκαταστροφική αυτή διάθεση να τη βρει, να την αναζητ΄ήσει; Ο ίδιος την έδιωξε από το σπίτι χωρίς να ακούσει τι είχε να του πει. Γιατί θα έπρεπε πάλι από την αρχή, να συναναστραφεί με την ιδέα της "Μάνας", που χρόνια πίσω του είχε αφήσει ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε...
Τα δάχτυλά του βρέθηκαν στο laptop δίχως να το καταλάβει και η αναζήτηση ξεκίνησε. Όπως ήταν αναμενόμενο, δεν κατάφερε να βρει τίποτα αφού δεν γνώριζε καν το όνομά της για να καταφέρει να ψάξει σωστά. Ό,τι και να πληκτρολόγησε, δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα. Ο μόνος που θα μπορούσε να τον βοηθήσει ήταν ο ατζέντης του, που όμως θα ήταν η τελευταία του επιλογή. Πρώτα θα ρωτούσε κάποιους συνάδελφους μήπως είχαν κάτι ακουστά και μετά, θα στρεφόταν σε εκείνον.
Όπως το περίμενε, κανείς δεν γνώριζε κάτι σχετικό ούτε είχε κανείς ακούσει για κάποια κυρία που ενδιαφερόταν να εκδώσει τη βιογραφία της.
Αμφιταλαντευόμενος, πληκτρολόγησε το κινητό του ατζέντη και μετά λύπης του, εκείνος δεν απάντησε. Μετά από λίγα λεπτά έλαβε το μήνυμα: Ξέρω τι θέλεις, μου μετέφεραν κοινοί γνωστοί ποια ψάχνεις, θα σου πω μόνο πως είσαι μεγάλος μαλάκας. Μην την αναζητάς, δεν έχει νόημα. Ντύσου, στολίσου και αργά το απόγευμα, κατά τις 8.00 μ.μ θα παρευρεθείς σε μια παρουσίαση βιβλίου ενός ανερχόμενου ταλέντου. Θα σου στείλω τη διεύθυνση σε μήνυμα πιο μετά. Μη διανοηθείς να με αγνοήσεις, θα σε κάνω να μετανιώσεις την ώρα και τη στιγμή που με γνώρισες.
Κλώτσησε με μανία το δερμάτινο πουφ, αφού δεν μπορούσε να κλωτσήσει τον Μεναιλέων. Ήθελε να τον βρίσει με όλη τη δύναμη της ψυχής του αλλά περιέργως, αδιαφόρησε.
Κούρνιασε σαν μωρό στον καναπέ και με τον Σνούπι να χώνεται στην αγκαλιά του, αποκοιμήθηκε δίχως να το καταλάβει.
Πετάχτηκε απότομα από τον ύπνο του και με
βιαστικά βήματα κατευθύνθηκε στο μπάνιο. Η ώρα ήταν ήδη 6.15μ.μ. και σε λιγότερες από δύο ώρες θα έπρεπε να παρευρεθεί σε έναν χώρο που δεν γνώριζε, με ανθρώπους που δεν θα ήθελε να συνομιλήσει και να ακούσει ανάλυση για ένα βιβλίο που κατά πάσα πιθανότητα καθόλου δε θα τον ενδιέφερε.
Μπαίνοντας μέσα στο χώρο, ένα πανέμορφο ξύλινο βιβλιοπωλείο που δεν γνώριζε, αισθάνθηκε πολύ όμορφα με τη διακόσμηση, τον κόσμο αλλά και την πληθώρα βιβλίων.
Πολύ περίεργο για αυτόν το να νιώθει όμορφα κάπου. Προς έκπληξή του διαπίστωσε πως δύο ομότεχνοί του - που ιδιαιτέρως θαύμαζε - βρισκόντουσαν εκεί και τον προσκάλεσαν να καθίσει πλάι τους. Με χαρά βρέθηκε κοντά τους και πριν προλάβει να ανταλλάξει μαζί τους δυο λόγια, η ματιά του έπεσε πάνω σε ένα Roll Up με την αφίσα του βιβλίου που είχε τίτλο: Η Μπάμπουσκα.
Τα μεγάλα, έντονα, καλλιγραφικά, κόκκινα γράμματά σε συνδυασμό με την ανοιχτόχρωμη, ξύλινη κούκλα με την κόκκινη ενδυμασία τον έκανε να πλημμυρίσει με ένα ταραχώδες συναίσθημα που τον έπνιγε και συνάμα τον πονούσε.
"Καλώς ήρθατε στη σημερινή παρουσίαση", άκουσε από μακριά και χώθηκε στις μνήμες και στις αναμνήσεις του....
Ήταν δεκατριών ετών όταν ξεκίνησε να γράφει. Κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει την αγάπη του για αυτό. Κανείς δεν του έλεγε ένα καλό λόγο. Τον είχαν για διαφορετικό, για ευαίσθητο, για τρελό με τη τόση φαντασία που είχε.
Θυμάται ακόμη το πόσο όμορφα ένιωθε όταν διάβαζε, όταν οραματιζόταν, όταν έπιανε το μολύβι και έγραφε με τα άσχημα ομολογουμένως γράμματά του στο χαρτί, τους όσους κόσμους είχε μέσα του.
Πέρασαν χρόνια για να αποδεχτεί τη φύση του, αυτή ενός ευαίσθητου νέου που ήθελε να πλάθει ιστορίες και σε κανέναν άλλον, εκτός από τον ίδιο, δεν άρεσε αυτό.
Ένιωσε νοσταλγία για την τότε αθωότητα και είδε πάλι τα δάχτυλά του να κλείνουν το κόκκινο τετράδιο που εξωτερικά είχε τον τίτλο "Η Μπάμπουσκα". Αισθάνθηκε και πάλι την πληρότητα της στιγμής, βάζοντας την τελευταία τελεία στο μυθιστόρημά του.
Το πρώτο του μυθιστόρημα, πόσο σπουδαίος ένιωσε όταν το κατάφερε αυτό και μάλιστα σε αυτή τη τρυφερή ηλικία.
Ονειρευόταν πως μεγαλώνει, πως μπορεί και εκδίδει το βιβλίο του, πως γίνεται αποδεκτός, μεγάλος, τρανός, ευτυχισμένος.
Πότε σταμάτησε να ονειρεύεται; Π΄ότε σταμάτησε να νιώθει ευτυχισμένος; Γιατί θέλησε να συνεχίσει να νιώθει αποδεκτός, μεγάλος, τρανός αφού στην ουσία αυτά δεν ποτέ δεν τον εξέφρασαν;
Τα χειροκροτήματα του πλήθους, διέκοψαν τις σκέψεις του και τον επανέφεραν στο παρόν. Είδε εναγκαλισμούς των αναγνωστών με τον νέο, συμπαθή θα έλεγε συγγραφέα, και αρκέστηκε στο να σηκωθεί να φύγει.
Ήταν σίγουρος πια, πως το πρώτο του μυθιστόρημα που με αμέριστη χαρά και περηφάνια έστελνε σε εκδοτικούς οίκους όταν πρωτοξεκίνησε την καριέρα του, δεν είχε καταλήξει σε κάδους σκουπιδιών όπως χρόνια τώρα υπέθετε, αλλά σε μέλος κάποιας επιτροπής αξιολόγησης έργων, που το ξεχώρισε και το κράτησε στην αφάνεια, ώστε μετά από χρ΄όνια, να το πουλήσει σε έναν πρωτοεμφανιζόμενο συγγραφέα που όπως όλα έδειχναν, θα είχε μια λαμπρή πορεία στο χώρο.
Αηδιασμένος όπως ΄ήταν, πλησίασε τον νέο αυτόν "χαρισματικό" συγγραφέα, έδωσε το αντίτυπο που μόλις είχε αγοράσει για να του το υπογράψει και φεύγοντας, το εναπόθεσε στο πρώτο κάδο σκουπιδιών που βρέθηκε μπροστά του.
Τώρα, ένιωθε κι αυτός μια "Μπάμπουσκα". Σαν μια γριά, ξύλινη κούκλα που γεννά και αδειάζει. Μικραίνει όλο και περισσότερο, ώσπου κάποια στιγμή γίνεται τόσο μικρή, που τείνει να εξαφανιστεί.
~~~~~~~~~~~~~~ ΤΕΛΟΣ ~~~~~~~~~~~~~~
Κική μου, αγαπημένη μου φίλη. Μόλις πριν λίγα λεπτά τελείωσα την ανάγνωση του διηγήματός σου. Συντροφιά με τη μουσική από το Games of thrones-North ambience.
ΑπάντησηΔιαγραφήΔιάβασα τη γλυκιά σου "Μπάμπουσκα" για να συνειδητοποιήσω ξανά ότι καθιερώνεις ένα είδος γραφής, που ταξιδεύει στα δικά του εκφραστικά, νοητικά και ατμοσφαιρικά μονοπάτια. Το έκανες και με το προηγούμενό σου διήγημα του 2ου κύκλου, το κάνεις και τώρα.
Φωνάζει έντονα και δυνατά η "Μπάμπουσκα" για τους συμβολισμούς και τα μηνύματά της. Η ρουφιάνα η ζωή μάς καρτερά στη γωνία. Όσες φορές και να παίξουμε κρυφτό μαζί της, άλλες τόσες εκείνη, σε ανύποπτο χρόνο, θα έρθει να μάς θυμίσει εκείνη την παραμικρή μας ελλειμματική στάση απέναντί της.
Ο νεαρός μας συγγραφέας Νικολάου, υφίσταται εδώ την οδύνη της παγωμένης του συμπεριφοράς απέναντι στην ώριμη εκείνη γυναίκα, που τον επισκέφτηκε και της αρνήθηκε κατάμουτρα κάθε δυνατότητα έκφρασης.
Η κλοπή και η οικειοποίηση της πνευματικής μας δουλειάς λοιπόν. Το δικό του δημιούργημα, ο Νικολάου, το βλέπει να μεγαλουργεί σε ξένα χέρια. Και αδειάζει τραγικά όπως ένιωθε και η γυναίκα εκείνη που γέννησε.
Ναι, το έργο του, η "γέννα" του, το πνευματικό του παιδί, έφυγε από μέσα του, για να νιώσει εκείνος κενός και εκμηδενισμένος. Σαν τη γυναίκα της επίσκεψης.
Τώρα θαρρώ την κατάλαβε! Την ένιωσε. Κατάλαβε τι είναι να νιώθει κανείς να αδειάζει σαν Μπάμπουσκα.
Αγαπημένη μου φίλη, σε ευχαριστώ ειλικρινά για το πόνημά σου. Με συγκίνησε, με άγγιξε, με προβλημάτισε. Να είσαι πάντα καλά και να έχω την τιμή, πάντα να φιλοξενώ ή και να εμπνέω τέτοια σου γραπτά.
Γιάννη μου, σε ευχαριστώ από καρδιάς για το ζεστό σου σχόλιο μα κυρίως σε ευχαριστώ για την δυνατότητα που μου δίνεις κάθε φορά με τα δρώμενά σου, για να δημιουργήσω.
ΔιαγραφήΝα είσαι καλά και να μας εμπνέεις όλους μας.
Πολύ καλή η ιστορία σου, Κική μου, και οφείλω να ομολογήσω ότι δεν πρόβλεψα το τέλος, μου την έφερες. Όταν ο ήρωας συναντήθηκε με την ηλικιωμένη γυναίκα, φαντάστηκα ότι θα αποκαλυπτόταν στο τέλος ότι ήταν η μητέρα του, αλλά την πάτησα. Έκανες πολύ καλά που δούλεψες και πάνω στην πρώτη κεντρική ιδέα του Γιάννη, το απόλαυσα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΦιλάκια πολλά
Αυτό ακριβώς υπέθεσα και περίμενα και εγώ, Πίπη μου. Μαζί ακολουθήσαμε.
ΔιαγραφήΚαλησπέρα κορίτσι μου.
Σε ευχαριστώ πολύ Πίπη μου, να είσαι καλά!!
ΔιαγραφήΜπράβο Κικίτσα μου. Πολύ καλογραμμένο όπως πάντα είναι τα γραπτά σου και τίποτε δεν σε προϊδεάζει για τη συνέχεια της ιστορίας μετά το ραντεβού. Ευρυματική η ιδέα να παρομοιάσεις με Μπάμπουσκα την πνευματική κλοπή και το συναίσθημα του συγγραφέα που του έκλεψαν τη δική του ιδέα. Η αλήθεια είναι ότι η πνευματική κλοπή είναι έκλημα. Κι έχω αναρωτηθεί τι γίονται τα χειρόγραφα που εσείς οι συγγραφείς στέλνετε σε εκδοτικούς και άλλους φορείς για αξιολόγηση...
ΑπάντησηΔιαγραφήΚικίτα μου να σαι καλά και ευχαριστώ γι αυτό που διάβασα
Φιλάκια πολλά
Αυτό, πραγματικά, είναι ένα πολύ μεγάλο ερώτημα και να είστε σίγουροι ότι πολλά τέτοια χαμένα διαμαντάκια, φιγουράρουν με το όνομα κάποιου "φτασμένου" συγγραφέα. Όπως ξέρω πολύ καλά (ως insider...), πολλοί στίχοι που έστελναν απλοί άνθρωποι σε επώνυμους στιχουργούς, απορρίφθηκαν για να περάσουν χρόνια μετά και να γίνουν επιτυχίες με το όνομά του "μεγάλου" στιχουργού. Έχεις δίκιο, Άννα μου.
ΔιαγραφήΣοβαρά βρε Γιάννη το ξέρεις καλά δηλαδή ότι συμβαίνει....να μην έχεις εμπιστοσύνη να στείλεις κανένα χειρόγραφό σου ε; Κάπως πρέπει οι νέοι συγγραφείς να προστατεύονται. Είναι απίστευτο αυτο να συμβαίνει!!
ΔιαγραφήΑγαπημένη μου Άννα, σε ευχαριστώ από καρδιάς για το τρυφερό σου σχόλιο.
ΔιαγραφήΔυστυχώς αυτό με τους λεγόμενους ghost's writers ειναι γνωστο φαινομενο τοσο στην Ελλαδα οσο και στο εξωτερικο.
Μπράβο Κική.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαταπληκτική η ιστορία σου.
Κι εγώ περίμενα να είναι στην παρουσίαση ή κυρία με τα κόκκινα και να μάθουμε την δική της ιστορία.
Δεν περίμενα αυτή την ανατροπή.
Τώρα καταλαβε τί σημαίνει να γεννάς και να αδειάζεις.
Μου κράτησες το ενδιαφέρον από την αρχή μέχρι το τέλος.
Να είσαι καλά και φιλάκια πολλά.
Χαιρομαι πολυ Ρένα μου που σου άρεσε, ευχαριστω πολυ! Να εισαι καλα!
ΔιαγραφήΧριστός Ανέστη... καλές επιτυχίες, Κική, να χαίρεσαι τους δικούς σου...
ΑπάντησηΔιαγραφήΑληθώς Ανέστη Λαμπρινή μου, να είσαι καλά!
ΔιαγραφήΌμορφη η ιστορία σου Κική μου και η γραφή σου με εκφραστική άνεση δίνει μια άλλη ερμηνεία στην αρχική εντύπωση. Τα θραύσματα μνήμης ευθύνονται για τις επιρροές και τις επιλογές μας. Να είσαι καλά Κική!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώ πολύ Αννίκα μου. Θα συμφωνήσω απόλυτα σε αυτό που έγραψες. Να είσαι καλά.
ΔιαγραφήΚαλογραμμένη ιστορία, που με τίποτε δεν σε υποψίαζε για το τέλος της. Μου κράτησε αμείωτο το ενδιαφέρον ως το τέλος, όπου εκεί μου έβαλε μύριες τόσες σκέψεις στο μυαλό. Το διήγημά σου μου έβγαλε εκ μέρους του πρωταγωνιστή σου εγωισμό, οργή, πόνο, μα και παραίτηση στο τέλος. Ίσως κουράστηκε να παλεύει με τους προσωπικούς του δαίμονες, ίσως δεν άντεξε την ποίηση του ατζέντη του.
ΑπάντησηΔιαγραφήΧαίρομαι να διαβάζω τέτοιες ιστορίες! Νάσαι καλά, Κική!
Ευχαριστώ πολύ Βασίλη, να είσαι καλά. Να ξέρεις, πως με συγκινεις και με κανεις να νιωθω περηφανη με τα καλα σου λογια.
ΔιαγραφήΠραγματικά πολύ αξιόλογη η ιστορία σου, και πολύ αξιόλογο το θέμα που θίγεις, με τον τρόπο που το θίγεις. Ένας υπέροχος παραλληλισμός και ξετυλίγεται ένα δημιούργημα! Μπράβο Κική μου Να είσαι πάντα καλά!
ΑπάντησηΔιαγραφήΜαίρη μου, ευχαριστώ μέσα από την καρδιά μου για το τιμητικο σου σχολιο!
ΔιαγραφήΚική μου μπορώ να πω πως ξέροντας την γραφή σου ήμουν προετοιμασμένη για το μη αναμενόμενο τέλος. Πνευματική κλοπή λοιπόν και ναι καταλαβαίνω πόσο άδειος νιώθει ένας συγγραφέας όταν βλέπει τις σκέψεις του, την πνευματική κατάθεση της ψυχής του, να τις κλέβει και τις καρπώνεται κάποιος άλλος.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜπράβο Κική μου! Εξαιρετικό!
Ελένη μου αγαπημένη, ευχαριστω μεσα απο την ψυχη μου! Φιλια πολλα
ΔιαγραφήΓεμάτη ανατροπές και με ένα απρόσμενο αλλά και πολύ άδικο τέλος, η ιστορία σου. Καταλαβαίνω το συναίσθημα του συγγραφέα. Είναι σαν να σου κλέβουν το παιδί απ' το μαιευτήριο και να το βλέπεις μετά από χρόνια να ανήκει σε άλλον "γονέα".
ΑπάντησηΔιαγραφήΚική μου, θίγεις ένα πολύ καίριο θέμα που ανέκαθεν υπήρχε στη λογοτεχνία και σ' άλλες μορφές τέχνης. Περιγράφεις γλαφυρά τη συνθήκη, τα συναισθήματα και μέσα απ' τον ευρυματικό τίτλο "Μπάμπουσκα" το κάνεις και εικόνα.
Τα θερμά μου συγχαρητήρια!
Μαρία μου, με συγκινείς και με κάνεις να στάζω περηφάνια.
ΔιαγραφήΕυχαριστώ από καρδιάς!
Φιλια πολλα